Πήρε φόρα η Γιαννούλα και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε ανάμεσα από τον πατέρα της και τον Γιάννο που τρομαγμένος από το ουρλιαχτό της Γιαννούλας γύρισε προς τον μπάρμπα Βαγγέλη.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης, μόλις
είδε τη θυγατέρα του να ανοίγει τα χέρια της σαν φτερούγες για να προστατεύσει
τον άντρα πίσω της (ακόμη δεν τον είχε γνωρίσει), πέταξε το σουγιά κάτω.
Ανακουφισμένη η Γιαννούλα
που είδε τον σουγιά καταγής, του είπε ξεψυχισμένη.
- Πατέρα είναι ο Γιάννος
του μπάρμπα Νικόλα.
- Παρ’ ολίγο να με κάνεις
φονιά, της είπε ο πατέρας της και έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του.
- Πατέρα…..
- Μη πεις τίποτε,
τσακίσου πήγαινε στο μαγεριό και θα λογαριαστούμε. Πρώτα όμως ας μου πει ο
ομορφονιός, τί γυρεύει νυχτιάτικα σαν τον κλέφτη, στο σπίτι μας.
Η Γιαννούλα έσκυψε και
πήρε το σουγιά από κάτω και έφυγε. Βέβαια δε πήγε στο μαγεριό, όπως της είπε ο
πατέρας της. άλλα κρύφτηκε πίσω από το μαγεριό. Φοβόταν μην κάνει κάποια
αποκοτιά ο πατέρας της.
Σαν συνήλθε ο Γιάννος,
από όλα αυτά που έγιναν και ήρθε η μιλιά του, του είπε.
- Ό.τι και να πεις
μπάρμπα Βαγγέλη έχεις δίκιο. Δικό μου το φταίξιμο που ήρθα μ’ αυτόν τον τρόπο,
αλλά έπρεπε να έρθω.
- Τι θα πει έπρεπε να
έρθεις; Τι δουλειά έχεις νυχτιάτικα με τη θυγατέρα μου;
- Την αγαπώ τη θυγατέρα
σου και θέλω να την παντρευτώ.
- Και γιατί ωρέ δεν
έρχεσαι στα ίσια να μου τη ζητήσεις παρά μου κάνεις την κουκουβάγια νυχτιάτικα;
- Πρέπει να μπάρμπα
Βαγγέλη να σου τα πω όλα από την αρχή.
- Άντε πάμε μέσα, γιατί
θα μας κόψει το κρύο. Και θέλω ούλα να μου τα πεις. Ούλα με χαρτί και καλαμάρι.
Η Γιαννούλα, μόλις άκουσε
ότι θα μπουν μέσα, έτρεξε γρήγορα και τρύπωσε στο μαγεριό. Έκατσε στα γρήγορα
στο σκαμνάκι κοντά στο τζάκι.
Άνοιξε η πόρτα της
κουζίνας, μαζί με τους άνδρες μπήκε και ο παγωμένος αέρας στο μικρό χώρο.
- Φέρε το τσίπουρο και
δυο ποτηράκια, είπε ο μπάρμπα Βαγγέλης στη θυγατέρα του και μετά πήγαινε να
πλαγιάσεις.
- Σε παρακαλώ μπάρμπα
Βαγγέλη, θέλω να είναι και η Γιαννούλα εδώ. Ό,τι θα πούμε μας αφορά και τους
δύο.
- Ας κάτσει.
Και γυρίζοντας προς την
Γιαννούλα, της είπε:
- Πριν κάτσεις φέρε τα
τσίπουρα! Να ζεσταθούμε! Λέγε λοιπόν Γιάννο σ’ ακούω.
- Σε παρακαλώ μπάρμπα
Βαγγέλη άκουσέ με πρώτα χωρίς διακοπές. Άσε πρώτα να σου πω αυτά που θέλω και
μετά πες ό,τι θέλεις. Με την ίδια προσοχή θα σε ακούσω και εγώ.
- Είμαι όλος αυτιά!
