Σαν έφυγε ο δημογέροντας από το σπίτι τους, ο μπάρμπα Βαγγέλης είπε στη γυναίκα του.
- Για πες μου και εσύ, τί να κάνουμε; Εγώ λέω να πούμε στην Αλέξω μας τη
μισή αλήθεια. Να πούμε αυτό που μας είπε και ο Πέτρος. Ότι φεύγοντας να πάει
στο χωριό που τον φώναξαν για δουλειά συναντήθηκε με έναν Τούρκο. Καυγαδίσανε
και πάνω στο καυγά τον μαχαίρωσε. Δεν θα ανακατέψουμε πουθενά τη Γιαννούλα.
- Συμφωνώ. Μόνο μη πεταχτεί η θυγατέρα μας και τα ανακατέψει.
- Όχι θα της το πούμε και θα της το τονίσουμε.
Τη φώναξαν στον οντά, για να της πουν για τη συμφωνία που είχαν κάνει.
- Τι είναι πατέρα; τι ήθελε ο δημογέροντας;
- Μην ανησυχείς παιδί μου. Ήρθε να μας πει, ότι παρ’ όλο που κατάλαβαν
ποιος τον λάβωσε, δεν πρόκειται κανείς χωριανός να ανοίξει το στόμα του. Κοίτα
όμως μην ανοίξεις εσύ το δικό σου.
Έκατσε και της εξήγησε, για την επίσκεψη που θα έκαναν στην αδελφή της και
γι’ αυτά που θα έλεγαν.
Ενημέρωσαν την Αλέξω και τον Ζήκο πως έγιναν τα πράγματα και για την
νυχτιάτικη επίσκεψη του Πέτρου.
- Και έφυγε χωρίς καν να με χαιρετήσει; Είπε μ’ ένα παράπονο η Αλέξω.
- Καλά – καλά ούτε και εμείς δεν το χαιρετήσαμε που λέει ο λόγος, της είπε
η μάνα της. Έφυγε σαν κυνηγημένος. Όχι σαν, έφυγε κυνηγημένος. Έφυγε και γύρευε
αν θα γυρίσει. Φοβάμαι μην έχει την τύχη του αδελφού μου.
- Έλα ας μη βάζουμε κακό με το νου μας, τους είπε ο Ζήκος. Να δεις που θα γυρίσει νικητής. Σε λίγο όλα θα ξεχαστούν. Για να φτάσει στο μαχαίρωμα, κάτι σοβαρό θα έγινε. Δεν είναι ο Πέτρος άτιμος να ρίξει πισώπλατη μαχαιριά. Όταν με το καλό γυρίσει θα μάθουμε. Άντε να πιούμε τα τσιπουράκια μας και να ευχηθούμε να γυρίσει ο λεβέντης μας, νικητής. Να πιούμε σε μια ελεύθερη Ελλάδα.
Οι επόμενες δύο ημέρες κύλησαν χωρίς κάτι το ιδιαίτερο σημαντικό. Κάτι
περίεργες ματιές που ένοιωσε η Γιαννούλα πάνω της όταν περνούσε από την πλατεία
για να πάει στο πηγάδι τους, το απέδωσε στο ότι, χωρίς συνοδεία, είχε την τόλμη
και περνούσε από το μεσοχώρι να πάει για το κουβάλημα του νερού. Όσο νάναι, δεν
κυκλοφορούσαν εύκολα και μόνες οι γυναίκες στο χωριό τους και μάλιστα να
περνάνε από το μεσοχώρι.
Και οι συμπέθεροι, ο Βαγγέλης και ο Νικόλας, ήπιαν τον καφέ μαζί,
αντάλλαξαν τα πειράγματά τους, έπαιξαν και την κολτσίνα τους, συζήτησαν και την
πορεία κατασκευής του σπιτιού του Γιάννου. Όλα καλά!
Και νάσου και έκαναν την εμφάνιση στο χωριό και πάλι οι ζαπτιέδες. Πάλι ο
ντελάλης τους κάλεσε στην πλατεία. Αυτή τη φορά ήταν και ένας άλλος
νεοφερμένος.
- Λοιπόν έχουμε κανένα νέο για τον καβαλάρη μας;
- Σου είπαμε και την άλλη φορά. Δεν είναι δικός μας. Ψάξτε και μόνοι σας.
Κανείς δεν έχει τέτοιο άλογο που μας περιγράψατε.
Τον λόγο τον πήρε ο άλλος ο νεοφερμένος.
- Ποιος μάζευε τις προάλλες σπαράγγια σ’ αυτή την περιοχή; Μήπως κάτι είδε;
Σήμερα που πήγα και έκανα μια έρευνα στο χώρο πριν έρθουμε στο χωριό, είδα
κομμένες κορφές σπαραγγιών. Δεν είναι περισσότερες από δυο – τρείς ημέρες που
κόπηκαν. Μήπως είδε κανείς τίποτε;
Κανείς δε μίλησε. Πάλι ο επικεφαλής της δημογεροντίας τους είπε.
- Χάνετε τον καιρό σας. Γιατί σώνει και καλά πρέπει να είναι χωριανός μας ο
καβαλάρης. Τόσοι περνούν από το δρόμο. Δηλαδή αποκλείεται να είναι κανείς άλλος
εκτός του χωριού μας που μάζευε σπαράγγια ή να μαχαίρωσε το παλληκάρι σας;
Ο επικεφαλής των ζαπτιέδων, ήξερε ότι τους Βλάχους του Μετζιντιέ, δε
μπορούσε να τους κάνει ζάφτι. Εδώ ολόκληρος Αλή Πασιάς και δεν τα κατάφερε. Θα
τα κατάφερναν τώρα αυτός, που η Οθωμανική τους Αυτοκρατορία μέρα με την μέρα
συρρικνωνόταν; Χαμένος κόπος σκέφτηκε. Ήξερε ότι εάν έκανε οποιαδήποτε σύλληψη
οι Βλάχοι θα έπαιρναν εκδίκηση. Δεν ήταν εποχές να χάνονται τα παλληκάρια τους.
Έριξε κάτι φοβέρες εκεί πέρα και άρχισαν με τ’ άλογά τους να ψάχνουν από σπίτι
σε σπίτι και να κοιτάζουν τα δεμένα άλογα στις αυλές των σπιτιών.
Έτσι όπως ήρθαν, έφυγαν. Η ζημιά όμως είχε γίνει. Η αμφιβολία περί της
ηθικής της Γιαννούλας έγινε βεβαιότητα. Σπαράγγια δεν τους είπε ο Λάμπρος ότι
τάχα μάζευε η Γιαννούλα; Σε σπαράγγια δεν αναφέρθηκαν και ζαπτιέδες και μάλιστα
για την ημέρα που έγιναν τα γεγονότα; Άρα σωστά τα έλεγε ο Λάμπρος.
Στόμα στο στόμα όλο το χωριό έμαθε τα καμώματα της Γιαννούλας που για χάρη
της ο αδελφός της έγινε φονιάς. Έ δεν ήθελε και πολύ να φτάσει και στα αυτιά
του μπάρμπα Νικόλα. Άρχισαν να τον τρώνε οι αμφιβολίες!
Ο μπάρμπα Βαγγέλης έβλεπε τα περίεργα βλέμματα των χωριανών του, το ίδιο
και η Γιαννούλα κάθε φορά που πήγαινε και ερχόταν φορτωμένη με την βαρέλα της.
Ώσπου μια μέρα που πήγε σ’ ένα μαγαζί να αγοράσει κάτι πράγματα για το σπίτι
της, της είπε ο μαγαζάτορας.
- Μα καλά μωρ’ Γιαννούλα τσίπα δεν έχεις επάνω σου; Κυκλοφορείς σαν να μη
συμβαίνει τίποτε.
- Μα τι λες; Δε σε καταλαβαίνω.
- Καταλαβαίνεις και πολύ καλά μάλιστα. Καλά μωρή με Τούρκο πήγες; Και πες
ότι τον ήθελες για αγαπητικό, τόσοι λεβέντες δικοί μας στον Τούρκο έπεσες;
χαντάκωσες και τον αδελφό σου.
Η δόλια η Γιαννούλα ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Κλαίγοντας πήγε
στο σπίτι της. Δεν άντεξε και τα είπε όλα στους γονείς της.
- Καλύτερα να μαχαιρωθώ, παρά αυτό το κακό που με βρήκε!