- Την Γιαννούλα την
αγαπώ. Τη γνώρισα την ημέρα που γύρισα στο χωριό. Την ερωτεύτηκα όπως με
ερωτεύτηκε και εκείνη. Ήξερα ότι είναι η τρίτη κατά σειρά και γι’ αυτό και
αποφασίσαμε να περιμένουμε. Αν και για να είμαι ειλικρινής το σκεφτόμουν πολλές
φορές να το πω στον πατέρα μου και να έρθουμε να στη ζητήσω, αλλά κάθε φορά σε
συνεννόηση με τη Γιαννούλα το αφήναμε για αργότερα. Ίσως ήταν λάθος. Έπρεπε να
το ξέρατε αλλά από την άλλη θα την περιορίζατε και δεν θα μπορούσαμε να
ιδωθούμε. Ναι, κατά καιρούς βλεπόμασταν αλλά δεν την έφερα σε δύσκολη θέση. Έχω
και εγώ μια αδελφή. Σήμερα κιόλας μίλησα στον πατέρα και του είπα να έρθουμε να
τη ζητήσουμε μετά τους αρραβώνες της Αλέξως. Τα συμφωνήσαμε. Θα σου το πει
εξάλλου όταν βρεθείτε. Άλλαξαν τα σχέδια όμως. Βιάστηκα να ενημερώσω και τη
Γιαννούλα για τ’ ευχάριστα, αλλά όπως είπα τα σχέδια άλλαξαν.
- Δηλαδή τί άλλαξαν,
πετάχτηκε η Γιαννούλα.
- Περίμενε και θα
ακούσεις!
- Εσύ άκου και μη
κρένεις. Θα σου φέρω τη μασιά στο κεφάλι, της είπε ο πατέρας της. Συνέχισε,
ακούω.
- Μόλις το πρωί έμαθα,
ότι μεθαύριο Πέμπτη πρέπει να είμαστε όλοι οι κυρατζήδες στην Μπάγια στα
Ζαγόρια για να πάμε στη Ρουμανία και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Οπότε
αλλάζουν τα σχέδια. Δε μπορώ να έρθω εγώ. Του είπα του πατέρα μου, να μιλήσει
με εσένα. Τη θέλω την κόρη σου, μπάρμπα Βαγγέλη. Δεν θέλω ούτε λογοδοσίματα,
ούτε αρραβώνες. Τον γάμο θέλω. Θέλω όταν με το καλό γυρίσω το καλοκαίρι να τον
κάνουμε. Μέχρι τότε θα είναι έτοιμο και το σπίτι που κτίζω. Το έχει αναλάβει ο
πατέρας μου. Ήρθα να της τα πω ο ίδιος και για να την αποχαιρετήσω. Βέβαια μ’
αυτό που έγινε απόψε κατάλαβα το λάθος μου. Αυτά είχα να σου πω. Τώρα που με
άκουσες και τα άκουσε και η Γιαννούλα, πες μου ότι θες.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης γέμισε
πάλι το ποτηράκι του.
- Να σου βάλω;
- Θα πιώ ένα ακόμη, να
σου κάνω παρέα.
- Και εάν ρε Γιάννο σου
πω όχι; Τι θα κάνεις;
- Τότε μπάρμπα Βαγγέλη,
και παντρεμένη να την έχεις θα στην κλέψω. Γιατί η Γιαννούλα με αγαπάει όπως
την αγαπώ και εγώ. Τίποτε δε θα μας χωρίσει παρά μόνον ο θάνατος.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης γύρισε
προς τη θυγατέρα του.
- Τον αγαπάς; Είναι έτσι
όπως τα λέει;
Κατακόκκινη η Γιαννούλα
αλλά κοιτάζοντας θαρρετά τον πατέρα της, του είπε.
- Ναι τον αγαπάω. Η αυτόν
ή κανέναν. Παντρειά με το ζόρι δε κάνω και νομίζω ότι πριν από λίγο σου έδειξα
πόσο τον αγαπάω!
- Έ τότε, τα είπατε όλα!
Ας έρθει και ο πατέρας σου να τα συμφωνήσουμε.
Έλαμψε το πρόσωπο της
Γιαννούλας κα του Γιάννου. Περιχαρής ο μπάρμπα Βαγγέλης έτριβε το μουστάκι του.
- Άχ επιπόλαια νιάτα!
Παραλίγο να με κάνετε φονιά. Δεν είχα ξαπλώσει ακόμη όταν άκουσα μια φωνή σαν
κουκουβάγια. Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν σινιάλο. Ότι ήταν ανθρώπινη φωνή. Τόσα
χρόνια στα βουνά και στα ρουμάνια, έμαθα να ξεχωρίζω όλων των ειδών τα πουλιά
και τα αγρίμια. Νόμιζα ότι ήταν τίποτε κλέφτες. Σκέφτηκα «το βιος μου πούλησα,
θα έμαθαν ότι έχω γρόσια στην άκρη και ήρθαν για πλιάτσικο.» Με προσοχή βγήκα
έξω και σιγά – σιγά ήρθα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Έκανες την αποκοτιά και
μου λάλησες πάλι, κατάλαβα ότι κάποιος είναι στη βελανιδιά. Τα υπόλοιπα τα
ξέρετε. Και κοίτα μη ξανακάνεις την κουκουβάγια, δεν τα καταφέρνεις.
Ο Γιάννος γέλασε.
- Δε θα χρειαστεί, να την
ξανακάνω.
- Πρέπει να φύγω. Αύριο
θα σηκωθώ νωρίς. Πρέπει να ετοιμαστώ γιατί θα φύγω πριν από το μεσημέρι, τους
είπε ο Γιάννος και σηκώθηκε.
Σηκώθηκε και ο μπάρμπα
Βαγγέλης, τον αγκάλιασε και τον φίλησε σταυρωτά.
- Καλό ταξίδι γιε μου με
το καλό να μας ξανάρθεις και να προσέχεις.
Και γυρνώντας προς τη
θυγατέρα του.
- Ρίξε ένα ρούχο επάνω
γιατί κάνει κρύο και σύρε να ξεπροβοδίσεις τον αρραβωνιαστικό σου.
Σ’ ευχαριστώ πατέρα, του
είπε η Γιαννούλα με δάκρυα ευτυχίας στα μάτια της και έσκυψε να του φιλήσει το
χέρι του.
Η Γιαννούλα τον πήγε
μέχρι την αυλόπορτα.
Δεν άντεξαν να μην
αγκαλιαστούν και να μη σμίξουν τα χείλη τους.
- Σ’ αγαπώ, της είπε ο
Γιάννος. Να προσέχεις!
- Και εγώ σ’ αγαπώ. Να
προσέχεις και εσύ.
Έβγαλε ένα φυλαχτό που
είχε επάνω της και του το έδωσε.
- Πάρτο να σε φυλάει.
Κάθισε στην αυλόπορτα
μέχρι που χάθηκε η φιγούρα του. Γύρισε και κατευθύνθηκε προς το μαγεριό. Φώναξε
έξω από την πόρτα:
- Θέλεις κάτι πατέρα;
- Όχι παιδί μου, πήγαινε να πλαγιάσεις.
- Λοιπόν ψωνίσατε αυτά
που θέλατε; ρώτησε ο μπάρμπα Βαγγέλης τη γυναίκα του.
- Ναι ευτυχώς τα βρήκαμε
όλα. Και η Ευδοκία μας είναι καλά. Ευχαριστημένη είναι από τον γάμο της. Δόξα
τω Θεώ.
- Εσείς πως περάσετε, όλα
καλά;
- Μια χαρά γυναίκα. Μια
χαρά! Απάντησε ο μπάρμπα Βαγγέλης με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
- Δε σε καταλαβαίνω. Τι
έγινε.
- Εσύ να μου πεις! Που
είχες τον νου όλον αυτόν τον καιρό; Η Γιαννούλα μπροστά στα μάτια σου
νταραβεριζόταν με τον γιό του Νικόλα τον Γιάννο και εσύ, χαμπάρι δε πήρες.
- Με τον Γιάννο;
- Ναι με τον Γιάννο.
Κάτσε να σου πω.
Έκατσε και της εξιστόρησε
τα συμβάντα. Τα πάντα!
- Παραλίγο να γίνω
φονιάς, κατάλαβες; Μπροστά στα μάτια σου και οι δυο, γιατί μη μου πεις ότι και
η Αλέξω δεν νταραβεριζόταν με τον Ζήκο; Πως γίνεται αμέσως μετά τον γάμο να μας
φέρουν και οι δύο τους γαμπρούς και χαμπάρι δεν πήρες, άντε να βάλω και τον
εαυτό μου, δεν πήραμε. Βέβαια όλα καλά πήγαν. Μέσα σ’ ένα χρόνο και οι τρεις
μας.
- Δεν είναι γρουσουζιά να
παντρεύονται δυο αδελφές τον ίδιο χρόνο; Έτσι δε λένε; Τον ρώτησε η γυναίκα
του.
- Τα συμφωνήσαμε για την
Αλέξω μας. Δε μπορούμε να το αλλάξουμε. Έπειτα για τη Γιαννούλα μας, δε
πρόκειται ο Γιάννος να περιμένει. Αυτός ούτε αρραβώνες δε θέλει, κατ’ ευθείαν
γάμο.
- Εγώ πάντως θα ρωτήσω
τον παπά. Ας αναβάλλουμε το γάμο της Γιαννούλας για του χρόνου.