- Τι λες θυγατέρα μου; Κάποια παρεξήγηση θα έγινε. Θα σιάξουν τα πράγματα,
της έλεγαν και πατέρας της και η μάνα της.
Μια περιφρόνηση όλο και την ένοιωθε και ο μπάρμπα Βαγγέλης, κάθε φορά που
πήγαινε στο καφενείο. Ακόμη και ο μπάρμπα Νικόλας ήταν κρύος μαζί του. Είχε τις
αμφιβολίες του και εκείνος για τη νυφαδιά του.
Ο μπάρμπα Λάμπρος έτριβε τα χέρια του ικανοποιημένος. Ζήτημα χρόνου ήταν να
διαλυθεί ο αρραβώνας. Τα πράγματα ήρθαν όπως τα ήθελε. Και συνέχιζε να στάζει
το δηλητήριο.
- Σας τα ‘λεγα δεν σας τα ‘λεγα για τα σπαράγγια; Δεν με πιστεύατε. Τώρα να
δείτε τί γίνεται κάθε απόγευμα όταν λείπει ο Βαγγέλης και το τί ακούω! Βλέπεις
είναι από πάνω τους το σπίτι μου και ακούω και βλέπω πολλά. Πόλεμο έχουν μάνα
και κόρη. Γκαστρωμένη είναι! Το ετοιμάζει το τουρκόπουλο. Και ο αδελφός της
άφαντος!
Έφτασε και στα αυτιά του μπάρμπα Βαγγέλη ότι σχεδόν κάθε απόγευμα όταν
φεύγει από το σπίτι μάνα και κόρη, τσακώνονται για το γκάστρωμα της Γιαννούλας.
Δεν άντεξε μια μέρα και γύρισε αμέσως στο σπίτι. Δεν έκατσε στο καφενείο.
Και τί να κάτσει όλοι με τον τρόπο τους, του έδειχναν την αποστροφή τους.
Φώναξε τις δυο γυναίκες στο μαγεριό και τους είπε:
- Τι είναι αυτά που ακούω. Πείτε την αλήθεια!
Και γυρίζοντας στη θυγατέρα του.
- Είναι αλήθεια ωρή ότι σε χάλασε ο Τούρκος και είσαι γκαστρωμένη; Και ότι
κάθε απόγευμα τσακώνεστε μάνα και κόρη;
- Τι είναι αυτά που λες άντρα μου; ποιος σου τα είπε αυτά;
- Λέγε ωρή, είσαι στα αλήθεια γκαστρωμένη;
- Μα πατέρα, ούτε που πρόλαβε να με αγγίξει! Τι είναι αυτά που λες;
Έφυγε τρέχοντας η Γιαννούλα και κλείστηκε στο δωμάτιο που κοιμόταν.
- Τι κάθεσαι και ακούς; Αυτή δε φοβήθηκε να βγάλει το σουγιά να σφάξει τον
Τούρκο, θα σκιαχτεί να το γυρίσει επάνω της; Θέλεις να χάσουμε το παιδί μας;
Είδαν και απόειδαν να τη καταφέρουν να τη βγάλουν έξω.
- Θόλωσε το κεφάλι μου παιδί μου με αυτά που ακούω.
- Πατέρα σου το είπα, από την πρώτη στιγμή ούτε το χέρι μου δεν πρόλαβε να
αγγίξει. Πίστεψέ με σε παρακαλώ, πίστεψέ με. Και θα το δεις και μόνος σου κατά
πόσο αληθεύει αυτό. Γιατί θα φανεί. Αν είναι αλήθεια κάποια στιγμή θα το
γεννήσω. Αλλά δεν πρόκειται γιατί δεν είναι αλήθεια!
- Σε πιστεύω παιδί μου, σε πιστεύω. Κάποιος προσπαθεί να μας κάνει κακό.
Όχι να μας κάνει, το έκανε. Γιατί τέτοιο ψέμα;
Με τόσα που άκουγε ο μπάρμπα Νικόλας για τη νύφη του και που το επιβεβαίωσε
και ο Λάμπρος που την είδε με τα μάτια του, να νταραβερίζεται την ημέρα του
φονικού και είχε και το θράσος να του δείξει και την ποδιά με τα σπαράγγια,
αλλά και να ακούει κάθε μέρα τους καυγάδες με την μάνα της για την γκαστριά
της, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πήγε στο σπίτι του Βαγγέλη και χωρίς περιστροφές,
του ζήτησε να ακυρώσουν τον γάμο.
Και για τους τρεις τους ήταν μια βαθιά πληγή, που δεν έπαιρνε γιατρειά.
Η Γιαννούλα σταμάτησε να πηγαίνει για νερό. Δεν άντεχε τα περίεργα όλο
υπονοούμενα βλέμματα. Χαράματα πήγαινε η δόλια η μάνα της. Και ευτυχώς που ήταν
κοντά το πηγάδι τους.
Μάταια η Αλέξω και ο Ζήκος, προσπαθούσαν να τους παρηγορήσουν.
- Δε μπορεί θα μάθω ποιος έβγαλε όλη αυτή τη χολή. Που θα μου πάει, θα
μάθω, τους είπε ο Ζήκος μια μέρα.
- Μάθεις δε μάθεις παιδί μου, το κακό έγινε. Ο αρραβώνας τη Γιαννούλας
χάλασε, του είπε ο πεθερός του.
Η Γιαννούλα κλείστηκε στον εαυτό της. Μαράζωσε. Δεν έκανε απολύτως τίποτε.
Είχε κλειστεί στο σπίτι και δεν ήθελε ούτε να τρώει. Με το ζόρι και μετά από
τις φωνές της μάνας της έτρωγε ή μάλλον τσιμπούσε κάτι. Δεν είχε όρεξη για ζωή.
Εκείνο που την κρατούσε ακόμη ήταν η ελπίδα μήπως γυρίζοντας ο Γιάννος, τη
πίστευε και συνέχιζε να την αγαπά, όπως τον αγαπούσε και εκείνη. «Θα περιμένω
μέχρι που θα έρθει. Εάν γυρίσει και δεν έρθει να με βρει τότε ο σουγιάς που μου
χάρισε θα δώσει τέλος και στο μαρτύριό μου». Από αυτή την ελπίδα είχε
κρεμαστεί. Αυτή η ελπίδα την κράταγε στη ζωή.
Είχαν περάσει πέντε - έξι εβδομάδες από την ημέρα που έγινε το κακό. Πέντε
έξι εβδομάδες μαρτυρικές και για τους τρεις τους. Ούτε ο μπάρμπα Βαγγέλης δεν
έβγαινε πια στο καφενείο. Ευτυχώς είχαν την Αλέξω κοντά τους, και μαζί με τα
δικά της πράγματα, αγόραζε και τα δικά τους. Και ο Ζήκος από την άλλη, τους
συμπαραστεκόταν και κάθε βράδυ μετά τη δουλειά τους έκανε επισκέψεις.
Εκείνη την ημέρα λίγο πριν το μεσημέρι ακούστηκε ένας καλπασμός που
σταμάτησε έξω από την πόρτα τους. Βγήκε ο μπάρμπα Βαγγέλης να δει, τι
συμβαίνει. Γνώρισε το παιδί ενός μακρινού συγγενή του από τη Βήσσανη.
- Μπάρμπα Βαγγέλης, σου φέρνω κακά μαντάτα.
Τα γόνατα του Βαγγέλη κόπηκαν. «Και άλλα κακά σκέφτηκε. Να έμαθαν τίποτε
για το παλληκάρι μου;»
- Τι έγινε, παιδί μου;
- Η Αντιγόνη η νύφη σου, έπαθε συμφόρηση σήμερα νωρίς το χάραμα. Με έστειλε
ο μπάρμπας να σε ειδοποιήσω. Αύριο θα γίνει η κηδεία της.
Από τη μια ανακουφίστηκε που δεν έμαθε άσχημα νέα για το γιο του, από την
άλλη στενοχωρήθηκε για τον μικρό του αδελφό που έχασε τη γυναίκα του.
- Τι λες παιδάκι μου; πως έγινε αυτό, έτσι ξαφνικά;
- Ναι μπάρμπα όλα έγιναν γρήγορα. Δυστυχώς ήταν μια και έξω.
- Θα ετοιμαστούμε και θα ’ρθουμε. Περίμενέ μας.
Ετοιμάστηκαν στα γρήγορα και οι τρεις, και ξεκίνησαν για τη Βήσσανη. Ο
μπάρμπα Βαγγέλης με τη κόρη του στο μουλάρι τους και η γυναίκα του με το
παλληκάρι. Πέρασαν και από το μαγαζί του Ζήκου και τον ειδοποίησαν.
- Αύριο το πρωί ταχιά θα ξεκινήσουμε και εμείς, θα είμαστε στην ώρα μας του
είπε ο Ζήκος.
Σαν τελείωσαν όλα και γύρισαν μετά την ταφή στο σπίτι, αποφάσισαν να
κάτσουν μέχρι να γίνουν και τα εννιάμερα. Πως να τον αφήσουν τον αδελφό του σ’
αυτά τα χάλια; Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά.
- Αλέξω μου εμείς θα κάτσουμε κοντά στον μπάρμπα σου. Ρίχνε καμιά ματιά στο
σπίτι και ρίχνε λίγο νερό σ’ αυτά τα έρμα κηπευτικά, της είπε ο πατέρα της.
- Μην ανησυχείς πατέρα. Εγώ λέω να κάτσετε περισσότερο. Μήπως ξεχαστεί και
η Γιαννούλα μας. Έρεψε. Έχασε την λάμψη της. Που θα πάει αυτή η κατάσταση
πατέρα;
- Καλά θα δούμε, θα το κουβεντιάσω και με τη μάνα σου. Θα δούμε.
- Όχι θα δούμε, θα κάτσετε. Θα έρθω μεθαύριο και θα σας φέρω μερικές
αλλαξιές. Για τη Γιαννούλα μας είναι καλύτερα εδώ. Και ο μπάρμπας συντροφιά
χρειάζεται αυτές τις ώρες.
Δε χρειάστηκε να το συζητήσει ο μπάρμπα Βαγγέλης με τον αδελφό του. Του το
ζήτησε μόνος του.
- Δεν καθόσαστε εδώ Βαγγέλη μου, μέχρι να περάσει η μπόρα; Ξέρω ότι περνάς
και εσύ δύσκολα. Έρεψε το κορίτσι μας.
- Να καθίσουμε Χρήστο μου.
Η αλήθεια είναι ότι η Γιαννούλα φεύγοντας από τον ασφυκτικό κλοιό του
χωριού της, πήγαινε άνετα στην κεντρική βρύση του χωριού και γέμιζε τα γκιούμια
της με νερό. Δεν ένοιωθε περίεργα βλέμματα. Δεν ήξεραν; Δεν τους ένοιαζε;
Πάντως εκείνη δεν ένοιωθε κάποια εχθρότητα ούτε και από τα κορίτσια που
συναντούσε καμιά φορά στη βρύση.
Η έννοια της ήταν μη γυρίσει ο Γιάννος από το ταξίδι και δεν έρθει τη βρει.
Μην έρθει και ακούσει όλα αυτά τα ψέματα και την ξεχάσει.
- Μη στενοχωριέσαι Γιαννούλα μου, ο Γιάννος σ’ αγαπάει, θα έρθει να σε
βρει. Θα δεις ότι δε θα βγω ψεύτρα, της είπε μια μέρα που ήρθε επίσκεψη η
αδελφή της.
- Θα περιμένω μέχρι το γάμο της Μαρίας και εάν δεν έρθει …..
- Και εάν δεν έρθει, τι θα κάνεις;
- Τίποτε, θα τον φτύσω και θα τον τιμωρήσω με τον τρόπο μου.
Ενώ μέσα της σκεφτόταν «εάν δεν έρθει με το σουγιά του, θα δώσω τέλος στη
ζωή μου».
Και οι μήνες πέρασαν. Ήρθε ο Αύγουστος ο μήνας που θα γινόταν ο γάμος της
Μαρίας. Η Γιαννούλα τις περισσότερες ώρες την έβγαζε στο παραθύρι, κοιτάζοντας
τον δρόμο. Κοίταζε του καβαλάρηδες και νόμιζε, ότι κάπου θα δει τον Γιάννο της.
Αν και ο Γιάννος της δεν είχε καμιά δουλειά να έρθει απ’ αυτόν τον δρόμο. Ο
δρόμος που θα ερχόταν, και εάν ερχόταν, ήταν από την άλλη μεριά. Παρηγοριόταν
όμως να κοιτάζει το ίσιωμα μπροστά της με το φιδογυριστό δρόμο που έβλεπε από
το Βησσανιώτικο παράθυρο. Χανόταν το βλέμμα της και πέρα στην κορυφή του
Πάπιγκου και νόμιζε ότι με το βλέμμα της θα σκίσει την κορυφή στα δύο, να δει
το κομβόϊ των κυρατζήδων, να δει τον Γιάννο της.
Και για τη μάνα της και για τον πατέρα της ήταν καλύτερα στη Βήσσανη. Η
μόνη τους έννοια ήταν τα δυο τους παιδιά. Ο Πέτρος που δεν ξέρανε και πού
βρισκόταν και η Γιαννούλα. Ούτε ψίθυροι, ούτε υπονοούμενα, καλύτερος τους
φάνηκε ο κόσμος τούτου χωριού.
Κατά τις δέκα Αυγούστου, ήταν που ήρθε ο Ζήκος να τους δει. Είχε μια
δουλειά σαν ξυλουργός σ’ ένα χωριό εκεί κοντά και είπε να περάσει να τους δει.
- Φάνηκε Ζήκο, ο Γιάννος; Τον ρώτησε η Γιαννούλα.
- Όχι Γιαννούλα μου. Ακόμη δε φάνηκε. Λογικά έπρεπε να είχε έρθει. Μπορεί
να φανεί αυτές τις ημέρες. Μπορεί και τώρα που μιλάμε να έχει έρθει. Μη
στενοχωριέσαι. Θα του μιλήσω και εγώ. Φάε να στηλωθείς. Δε θα σε γνωρίσει, της
είπε γελώντας ο Ζήκος για να της δώσει λίγο θάρρος. Και που είσαι; Καλύτερα να
τον περιμένεις μετά τον γάμο. Όπως καταλαβαίνεις πριν από το γάμο θα είναι λίγο
δύσκολο.
- Έτσι είναι, είπε και ο πατέρα της. Την αδελφή του παντρεύει.
«Μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη θα περιμένω, άντε μέχρι να γεννήσει και η Ευδοκία μας, για να μην τους στενοχωρήσω πριν από τη γέννα, μετά ο σουγιάς του θα είναι και το τέλος μου»
Δυο με τρεις ώρες δρόμο είχε μπροστά του ο Γιάννος μέχρι να φτάσει στο
χωριό του. Και όμως, νόμιζε ότι τα μουλάρια του και τα μουλάρια του φίλου του
και συναδέλφου του, που θα χωριζόντουσαν λίγο πιο κάτω κοντά στη διασταύρωση,
μια και εκείνος θα πήγαινε στα Άνω Ραβένια, ότι είχαν κολλήσει και δε σήκωναν
τα πόδια τους. Τα κακόμοιρα τον ίδιο ρυθμό κρατούσαν, εκείνος όμως από την
αγωνία του να φθάσει μια ώρα αρχύτερα στο χωριό, έβλεπε και ένοιωθε ότι
πήγαιναν σαν χελώνες.
- Έλα καϋμένε, φτάνουμε, φάγαμε τον γάιδαρο και φάγαμε και την ουρά, τι μας
έμεινε; Σιγά τον δρόμο που έχεις να κάνεις!
- Μωρέ δίκιο έχεις, αλλά δεν είναι που θέλω να δω την αρραβωνιαστικιά μου,
είναι που είναι και ο γάμος της αδελφής μου. Δε ξέρω κιόλας, έγινε; Θα προλάβω;
Για όλα έχω αγωνία. Βλέπεις γεμάτο περιπέτειες ήταν το ταξίδι μας. Κοντά έξι
μήνες, βολοδέρνουμε.
- Ναι αλλά και πού δεν πήγαμε. Μέχρι την Πόλη. Λίγο το έχεις; Είδαμε κόσμο
και κοσμάκη. Έχουμε να λέμε στα παιδιά μας, και τί δεν έχουμε να μολογάμε.
- Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ δε θα ματακάνω τόσο μεγάλο ταξίδι! Δεν μπορώ
να αποχωριστώ τη Γιαννούλα μου για τόσο μεγάλο διάστημα.