- Εγώ γυναίκα δεν τα
πιστεύω αυτά. Το λέγανε παλιά γιατί δε μπορούσαν να σηκώσουν οι οικογένειες τα
έξοδα. Εμείς δόξα τω Θεώ πουλήσαμε το βιός μας και θα τα καταφέρουμε. Έχουμε
και τον Πέτρο. Αντέχω ακόμη και θα πάω να δουλέψω στα πρόβατα αλλουνού. Δεν θα
χαθούμε.
Την άλλη μέρα ο Γιάννος
όλο το πρωί ετοιμαζόταν για το μεγάλο ταξίδι. Η μάνα του από τα χαράματα
σηκώθηκε να του φτιάξει μια πίτα να πορευτεί τις πρώτες ημέρες. Μαζί με την
πίτα του έβαλε σ’ ένα ντροβά και ένα καρβέλι ψωμί, λίγο τυρί, μια μπουκάλα
τσίπουρο για τις κρύες νύκτες. Ακόμη ήταν χειμώνας.
Ο πατέρας του, τον πήρε
και του έδειξε σε ποιο σημείο σκεφτόταν να του κτίσει το σπίτι.
- Σου αρέσει εδώ παιδί
μου. πως σου φαίνεται;
- Μια χαρά πατέρα. Από εδώ να είναι η κάμαρά μας και από εδώ ο οντάς μας. Δίπλα
ένα μαγεριό με τζάκι και μεγάλο χώρο για την λάτρα μας. Και οπωσδήποτε πατέρα
τζάκι και στο υπνοδωμάτιο. Εμείς εδώ θα ξεχειμωνιάζουμε. Δεν θα πηγαίνουμε στα
χειμαδιά. Οπότε καταλαβαίνεις ότι το σπίτι πρέπει να είναι ζεστό.
- Εντάξει παιδί μου. Θα
μηνύσω να έρθουν κτίστες από τα Μαστοροχώρια. Με τα λεφτά που αφήνεις, θα σου
κάνουν ένα ωραίο πέτρινο σπίτι.
- Σ’ ευχαριστώ πατέρα και
θέλω και κάτι άλλο να σου πω. Πήγαινε όσο το δυνατόν γρηγορότερα στον μπάρμπα
Βαγγέλη. Έκανα την αποκοτιά χθες και πήγα να δω τη Γιαννούλα. Μας είδε.
Μιλήσαμε σαν άντρες και του είπα ότι θα την κάνω γυναίκα μου. Σύρε να το
επιβεβαιώσεις και εσύ. Δε θέλω να νομίζει ότι τον κορόϊδεψα. Σε παρακαλώ
πατέρα.
- Μείνε ήσυχος. Αύριο
κιόλας θα πάω.
Ήρθε η ώρα του
αποχαιρετισμού. Η μάνα του κλαίγοντας τον έσφιξε στην αγκαλιά του. Το ίδιο
συγκινημένος και ο πατέρας του.
Την ώρα που χαιρετούσε την
αδελφή του, της είπε.
- Μαρία μου, να μου
προσέχεις την Γιαννούλα. Να κάνετε παρέα όσο μπορείτε.
- Μη στενοχωριέσαι αδελφέ
μου. Τώρα είναι και η Γιαννούλα οικογένειά μας. Μόνο σε παρακαλώ, δε ξέρω πώς,
αλλά κανόνισε να είσαι εδώ τον Αύγουστο. Στον γάμο μου.
- Θα είμαι μην ανησυχείς.
Στον γάμο σου θα σύρω τον χορό και μαζί σου και με την Γιαννούλα.
Ανέβηκε στο πρώτο μουλάρι
και πριν ξεκινήσει τους είπε:
- Φιλιά και στον αδελφό
μου. Θα τα πούμε το καλοκαίρι.
Έκατσαν στην αυλή και τον
παρακολουθούσαν μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους. Το ίδιο έκανε και η
Γιαννούλα, όλο το πρωϊνό την έβγαλε στην αυλή και κοίταζε κατά τον δρόμο που
πήγαινε για τα Τσαραπλανά. Έκατσε εκεί μέχρι που είδε τα δυο μουλάρια να
χάνονται στην στροφή του δρόμου.
- Δε μου είπες ότι θάρθει
ο μπάρμπα Νικόλας; είπε η γυναίκα του μπάρμπα Βαγγέλη.
- Θα έρθει γυναίκα, δε
μου είπε ψέματα ο Γιάννος και γιατί να μου πει ψέματα; Θα έρθει. Μη ξεχνάς ότι
χθες έφυγε ο Γιάννος. Αν δεν έρθει σήμερα. Θα έρθει αύριο!
Το απόγευμα ο μπάρμπα
Νικόλας πίνοντας τον καφέ του κάτω από την μουριά, είπε στη γυναίκα του.
- Ετοιμάσου και εσύ να
πάμε μέχρι το σπίτι του Βαγγέλη. Να τελειώσουμε αυτό που άρχισε προχτές ο γιος
μας.
Ο μπάρμπα Νικόλας με τη
γυναίκα του παρέα, φάνηκαν στο σοκάκι που οδηγούσε στα σπίτια του μαχαλά του
μπάρμπα Βαγγέλη.
Ο μπάρμπα Λάμπρος,
γείτονας του μπάρμπα Βαγγέλη, παραξενεύτηκε που είδε το αντρόγυνο στο σοκάκι
τους. Του φάνηκε σαν επίσημη επίσκεψη. «Λες να έρχονται κατά το σπίτι μου; λες
να άνοιξε η τύχη της Λεφτερίας μου;». Είχε τον καϋμό του. Είχε δυο θυγατέρες σε
ηλικία γάμου. Σαν είδε ότι κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του γείτονα του, ένα
σαράκι ζήλιας άρχισε να του τρυπά την καρδιά. «Δε πιστεύω να βγήκε και το
τυχερό της τρίτης; Τί το καλύτερο έχουν οι θυγατέρες του από τη δική μου;»
- Ωρέ Βαγγέλη, φώναξε ο
μπάρμπα Νικόλας;
- Ο μπάρμπα Νικόλας,
πετάχτηκε έξω από το μαγεριό.
- Πάμε μέσα στον οντά να
κάτσουμε καλύτερα.
- Μωρέ άσε να κάτσουμε
εδώ, στο μαγεριό που είναι πιο ζεστά, κοντά στο τζάκι.
- Βγήκε η μάνα της
Γιαννούλας. Όχι – όχι στο καθιστικό και εκεί ζέστη έχουμε. Είναι αναμμένο το
τζάκι.
Πέρασαν όλοι μέσα εκτός
από τις αδελφές που ήταν στο άλλο δωμάτιο.
- Τα κορίτσια που είναι;
ρώτησε ο μπάρμπα Νικόλαος.
- Τώρα θα έρθουν, τους
είπε η μάνα της Γιαννούλας. Πάω να τους το πω ότι ήρθατε.
Το είχαν πάρει είδηση
βέβαια οι κοπέλες, αλλά έτσι ήταν το πρέπον. Άμα τους φώναζε ο γονιός θα
παρουσιαζόταν. Εν τω μεταξύ και μέχρι να τακτοποιηθούν στον οντά οι επισκέπτες
και οι γονείς τους, σενιαρίστηκαν. Φόρεσαν ωραία κεντημένη ποδιά, το πλουμιστό
γιλέκο τους και το τσιουπάρι τους.
Με το που μπήκαν στον οντά
και οι δυο φίλησαν το χέρι του αντρόγυνου, όπως συνηθιζόταν.
- Η ώρα η καλή Αλέξω μου,
της είπαν και οι δύο.
Ευχαριστώ, τους απάντησε
με χαμηλωμένα μάτια.
- Αυτό για τον αρραβώνα
της Αλέξως είπε η μάνα του Γιάννου και ακούμπησε σ’ ένα χαμηλό τραπεζάκι ένα
πακετάκι. Ένα μεσάλι, από αυτά που μας έφερε ο Γιάννος.
- Ευχαριστούμε με το καλό
και ο γάμος της Μαρίας και καλή τύχη και στ’ αγόρια σας, είπε ο μπάρμπα
Βαγγέλης.
Η Γιαννούλα, όση ώρα
διαρκούσαν όλα αυτά τα τυπικά, καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα και την έτρωγε η
αγωνία, μέχρι που άκουσε τη φωνή της μάνας της:
- Άντε Γιαννούλα μου, να
φέρεις τα κεράσματα.
Δασκαλεμένη από πριν,
ποιο δίσκο θα πάρει, τί ποτό θα σερβίρει και από ποιο γλυκό του κουταλιού θα
βάλει, η Γιαννούλα με τρεμάμενα χέρια ετοίμαζε το δίσκο.