- Ε καλά! Έτσι έλεγα και εγώ. Όταν όμως ήρθε το παιδί και τα γρόσια
κόντευαν να τελειώσουν, έκανα την καρδιά μου πέτρα και έφυγα. Τι νομίζεις,
εμένα δε μου λείπει η γυναίκα μου και το παιδί μου; Για βάλε έξι μήνες που
λείπουμε, θα με γνωρίσει;
- Σε καταλαβαίνω Θωμά. Σε καταλαβαίνω και τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι
δεν θα μπορούσα να αποχωριστώ και εγώ το παιδί μου.
- Μη λες μεγάλες κουβέντες Γιάννο. Εκτός και εάν ασχοληθείς με κάτι άλλο.
Σαν φτάσανε στο σταυροδρόμι, δώσανε τα χέρια και φιλήθηκαν σταυρωτά.
- Να δώσεις πολλά χαιρετίσματα στην Ευδοκία, την αδελφή της
αρραβωνιαστικιάς μου. Και όταν έρθουμε να τη δούμε με τη Γιαννούλα, θα πιούμε
και τα τσίπουρά μας.
- Άντε ωρέ να γνωρίσω και εγώ τη Γιαννούλα σου. Εάν κρίνω από την αδελφή
πρέπει να είναι όμορφη.
- Θα τη γνωρίσεις. Θα σου φέρω και καλέσματα για τον γάμο μας.
Πήρε ο καθένας το δρόμο του. «Άντε να περάσω τα Τσαραπλανά, να δω το
Μετζιντιέ μου», σκέφτηκε.
Για λίγο σταμάτησε στα Τσαραπλανά, να ποτίσει τα μουλάρια του. «Τόσο δρόμο
και μ’ αυτή τη ζέστη, θα σκάσουν τα καϋμένα».
Πήρε το δρόμο για το χωριό του. Φάνηκαν τα πρώτα σπίτια. Η καρδιά του άρχιζε να φτερουγίζει. Εάν προλάβαινε το βράδυ μπορεί να πεταγόταν να δει και την αρραβωνιαστικιά του.
Η οικογένεια του μπάρμπα Νικόλα, ετοιμαζόταν για τον γάμο. Μια ανησυχία
όμως την είχαν. Πώς και δε γύρισε ακόμη ο Γιάννος; Πέντε ημέρες μείναν για τον
γάμο. Να τον αναβάλουν δε γινόταν. Άρχισαν να σκέφτονται και το κακό. Μάλλον
κάτι συνέβη στον Γιάννο μας. Και τι θα κάνουμε, εμείς θα βαράμε τα όργανα και
θα γλεντάμε και ο Γιάννος;
- Τί θα κάνουμε πατέρα; τον ρώτησε ο Γιώργης.
- Τί θα κάνουμε; Μπορούμε να κάνουμε κάτι, τελευταίες ημέρες; Έχουμε δώσει
καλέσματα. Όπως τα έχουμε προγραμματίσει έτσι και θα γίνει. Θα κάνουμε στο
σπίτι μας το γλέντι και το τραπέζι για τους συγγενείς μας. Θα γίνουν όλα κατά
πως πρέπει. Το μεγάλο γλέντι, θα γίνει στο σπίτι του γαμπρού. Δεν μπορούμε να
κάνουμε πίσω. Λέω όμως να κατέβω σήμερα στο χωριό. Να δω μήπως ήρθε και αύριο
θα ανέβω. Ειδοποίησα και τον τσομπάνο τον Σταύρο να μας φυλάξει τα πρόβατα για
καμιά εβδομάδα μέχρι να τελειώσουμε το γάμο. Αύριο θα ανέβω και θα κατέβουμε
μαζί με δύο προβατίνες και δύο αρνιά.
- Θα μας φτάσουν;
- Τα έχω λογαριάσει. Θα μας φέρουν και κανίσκια (δώρα σε είδος πχ. σφαχτά,
κουλούρες κλπ.)
Ακόμη ο ήλιος ήταν ψηλά όταν ο μπάρμπα Νικόλας έφτασε στο σπίτι.
- Τι έγινε γυναίκα; Δεν φάνηκε ακόμη το παλληκάρι μας;
- Όχι! Με ζώνουν τα φίδια. Κάτι πρέπει να έγινε. Θα σκάσω.
- Έλα μη βάζεις κακό με το νου σου. Μη σε πάρει χαμπάρι και η Μαρία μας. Αν
δε φανεί, μετά το γάμο θα πάω στα Ζαγόρια. Από την Μπάγια δεν μας είπε ότι θα
έφευγε; Κάτι θα ξέρουν εκεί. Άντε φτιάξε τίποτε να πιω. Αν σου πω βρε γυναίκα
ότι πεθύμισα και τον ωραίο καφέ που μας φέρνει, δεν θα με πιστέψεις.
Η γυναίκα του, του έβγαλε δροσερό νερό και λουκούμι.
- Με λουκούμι θα τη βγάλω και με νερό;
- Είναι νωρίς ακόμη για τσίπουρα. Ξέρω εγώ.
- Η Μαρία μας, πως είναι;
- Πως να είναι, δε καταλαβαίνεις; Και εκείνη στενοχωριέται!
Άρχισαν να συζητάν περί του γάμου και τις ετοιμασίες του. Εάν όλα είναι
έτοιμα.
- Έτοιμα όλα! Ευτυχώς που έχουμε και το διπλανό σπίτι, μισοτελειωμένο
βέβαια, αλλά καλοκαίρι είναι και στρωματσάδα θα βολευτούμε όλοι μας. Συγγενείς
και φίλοι που θα έρθουν από μακριά, του είπε η γυναίκα του.
Αυτό το «μισοτελειωμένο βέβαια», του τρύπησε την καρδιά.
- Πως θα το πάρει ο γιος μας γυναίκα, αυτό που του έτυχε. Μη νομίζεις έχω
και αυτή την έννοια! Θα του έρθει νταμπλάς!
Δεν είπαν κάτι άλλο, ήταν και οι δύο βυθισμένοι στις σκέψεις τους.
Τα ποδοβολητά που ακούστηκαν, τους έκαναν να ανασηκωθούν και να τηράξουν
κατά τον δρόμο. Και τότε τον είδαν.
- Ψυχή μου, καμάρι μου, ήρθες; Του φώναξε η μάνα του και έτρεξε κατά την
αυλόπορτα.
- Από πίσω έτρεξε και ο πατέρας του.
Άκουσε τις φωνές η Μαρία και βγήκε και εκείνη στην αυλή να καλοδεχτεί τον
αδελφό της. Ούτε τα μουλάρια δεν τον άφησαν να δέσει. Τον άρπαξαν στην αγκαλιά
τους και τον γέμισαν φιλιά.
- Απ’ ότι βλέπω, δεν έγινε ο γάμος, τον πρόλαβα! Αφού είναι εδώ η Μαρία
μας.
- Την Κυριακή γίνεται!
Τους εξήγησε για τις δυσκολίες του ταξιδιού και γιατί άργησαν.
- Τέλος πάντων τώρα είμαι εδώ! Βοήθησέ με πατέρα να ξεφορτώσουμε τα
μουλάρια.
Πάλι το ένα μουλάρι ήταν φορτωμένο με δυο μπαούλα. Στο ένα κάτι λίγα
πράγματα για τη Μαρία, για τον αδελφό του και τους γονείς του. Το άλλο ήταν
δικό του, πράγματα για το σπίτι του και την Γιαννούλα.
Ξεφόρτωναν τα μουλάρια όταν το μάτι έπεσε στο μισοτελειωμένο σπίτι στην
άκρη της αυλής. Ξαφνιάστηκε. Αυτός υπολόγιζε ότι θα το βρει τελειωμένο.
- Δεν σου έφτασαν τα λεφτά πατέρα; Γιατί δεν τελείωσε το σπίτι;
- Δεν είναι ώρα τώρα, για να κουβεντιάσουμε για το σπίτι.
- Μα πώς; πες μου, δεν σου έφτασαν τα λεφτά;
- Στα έχω φυλαγμένα γιε μου τα υπόλοιπα.
- Δεν καταλαβαίνω. Γιατί έμεινε μισοτελειωμένο;
- Πάμε να σου μιλήσω γιε μου.
Τον πήρε και πήγαν μέσα.
Η Μαρία φαρμακωμένη. Είχε ζήσει την αγάπη τους και ήξερε ότι ο αδελφός της,
θα πληγωνόταν από τη βιάση του πατέρα της. Πώς μπόρεσε χωρίς να την ακούσει να
την καταδικάσει και να χαλάσει τον αρραβώνα, τον λόγο που δώσανε, ότι ήταν τέλος
πάντων. Εκείνη ήξερε, ότι ο ένας πέθαινε για τον άλλο. Είχε ζήσει τον έρωτά
τους.
Ο πατέρας του, του είπε με όλες τις λεπτομέρειες ό,τι είχε μάθει για τη
Γιαννούλα.
- Μετά απ’ αυτό όλο το χωριό τους έκανε πέρα. Πήρανε των ομματιών τους και
φύγανε. Δε μένουνε πια εδώ. Μα μπορούσαν να κάτσουν εδώ; πως να παρουσιάσουν το
μούλικο;
Ο Γιάννος έπεσε από το σύννεφα! Τρελάθηκε.
- Τι λες πατέρα; η Γιαννούλα Τούρκο αγαπητικό; Ούτε να το συζητάς, κάτι
άλλο έγινε! Αγαπητικό δεν τον είχε και κόβω το κεφάλι μου γι’ αυτό.
- Μα την είδε ο Λάμπρος. Νταραβεριζόταν μαζί του. Ποιος ο λόγος να πει
ψέματα;
- Κάτι άλλο έγινε. Αγαπητικό δεν τον είχε. Θα το ψάξω, δε θα το αφήσω έτσι
αυτό.
Ο Γιάννος νευριασμένος χτύπησε το χέρι στο τραπέζι.
- Και εσένα ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να την καταδικάσεις χωρίς να την
ακούσεις; Χωρίς να ακούσεις τί είχε να σου πει. Γιατί δε μίλησες με τον πατέρα
της; γιατί μου χάλασες τον αρραβώνα; Το τελευταίο λόγο τον έχω εγώ.
Οι φωνές υψώθηκαν. Η μάνα του και η αδελφή του, μπήκαν μέσα.
- Τι θα πει η γειτονιά; Γάμο έχουμε. Τι πράγματα είναι αυτά; Γιε μου, να
γίνει ο γάμος με το καλό και θα πας να τη βρεις να τα πείτε. Σε παρακαλώ παιδί
μου. Και γυρνώντας προς τον άνδρα της για πρώτη φορά στη ζωή της του ύψωσε τη
φωνή.
- Και εσύ, χαμήλωσε τη φωνή σου. Στο είπα και εγώ. Έπρεπε οι συμπέθεροι να
μιλήσετε. Δεν του έδωσες την ευκαιρία καθόλου.
- Σε παρακαλώ αδελφέ μου. Σε παρακαλώ αύριο θα έρθουν οι ξαδέλφες μας, για
τα σουρτσέλια (μάζεμα των ξύλων για το ψήσιμο των φαγητών), για τις κουλούρες
και για τις ετοιμασίες του γάμου. Μη μου χαλάτε το γάμο. Μονιάστε και θα μπουν
όλα στη σειρά τους. Αδελφέ μου σε παρακαλώ.
- Εντάξει Μαρία μου. Μη στενοχωριέσαι. Όλα θα γίνουν κατά πως πρέπει στον
γάμο σου.
Δεν έδωσε συνέχεια, ο Γιάννος αλλά φαρμακώθηκε. Και δεν φαρμακώθηκε γιατί
πίστεψε ότι η Γιαννούλα τον είχε αγαπητικό αλλά γιατί σκεφτόταν μήπως τη βίασε
ο Τούρκος και αναγκάστηκε ο αδελφός της να τον σκοτώσει. Σκεφτόταν τη
στενοχώρια της και τον μαρασμό της. Δεν έβλεπε την ώρα και η στιγμή να
τελειώσει ο γάμος για να τρέξει κοντά της. Να τη δει, να την ακούσει.
Μπουκιά δεν έβαλε στο στόμα του εκείνο το βράδυ. Μηχανικά άνοιξε το ένα
μπαούλο και μοίρασε τα δώρα που είχε για τον καθένα τους.
- Πατέρα σου έφερα και ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι από την Κωνσταντινούπολη,
μια πίπα και καπνό.
Του τα έδωσε και του είπε.
- Κεχριμπάρι αυθεντικό και καθαρό. Να το προσέχεις.
- Ευχαριστώ παιδί μου.
Έδωσε και στην Μαρία τέσσερα μεταξωτά μαντήλια και ένα ωραίο ολομέταξο
κάλυμμα για το σπίτι της.
- Νομίζω ότι θα είναι εντάξει για το μπάσι σας, της είπε.
- Μαντήλια και στην μάνα του και πιάτα, κουταλοπήρουνα για το σπιτικό και
αυθεντικό αρωματικό καφέ από την πόλη.
- Τα υπόλοιπα για τον αδελφό μου. Τι έγινε; Τη ζήτησε τη Λαμπρινή;
- Όχι ακόμη. Με τον καινούργιο χρόνο. Θα γίνει και αυτό.
- Το άλλο μπαούλο για το σπίτι σου; Του είπε ο πατέρας του.
Πήρε στροφές ο Γιάννος.
- Όχι το άλλο μπαούλο είναι παραγγελιά του Ζήκου για το σπίτι του. Για το
δικό μου σπίτι έχω καιρό. Θα κάνω και άλλα ταξίδια. Άσε που τα Γιάννενα σε λίγο
θα είναι δικά μας οπότε φέρνω και από εκεί ότι θέλω.
- Αμήν παιδί μου. Έτσι ακούμε και εμείς.
Το βράδυ ο Γιάννος, δε μπορούσε να ησυχάσει και να κλείσει τα μάτια του.
Κόντευε να σκάσει. Του ερχόταν να βγει έξω, να καβαλικέψει ένα μουλάρι και να
πάει να τη βρει. Αδυνατούσε να πιστέψει όλα αυτά που άκουσε από τον πατέρα του.
Θα τα πίστευε μόνον εάν του τα έλεγε εκείνη. Και έγκυος να ήταν, θα ήταν από
βιασμό. Ούτε αυτό θα τη σταματούσε να την κάνει γυναίκα του.
Ξαπλωμένος στο μπάσι στη μεριά του, είχε την πλάτη γυρισμένη προς το κέντρο
του δωματίου και κοίταζε έξω από το παράθυρο, τον σκοτεινό ουρανό με τα
τρεμάμενα αστέρια. Βυθισμένος στις σκέψεις του, δεν άκουσε την πόρτα, ένοιωσε
όμως ένα σκούντημα στην πλάτη.
- Κοιμάσαι αδελφέ μου.
Γύρισε και είδε την Μαρία.
- Τι έγινε Μαρία μου, συμβαίνει κάτι; της είπε και πετάχτηκε από το μπάσι.
- Ήρθα να σου πω. Δεν ξέρω τι σου είπε ο πατέρας, αλλά εγώ θα σου πω αυτά
που έμαθα από την Αλέξω.
- Λέγε, πες μου. Κοντεύω να τρελαθώ.
- Λοιπόν άκουσε. Δεν ξέρω πως βγήκε η φήμη για τη Γιαννούλα ότι νταραβεριζόταν
με τον Τούρκο, αλλά δεν τα λέει έτσι η αδελφή της και την πιστεύω. Πράγματι ο
Πέτρος σκότωσε έναν Τούρκο και τον κυνήγησαν αλλά δεν τον έπιασαν. Ήρθαν και
στο χωριό οι ζαπτιέδες αλλά ήδη το είχε σκάσει. Μου ορκίστηκε η Αλέξω και την
πιστεύω. Δεν ξέρω πως βγήκαν όλα τα άλλα και γιατί ανακάτεψαν την Γιαννούλα.
Και όπως καταλαβαίνεις, ούτε έγκυος είναι. Πως να μη φύγουν; Όταν όλοι, τους
περιφρονούσαν; Έτυχε να πεθάνει και η γυναίκα του μπάρμπα της και έκατσαν στη
Βήσσανη για να ξεχαστεί λίγο το πράγμα. Εγώ αυτά ξέρω, αυτά σου λέω. Πήγαινε
και εσύ αύριο στο Ζήκο να μάθεις νέα της Γιαννούλας. Την σκέφτομαι συνέχεια.
- Σ’ ευχαριστώ Μαρία μου. ξέρεις πόσο με ελάφρωσες; Ποτέ μου δεν πίστεψα
ότι η Γιαννούλα μου νταραβεριζόταν με Τούρκο. Αύριο κιόλας θα πάω να βρω τον
Ζήκο.
Την άρπαξε στην αγκαλιά του και την φίλησε.
- Αύριο στον Ζήκο και την Τρίτη καρφί για την Βήσσανη και στο γάμο σου θα
γίνουν όλα όπως πρέπει.