- Λοιπόν μια και
αναφέρθηκες στην τύχη των αγοριών μας, είναι καιρός να πούμε γιατί ήρθαμε αν
και Βαγγέλη το ξέρεις. Λοιπόν τι λες; Θα γίνουμε συμπέθεροι;
- Μα Νικόλα μου, το
ρωτάς; Και εμείς να μη θέλαμε, τα έχουν κανονίσει. Μας έχουν κάνε στη μπάντα Νικόλα
μου. Στην μπάντα! του είπε χαμογελώντας ο Βαγγέλης και σηκώθηκε και έδωσαν τα
χέρια.
Στην ώρα μπήκε και η
Γιαννούλα με το δίσκο και τα κεράσματα.
- Άφησε το δίσκο κάτω να
κάνει τα κεράσματα η Αλέξω και φίλησε το χέρι των πεθερικών σου, της είπε ο πατέρας
της.
- Άρχισε από τον πεθερό
της, ο οποίος τη φίλησε στο μέτωπο και εκείνη ως όφειλε έσκυψε και πάλι και
φίλησε το χέρι του. Η ίδια ιεροτελεστία και με την πεθερά της. Από πίσω
ακολουθούσε η Αλέξω με τον δίσκο.
Μόλις απόφαγαν το γλυκό
και είπαν τα τυπικά, για το πόσο νόστιμο είναι, για το ποια χρυσοχέρα το
έφτιαξε και ότι λέγεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η πεθερά της Γιαννούλας, τη
φώναξε και της πέρασε στο λαιμό ένα κόσμημα με τρεις σειρές φλουριά.
- Να ζήσετε κόρη μου και
με το καλό και ο γάμος! Έτσι πως ήρθαν τα πράγματα, δε μπορέσαμε να κάνουμε
αρραβώνες. Αλλά δεν πειράζει, το ίδιο είναι. Ο πατέρας σου μίλησε με το παιδί
μας.
Κάθισαν κάμποση ώρα.
Είπανε πολλά και διάφορα.
- Να κάνουμε ένα μεζέ
συμπέθερε και να πιούμε κανένα τσίπουρο;
- Όχι άστο για άλλη φορά,
πρέπει να πάμε σπίτι. Σουρούπωσε. Είναι μόνη της η Μαρία.
Τους ξεπροβόδισε μέχρι
την αυλόπορτα ο Βαγγέλης.
- Καληνύχτα συμπέθερε και
όσο για το τσιπουράκι έχουμε τόσες βραδιές μπροστά μας. Νταμιζάνες θα πιούμε,
του είπε ο μπάρμπα Νικόλας.
Χωμένος στα βούζια της αυλής του ο μπάρμπα Λάμπρος, άκουσε αυτά που είπε ο μπάρμπα Νικόλας και όχι ζήλια αλλά ένα μίσος τον κυρίεψε για τον γείτονα που πάντρευε και την τρίτη του κόρη και μάλιστα μέσα σ’ ένα τόσο μικρό διάστημα.
Ήταν Μάης μήνας. Μετρούσε
του μήνες η Γιαννούλα μέχρι να έρθει ο Γιάννος της. Ο γάμος της Μαρίας είχε
οριστεί για μετά τον δεκαπενταύγουστο. Οπότε λογικά ο Γιάννος θα γύριζε. Πριν
από δύο εβδομάδες αμέσως μετά το Πάσχα είχε γίνει και ο γάμος της Αλέξως. Ο
πρώτος γάμος για το χωριό εκείνη τη χρονιά. Όλα ωραία και όμορφα και η Αλέξω
τρισευτυχισμένη. Η Ευδοκία περίμενε το πρώτο της παιδί. Μέσα σ’ ένα χρόνο πόσα
είχαν συμβεί! Ας έλεγε η μάνα της ότι δεν κάνει να παντρευτούν δυο αδελφές τον
ίδιο χρόνο. Εκείνη εάν ο Γιάννος της το ήθελε, δε θα του έλεγε «όχι». Δεν
έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να τον έχει κοντά της. Το σπίτι του κτιζόταν και
όλα πήγαιναν καλά με τα μελλοντικά πεθερικά της. Όλα καλά και όμορφα.
Οργίαζε η φύση. Το
πράσινο χρώμα με μικρές πινελιές απ’ όλων των ειδών τα χρώματα κυριαρχούσαν
στις πλαγιές και στους κάμπους του χωριού τους. Τα βελάσματα των προβάτων
αντιλαλούσαν. Τα χελιδόνια και όλων των ειδών τα πουλιά τιτίβιζαν χαρούμενα. Η
Γιαννούλα εκείνη την ημέρα, ευχαριστημένη που επιτέλους θα έπαυε να πηγαίνει στη
πηγή για νερό, ακολούθησε τον αδελφό της μέχρι το πηγάδι τους. Είχανε πάρει και
το άλογο μαζί τους, να γεμίσουν κάτι βαρέλες για να ποτίσουν και τα κηπευτικά
που είχαν βάλει στο κηπάρι τους. Μετά από γερό μπαξίσι πήραν την άδεια και
μπόρεσε ο αδελφός της να τους ανοίξει ένα πηγάδι μέσα στο αμπέλι τους δίπλα
στον λάκκο που περνούσε μέσα από το χωριό. Και από νερό μπόλικο. Τα τελευταία
μερεμέτια έκανε εκείνη την ημέρα.