Σαν τη γάτα ήρθε η Μαρία σαν τη γάτα έφυγε.
Την επομένη, μόλις έφυγε ο πατέρας του για το βουνό, πήγε και αυτός στον
Ζήκο. Φεύγοντας φώναξε στην μάνα του και στην αδελφή του. ότι πάει μέχρι τον
καφενέ. Να δει κανέναν χωριανό και να πιει έναν καφέ.
- Στον καφενέ πάει ή πάει να τη βρει; Αναρωτήθηκε η μάνα της.
- Μας το υποσχέθηκε μάνα, ότι όλα θα κυλήσουν ήρεμα για το γάμο. Μην
ανησυχείς.
- Πως να μην ανησυχώ; Κομματιάστηκε η καρδιά του. Λίγο το έχεις αυτό που
έμαθε;
Ο Ζήκος μόλις τον είδε στο μαγαζί του, τα έχασε. Πήγε και τον αγκάλιασε.
- Άχ μωρέ Γιάννο, πώς και πώς σε περιμένω!
- Τι έγινε Ζήκο μου, κοντεύω να σκάσω, για λέγε μου σε παρακαλώ.
Δεν του είπε κάτι διαφορετικό ο Ζήκος ,από ότι ήδη του είχε πει η Μαρία.
- Η Γιαννούλα πως είναι;
- Μαράζωσε Γιάννο μου. Φοβόμαστε. Προχτές ήμουν εκεί. Με ρώτησε εάν ήρθες.
Της είπα ότι ακόμη δεν είχες έρθει. Και συμπλήρωσα ότι και να έρθεις αυτές τις
ημέρες, σίγουρα θα πας να τη δεις μετά τον γάμο. Δεν ξέρω βέβαια τι θα κάνεις,
αλλά σε περιμένει.
- Και βέβαια θα πάω. Δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή. Σ’ ευχαριστώ αδελφέ
μου.
- Με όλα αυτά δε σε ρώτησα, έχετε νέα από τον Πέτρο;
- Ο Πέτρος θα περνούσε στην ελεύθερη Ελλάδα, θα κατατασσόταν ως εθελοντής. Ακόμη δεν έχουμε νέα του.
Τρίτη πρωί! Σε λίγο θα έφευγαν και οι τελευταίοι συγγενείς. Όλα πήγαν καλά
με τον γάμο και ο Γιάννος σαν μεγάλος αδελφός έκανε το καθήκον του για την
Μαρία. Και την κέρασε χρήματα όπως συνηθιζόταν στα μέρη τους, και τους
οργανοπαίκτες κέρασε το Σάββατο, παραμονή του γάμου και έσυρε πρώτος το χορό με
τη νύφη, πριν να αρχίσουν να την χορεύουν όλοι οι συγγενείς της.
Η καρδιά του μπορεί να ήταν μαύρη που δεν είχε τη Γιαννούλα του μαζί του,
αλλά κανείς δεν κατάλαβε το σαράκι που τον έτρωγε.
Μέχρι και ο πατέρας του γελάστηκε και κάποια στιγμή το βράδυ της Δευτέρας
είπε στη γυναίκα του.
- Είδες; Έκανε τη βόλτα του στο χωριό τα έμαθε τα χαΐρια της προκομμένης
του και μαζεύτηκε.
- Μακάρι να είναι έτσι όπως τα λες.
Σιγά- σιγά άδειαζε η αυλή τους, από τις φωνές των συγγενών και των φίλων
που είχαν έρθει από μακριά, για τον γάμο.
- Άντε μπάρμπα Νικόλα και στους γάμους των γιων σου.
- Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ έλεγε με χαμόγελο ως τα αυτιά ο μπάρμπα
Νικόλας.
Τώρα που είχε παντρέψει την κόρη του, είχαν σειρά οι γιοί του. Και από ό,τι
φαινόταν μετά απ’ αυτό που έπαθε ο Γιάννος, αυτή τη φορά θα τον άκουγε στην
επιλογή της νύφης.
Μείνανε πια οι τέσσερεις στην αυλή. Οι γονείς και οι δύο γιοί.
- Θα έρθετε μέσα να δείτε τα πράγματα που έφερα στον Γιώργη, τους είπε ο
Γιάννος.
Σηκώθηκαν και οι τέσσερεις και μπήκαν μέσα στο δωμάτιο.
- Άνοιξέ το Γιώργη, όλα αυτά είναι δικά σου. Χρειαζούμενα για το σπιτικό
σου.
Ο Γιώργης άρχισε να βγάζει από μέσα διάφορα ωραία πράγματα και χρειαζούμενα
για ένα σπίτι, όπως είχε φέρει και πέρυσι για την αδελφή τους.
- Σ’ ευχαριστώ αδελφέ μου. Είναι πανέμορφα.
- Μακάρι να μπορούσα να φέρω και άλλα. Αλλά πόσο να φορτώσεις και τα
μουλάρια; έχουμε και τα εμπορεύματα των άλλων. Όλη τη διαδρομή με το πόδι την
έβγαλα. Ευτυχώς τις τελευταίες ημέρες μπόρεσα να καβαλικέψω και εγώ ένα
μουλάρι. Θα με βοηθήσεις να φορτώσω αυτό το μπαούλο να το πάω στον Ζήκο;
- Δεν είναι δικό σου αδελφέ μου;
- Όχι είναι παραγγελιά του Ζήκου.
- Καλά και δεν έφερες τίποτε δικό σου, δεν έφερες κάτι για τη Γιαννούλα;
- Σκόπευα, να την πάρω να πάμε ένα ταξίδι. Να αγοράσει ότι χρειαζούμενο για
το σπίτι μας. Τέλος πάντων, ας μη το συζητάμε πια.
Οι γονείς τους, σαν να ήταν συνεννοημένοι βγήκαν έξω.
- Τι θα κάνεις Γιάννο μου; με την αντράλα του γάμου δεν σε ρώτησα.
- Αυτό που κάνει κάθε σωστός άντρας. Θα πάω να τη βρω. Θα μιλήσουμε.
Βλέποντας και κάνοντας. Πότε θα φύγετε για το βουνό; Δεν θέλω να καταλάβει
τίποτε ο πατέρας και ούτε να του πεις κάτι. Την απόφασή μου θα την μάθετε σε
λίγες ημέρες. Έλα να φορτώσουμε το μπαούλο.
- Αύριο το πρωί θα φύγουμε.
«Επομένως αύριο θα πάω και εγώ να τη βρω», σκέφτηκε.
Τα δυο αδέλφια βγήκαν έξω κρατώντας και το μπαούλο.
- Κάτσε να κάνουμε καλή δουλειά. Άδειασε το μπαούλο σε δυο μεγάλα χαράρια,
να φορτώσουμε από τη μια μεριά τα χαράρια (μεγάλοι υφαντοί σάκοι) και από την
άλλη το μπαούλο. Να μη βαΐζει το φόρτωμα, του είπε ο Γιώργης.
Με μεγάλη προσοχή, τοποθετούσε ο Γιάννος τα πράγματα στα χαράρια. Σφιγγόταν
να μη πλημμυρίσουν τα μάτια του, όταν έβλεπε όλα αυτά τα ωραία πράγματα που
αγόρασε για το σπιτικό του. Το σπίτι του, που στεκόταν στην άλλη άκρη της αυλής
μισοτελειωμένο.
Όταν τελείωσε το φόρτωμα ο Γιάννος τους χαιρέτισε και έφυγε.
- Δεν θα αργήσω. θα τα πούμε πάλι το βράδυ.
Οι χωριανοί που καθόντουσαν στο καφενείο, κοίταζαν καλά – καλά, τον Γιάννο
που περνούσε από το δρόμο, με το μπαούλο και τα χαράρια. Τους έτρωγε η
περιέργεια. Ο Γιάννος με ένα κούνημα του κεφαλιού τους χαιρετούσε. Δεν είχε
όρεξη για πολλές κουβέντες.
Έφθασε στο μαγαζί του Ζήκου. Έδεσε το μουλάρι απ’ έξω και μπήκε μέσα.
- Ζήκο, θέλω μια χάρη από εσένα.
- Ό,τι θες Γιάννο μου.