- Άντε Γιαννούλα μου, θα
βάλω και το σκέπασμα, θα βάλω και ένα λουκέτο και θα έχετε ένα κλειδί εσύ και
ένα κλειδί η Αλέξω. Το πηγάδι βέβαια όπως σου είπα, είναι προίκα σου αλλά θα
παίρνει νερό και η Αλέξω.
- Ευχαριστώ αδελφέ μου. Η
αλήθεια είναι ότι με απάλλαξες από το πήγαινε έλα μέχρι τη πηγή. Και η Αλέξω θα
παίρνει και όποιος άλλος από το σόϊ μας θέλει.
Κάπου πήρε το μάτι της
ένα σπαράγγι. Θυμήθηκε πόσο του άρεσαν του πατέρα της άλλα και του αδελφού της.
«Θα μαζέψω μερικά για το βράδυ», σκέφτηκε.
- Πέτρο, πάω να σας
μαζέψω σπαράγγια για το βράδυ.
- Γιαννούλα πρόσεχε μην
απομακρυνθείς. Μη πας κατά το δρόμο και είσαι και μόνη σου. Εδώ γύρω – τριγύρω.
Σήκωσε η Γιαννούλα την
ποδιά της και άρχισε να μαζεύει τα σπαράγγια που εύρισκε μπροστά της. Σπαράγγι
στο σπαράγγι ούτε κατάλαβε ότι κάπως απομακρύνθηκε. Σε κάποιο σημείο κάποια
σπαράγγια ήταν μέσα σε βάτα. Η Γιαννούλα για να μη πληγώσει τα χέρια της,
έβγαλε τον κοφτερό σουγιά του Γιάννου, έκοψε τα βάτα και έβαλε τα χέρια της και
τα έκοψε. Και για να μην τον ψάχνει συνέχεια τον έριξε στην ποδιά της.
Το ποδοβολητό του αλόγου
και ένα χλιμίντρισμα, την πάγωσαν. Γύρισε κατά την μεριά που ακούστηκε το
χλιμίντρισμα.
Πάνω σ’ ένα άλογο ένας
Τουρκαλάς, την κοίταζε καλά. Η Γιαννούλα στερέωσε την ποδιά της στην ζώνη της
για μη της φύγουν τα σπαράγγια και άρχισε να τρέχει. Ο Τουρκαλάς την πήρε στο
κατόπι, γρήγορα την έφτασε και ανάμεσα από τα βάτα και τα πουρνάρια την
παγίδευσε. Πήδηξε κάτω από το άλογό του.
- Μπρε – μπρε τι ουρί του
παραδείσου είσαι εσύ;
- Μη με αγγίξεις! του
φώναξε η Γιαννούλα.
- Γιατί τί θα μου κάνεις;
Και να φωνάξεις κανείς δε θα σε ακούσει. Τέτοιο κελεπούρι και θα σε αφήσω;
Σβέλτα η Γιαννούλα χώνει
το χέρι της στην ποδιά αρπάζει τον σουγιά και όπως ερχόταν ο Τούρκος καταπάνω
της, τον κάρφωσε.
- Σκύλα θα σε σκοτώσω της
είπε. Και έχωσε το χέρι του στη ζώνη, να τραβήξει την πιστόλα του.
Δεν πρόλαβε όμως. Έπεσε
κάτω.
Η Γιαννούλα πέταξε τον
ματωμένο σουγιά στην ποδιά της και άρχισε να τρέχει. Από το τρέξιμο νόμιζε ότι
θα βγει η ψυχή της.
- Τον σκότωσα αδελφέ μου,
τον σκότωσα, είπε στον αδελφό της, ταραγμένη με ξέπλεκες κοτσίδες και με το
φουστάνι της γεμάτο βάτα.
Από την ταραχή της, να
φτάσει γρήγορα στον αδελφό της, δε λογάριαζε βάτα και πουρνάρια.