- Να μου φυλάξεις ένα μπαούλο. Δεν ξέρω πως θα πάνε τα πράγματα με τον
πατέρα μου και εάν θα μπορέσω να μαζέψω τα πράγματά μου. Εγώ είμαι αποφασισμένος
τη Γιαννούλα να την παντρευτώ. Θέλει δε θέλει ο πατέρας μου. Αυτό το μπαούλο το
έφερα γεμάτο, για το σπίτι μας. Μόνο που δεν ξέρω που θα καταλήξω και ποιο θα
είναι το σπίτι μας. Ήταν να πάω σήμερα να τη δω. Αλλά θα πάω αύριο με την
ησυχία μου. Αύριο θα φύγει και ο πατέρας μου για το βουνό. Το ξέρω ότι θα
τσακωθώ μαζί του, αλλά ας τσακωθώ αφού πρώτα μιλήσω με τη Γιαννούλα. Και δε
ξέρω βρε Ζήκο μου, με όλα αυτά που τράβηξε εάν εξακολουθεί να με θέλει.
- Να στο κρατήσω Γιάννο μου και μη χολοσκάς. Η Γιαννούλα σε περιμένει. Δε
σου είπα ότι ρώτησε για σένα;
- Από το ρώτησε μέχρι το να εξακολουθεί να με θέλει, υπάρχει απόσταση.
Άδειασε τα χαράρια και έβαλε τα πράγματα στο μπαούλο. Τοποθέτησε τα χαράρια
στη σέλα του μουλαριού. Ανήκαν στην μάνα του.
Κάθισαν λίγο στο μαγαζί και τα είπαν. Κουβέντα στη κουβέντα του είπε ο
Ζήκος:
- Ψάχνω να βρω πως ανακάτεψαν την Γιαννούλα.
- Ο μπάρμπα Λάμπρος, αυτός την είδε να νταραβερίζεται με τον Τούρκο, έτσι
του είπε του πατέρα μου, του απάντησε ο Γιάννος.
- Ποιος ο γείτονάς τους; Μα γιατί να πει τέτοιο ψέμα; Δε μπορώ να καταλάβω.
Έστυβε το κεφάλι του ο Ζήκος.
- Ρε συ, λες να σε καλοβλέπει για καμιά κόρη του. Δύο έχει. Να δεις, που
αυτό είναι. Θα φτύσει το αίμα της μάνας του.
- Άσε Ζήκο, ας σιγουρευτούμε πρώτα και αυτό είναι δική μου δουλειά.
- Άντε πάμε μέχρι το σπίτι μου να δεις και την Αλέξω.
Αυτό ήθελε και ο Γιάννος να περάσουν όσο μπορούσαν πιο ανώδυνα οι ώρες, να ξημερώσει και να τρέξει στην αγαπημένη του.
Την άλλη ημέρα το πρωί, δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή, να φύγουν οι
δικοί του για το βουνό. Σκόπευε με το που θα χανόντουσαν οι δικοί του, να
ξεχυθεί και εκείνος με το μουλάρι του.
Όταν φόρτωσαν όλα τα πράγματα και ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν, άκουσε τη
φωνή του πατέρα του.
- Δεν θα έρθεις καμιά μέρα πάνω στο βουνό; Να σε χορτάσουμε και εμείς. Δεν
τα είπαμε όσο πρέπει.
Και απευθυνόμενος και στα δύο παιδιά του, τους είπε.
- Άντε, καιρός να φτιάξετε τις οικογένειές σας.
- Και καλά εσύ Γιώργη μου, πες ότι τη βρήκες και συμφωνώ. Θα μιλήσω με τον
πατέρα της. Εσύ Γιάννο μου, που είσαι και ο μεγαλύτερος δεν πρέπει να
νοικοκυρευτείς;
Ο Γιάννος για τον ψαρέψει, μήπως του πει ποια έχει κατά νου για εκείνον,
του είπε;
- Θα έρθει και η δική μου σειρά. Και μετά από τον κάζο που έπαθα, η γνώμη
σου θα μετρήσει. Θα έρθω στο βουνό, να τα πούμε.
«Ότι θα έρθω, θα έρθω. Τον κάζο να δούμε ποιος θα τον πάθει» σκέφτηκε ο
Γιάννος.
Σαν απομακρύνθηκαν αρκετά, φώναξε στη μάνα του.
- Μάνα φεύγω. Μη με περιμένεις για το βράδυ. Μπορεί να αργήσω πολύ, μπορεί
και να μη γυρίσω.
- Εμένα δε με γελάς, του είπε η μάνα του. Ξέρω που πηγαίνεις. Πρόσεχε γιόκα
μου, πρόσεχε. Τί να σου πω η έρμη; Σε σκέφτομαι και εσένα αλλά σκέφτομαι και
τον πατέρα σου. Στη μέση με βάλατε.
- Ρε μάνα εσύ σαν γυναίκα, το δέχεσαι να κατηγορούν και να καταδικάζουν μια
κοπέλα χωρίς πρώτα να την ακούσουν; Εγώ που είμαι άντρας, δεν το δέχομαι!
Η μάνα του τον σταύρωσε και του είπε.
- Ό,τι σε φωτίσει ο Θεός παιδί μου.
Σε λίγο χάθηκε από τα μάτια της.
Από τη βιασύνη του, ούτε κατάλαβε πότε έφτασε στη πηγή. Είδε πέντε – έξι
κοπέλες με τις βαρέλες τους. Πέρασε δίπλα από τα βούζια και θυμήθηκε τη σκηνή
με τη Γιαννούλα. Το πως παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του. Η θύμησή της, του
κρατούσε συντροφιά σ’ όλο το πολύμηνο ταξίδι. Κάθε βράδυ πριν τον πάρει ο ύπνος
την έφερνε στο νου του, ειδικά το πρώτο τους ραντεβού. Το πρώτο τους φιλί εκεί
στη βελανιδιά, η άσπρη κατάλευκη πουκαμίσα, τα ξέπλεκα μαλλιά της. Η εικόνα της
τζίλντας, που του πήρε τη μιλιά.
Φθάνοντας στη Βήσσανη σταμάτησε στην πλατεία έξω απ’ ένα καφενείο.
- Ρε πατριώτη, θέλω να πάω στο σπίτι του Χρήστου Μ…..
- Αριστερά αυτός ο δρόμος, τέταρτο σπίτι δεξιά ένα διόροφο. Θα το βρεις
εύκολα.
- Ευχαριστώ. Να είσαι καλά.
Έστριψε ο Γιάννος και όπως του είπε και ο καφετζής το βρήκε γρήγορα το
σπίτι. Ένα πέτρινο διόροφο σπίτι, με σκεπή από πλάκα. Ένα τυπικό παραδοσιακό
Πωγωνίσιο σπίτι. Η αυλή του σπιτιού ήταν μαντρωμένη με τοίχο ψηλό. Και η
αυλόπορτά του, η παραδοσιακή μεγάλη δίφυλλη αυλόπορτα. Απέναντι από το σπίτι
είδε ένα χέρσο χωράφι. Έδεσε από ένα παλούκι το μουλάρι και πήγε προς το σπίτι.
Το ένα φύλλο της παλιάς ξύλινης πόρτας ήταν ανοιχτό. Παρ’ όλα αυτά ο Γιάννος
χτύπησε το μπρούτζινο χεράκι, να αναγγείλει την παρουσία του.
- Ανοιχτά είναι! Περάστε, ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
Κατάλαβε ότι ήταν η φωνή της πεθεράς του. Ο Γιάννος μπήκε στην αυλή. Η μάνα
της Γιαννούλας, που έπλενε κάτι ρούχα στην σκάφη, έμεινε άφωνη.
- Καλημέρα, της είπε.
-Καλημέρα Γιάννο, καλωσόρισες, του απάντησε.
-Ο μπάρμπα Βαγγέλης; τη ρώτησε.
- Πάμε, είναι μέσα στο καθιστικό.
Την ακολούθησε και μπήκαν μέσα. Τα δυο αδέλφια καθόντουσαν στο τραπέζι του
καθιστικού. Τους είδε που έπλεκαν κάτι καλάθια.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης μόλις τον είδε σηκώθηκε. Δεν ήξερε και πως να φερθεί, να
τον αγκαλιάσει; Προτίμησε να του πει:
- Καλωσόρισες παιδί μου και ταυτόχρονα να τον συστήσει στον αδελφό του,
σκέτα με το όνομα «ο Γιάννος»
- Κάτσε του είπε ο αδελφός του Βαγγέλη.
Διακριτικά σε μια γωνιά καθόταν και η μάνα της Γιαννούλας.
- Όχι δε θα κάτσω. Ήρθα να δω τη Γιαννούλα. Μου επιτρέπεις μπάρμπα Βαγγέλη
να τη δω;
- Ναι παιδί μου!
- Πάω να τη φωνάξω, είπε η γυναίκα του.
- Όχι. Άστον να πάει επάνω μόνος του. Επάνω στο χαγιάτι, πρώτη πόρτα, του
είπε ο μπάρμπα Βαγγέλης.
Ο Γιάννος δεν περίμενε να ακούσει άλλα, δύο – δύο τα ανέβαινε τα σκαλιά.
- Μα Βαγγέλη μου….., τόλμησε να πει η γυναίκα του.
- Άσε γυναίκα, ξέρω τι κάνω. Άστους να τα βρούνε. Δε βλέπεις που μαραζώνει.
Είμαι σίγουρος ότι θα τα βρούνε. Είναι καλό παιδί ο Γιάννος.
- Ναι νύφη μου, καλά σου λέει ο αδελφός μου. Εάν αγαπιούνται όλα θα τα
προσπεράσουν.
Ο Γιάννος χτύπησε διακριτικά την πόρτα. Δεν πήρε απάντηση. Ξαναχτύπησε και
πάλι καμία απάντηση. Σήκωσε το πόμολο και μπήκε μέσα. Κοκάλωσε. Η Γιαννούλα στο
παράθυρο με γυρισμένες τις πλάτες, κοίταζε έξω. Οι ακτίνες του ήλιου που
περνούσαν από το Βησσανιώτικο παράθυρο διαπερνούσαν την άσπρη λεπτή πουκαμίσα
της και το κορμί της διαγραφόταν. Μια οπτασία του φάνηκε πάλι, όπως την πρώτη
φορά με το φως του φεγγαριού. Αυτή τη φορά το γυμνό κορμί της, τον αναστάτωσε.
Με δυσκολία κρατήθηκε να μη πάει να την αγκαλιάσει και να την γεμίσει φιλιά.
Έκατσε στην πόρτα άλαλος και προσπαθούσε να καταπνίξει τον πόθο του, τις ορμές
του.
Άκουσε τη φωνή της.
- Τί θέλεις πάλι μάνα; Δεν έχω όρεξη σου είπα. Δεν κατεβαίνει τίποτε κάτω.
- Γιαννούλα εγώ είμαι, ο Γιάννος.
Με το που γύρισε και τον είδε, σωριάστηκε κάτω.
Ο Γιάννος έτρεξε γρήγορα κοντά της, την πήρε στην αγκαλιά του και την έβαλε
πάνω στο ντιβάνι που ήταν δίπλα στο παράθυρο.
Άρπαξε τον μαστραπά που ήταν δίπλα σ’ ένα τραπεζάκι, την έβρεξε με λίγο
νερό στο πρόσωπό της να τη συνεφέρει. Της ανασήκωσε το κεφάλι και της έδωσε
λίγο νερό να πιει με ένα ποτήρι που ήταν δίπλα στον μαστραπά.
- Εγώ είμαι Γιαννούλα, δεν είδες φάντασμα, της είπε γελώντας.
- Γιάννο μου, του είπε και έβαλε τα κλάματα.
- Ησύχασε. Κάτσε να συνέλθεις και θα τα πούμε. Έχουμε πολύ χρόνο μπροστά
μας.
Πήρε το κεφάλι της στην αγκαλιά του και το χάϊδευε λέγοντάς της:
- Εγώ είμαι ψυχή μου, ο Γιάννος σου.
- Μα πως ήρθες στο δωμάτιο;
- Μην ανησυχείς, το ξέρουν οι δικοί σου. Ο πατέρας σου μου είπε να ανέβω.
Προσπάθησαν και οι δύο να κρατηθούν, ειδικά ο Γιάννος που ήξερε ότι έπρεπε
να σεβαστεί το ξένο σπίτι αλλά και την εμπιστοσύνη του μπάρμπα Βαγγέλη.
Τα χείλη τους έσμιξαν. Τα φιλιά τους έγινα πιο τολμηρά. Τα χέρια του
άρχισαν χαϊδεύουν το κορμί της. Ήξεραν τί θα ακολουθούσε και τραβήχτηκαν και οι
δύο.
- Πρέπει να σου μιλήσω του είπε η Γιαννούλα.
- Τα ξέρω όλα, της είπε ο Γιάννος. Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι είχες Τούρκο
αγαπητικό.
- Την πραγματική αλήθεια, την ξέρω εγώ, ο Πέτρος και οι γονείς μου. Τώρα θα
την μάθεις και εσύ.
- Δε σε καταλαβαίνω, της είπε ο Γιάννος.
- Εγώ σκότωσα τον Τούρκο.
- Τι είπες;
- Εγώ τον σκότωσα τον Τούρκο με τον σουγιά που μου έδωσες.
- Πως και γιατί;
Έκατσε και τα του διηγήθηκε όλα.
-Έχω τύψεις. Τα πήρε όλα ο Πέτρος επάνω του και έγινα η αιτία να φύγει και
ακόμη δεν έχουμε νέα του. Αυτή είναι η αλήθεια Γιάννο. Το φταίξιμό μου, ήταν
που απομακρύνθηκα χωρίς να το καταλάβω. Τώρα πώς ξέκοψε αυτός και με είδε, πώς
μετά όταν πήγε ο Πέτρος ήταν και δύο άλλοι, δεν ξέρω. Όπως δεν ξέρω και δεν
μπορώ να καταλάβω όλα τα υπόλοιπα. Ότι τον είχα αγαπητικό μέχρι και πως είμαι
έγκυος. Ούτε το χέρι μου δεν πρόλαβε να αγγίξει. Με το που τον είδα να έρχεται
κατά πάνω μου, του κάρφωσα τον σουγιά σου.
- Μη στενοχωριέσαι ψυχή μου, έκανες αυτό που έπρεπε. Μην έχεις τύψεις για
τον αδελφό σου. Το πήρε επάνω του για να σε προστατέψει.
- Λοιπόν για να μη με σφάξεις και εμένα, πες μου πότε θα παντρευτούμε, της
είπε γελώντας.
- Τι λες Γιάννο; Να παντρευτούμε;
- Ναι να παντρευτούμε. Σε καμιά εβδομάδα, θα έχουμε έτοιμα τα χαρτιά μας.
- Και ο πατέρας σου;
- Εμένα παντρεύεσαι και όχι τον πατέρα μου. Άντε ρίξε επάνω σου, το
σιγκούνι σου και πάμε να το πούμε στους γονείς σου. Αλλά πρώτα θα φας αυτά που
σου έχει φέρει η μάνα σου.
- Δε μπορώ Γιάννο μου, τώρα είναι που δε μπορώ να φάω από την χαρά μου.
- Τότε θα κατέβω μόνος μου, και θα το σκεφτώ εάν θα μιλήσω στο πατέρα σου.
Λοιπόν τρώγε!
Η Γιαννούλα έριξε το σιγκούνι επάνω της, έφτιαξε λίγο τις ανακατεμένες
κοτσίδες της και άρχισε να τρώει βιαστικά.
- Ε! όχι και να πνιγείς, ήρεμα, της είπε ο Γιάννος.
Πήγαν στο καθιστικό και τους βρήκαν και τους τρεις μαζί.
- Μπάρμπα Βαγγέλη θέλουμε την ευχή σας. Παντρευόμαστε. Από αύριο ας
αρχίσουμε να ετοιμάζουμε τα χαρτιά μας.
- Και ο πατέρας σου; παιδί μου.
- Θα τον ενημερώσω. Ξέρω, ότι δεν θα το δεχθεί. Γι’ αυτό και ο γάμος μας,
όπως φαίνεται θα γίνει εδώ και μεταξύ μας. Μου τα είπε όλα η Γιαννούλα. Πατέρα,
μου επιτρέπεις να σε λέω πατέρα; Να είσαι περήφανος για τα παιδιά σου.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης σηκώθηκε, τον αγκάλιασε και του έδωσε χίλιες ευχές.
Αγκάλιασε και την κόρη του.
Με τη σειρά τους ευχήθηκε και η μάνα της και ο μπάρμπα Χρήστος.
- Άντε νύφη μια και δεν το ξέραμε, για να σφάξουμε κανένα αρνί, τουλάχιστον
ψήσε μας κανένα ορνίθι να φάμε και να πιούμε. Θα κάτσεις λεβέντη μας, είπε ο
μπάρμπα Χρήστος.
- Και βέβαια θα κάτσω. Έχουμε τόσα πολλά να πούμε.
Συνεχίζεται…
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.