- Τι έγινε Γιαννούλα μου,
τι λες, ποιον σκότωσες;
- Έναν Τούρκο. Προσπάθησε
να μου ριχτεί.
- Και πως τον σκότωσες;
Με τί; Της είπε ο αδελφός της.
- Με τον σουγιά μου, του
είπε και έβγαλε τον ματωμένο σουγιά από την ποδιά της.
- Πέτα τον αναθεματισμένο
σουγιά μέσα στα βάτα και τρέξε γρήγορα στο σπίτι, μη πεις σε κανέναν τίποτε. Σε
κανέναν. Μιλιά! Το άκουσες; Τρέχα γρήγορα. Πάω να δω, μήπως είναι τραυματισμένος
και θέλει καμιά βοήθεια. Πες μου που είναι;
- Με το τρεμάμενο χέρι
της, έδειξε η Γιαννούλα το σημείο.
Καβαλίκεψε το άλογό του
και έτρεξε προς τα εκεί, που του έδειξε η Γιαννούλα.
Η Γιαννούλα, έφτιαξε τις
πιέτες του φορέματός της, να μη φανεί το σκίσιμο που είχε γίνει σε κανά δυο
μεριές από τα βάτα που συναντούσε μπροστά της, έχωσε βιαστικά τα μαλλιά της
μέσα το μαντήλι και έβαλε τον σουγιά στην ποδιά της. Ο σουγιάς ήταν δώρο του
Γιάννου της, με τίποτε δε θα τον πέταγε.
Ο Πέτρος έφτασε γρήγορα
στο σημείο του συμβάντος. Ευτυχώς που δεν κατέβηκε από το άλογο. Είδε έναν
άνθρωπο ξαπλωμένο καταγής και δύο Τούρκοι από πάνω του, να προσπαθούν να τον
σηκώσουν. Τρία άλογα τριγύρω τους.
Ο ένας Τούρκος προφανώς
τον άκουσε και τράβηξε την πιστόλα του και του έριξε. Γρήγορα ανέβηκε σ’ ένα
άλογο και τον πήρε στο κυνήγι. Ο Πέτρος πιο γρήγορος, και πιο γνώριμα τα μέρη
γύρω τους, ξέφυγε και ο Τούρκος έχασε τα ίχνη του.
Η Γιαννούλα παρά την
ταραχή της σκέφτηκε ότι με τα χάλια που έχει, ήταν φρόνιμο να μη περάσει από το
μεσοχώρι και τη δουν. Έτσι έκανε τον κύκλο για να φτάσει στον μαχαλά της. Πήρε
το σοκάκι για το σπίτι της.
Ο μπάρμπα Λάμπρος
κατηφόριζε από το σπίτι του και την είδε. Πρόσεξε ότι ήταν αλαφιασμένη.
- Τί έχεις Γιαννούλα,
γιατί είσαι αλαφιασμένη.
- Άργησα μπάρμπα Λάμπρο.
Έχω κάποιες δουλειές και θα μου πάνε πίσω και θα τα ακούσω από την μάνα μου.
- Και που ήσουν;
-Για σπαράγγια και του
έδειξε τη διπλωμένη ποδιά της που ήταν περασμένη στη ζώνη της.
Τον προσπέρασε γρήγορα
και χώθηκε στην αυλή του σπιτιού της.
Χώθηκε στην κουζίνα
γρήγορα. Άδειασε τα σπαράγγια σ’ ένα νταβά και πήρε τον μαστραπά με το νερό να
τα πλύνει. Μόλις όμως είδε ότι είχαν ματώσει από τον ματωμένο σουγιά, πήρε και
τα πέταξε στο κοτέτσι. Πήρε τον σουγιά και τον έπλυνε καλά – καλά, τον σκούπισε
και έβαλε τη λάμα στη θήκη. Ξανάβαλε το σουγιά στη εσωτερική τσέπη της ζώνης
της. «Μάνα, μάνα» φώναξε, αλλά απάντηση δεν πήρε. «Καλύτερα» σκέφτηκε. «Να
συνέλθω λίγο. Τί ήταν αυτό που κόντεψα να πάθω. Άχ Παναγία μου, σαν να άκουσα
πυροβολισμό, λες να έπαθε τίποτε ο Πέτρος. Θα τρελαθώ. Τί έκανα τον σκότωσα,
τον τραυμάτισα;»
Δεν την χωρούσε το σπίτι
από την αγωνία της. Έμπαινε – έβγαινε και κοίταζε μήπως δει να έρχεται ο
αδελφός της.
«Μα και η μάνα μου, που
είναι; Ίσως πετάχτηκε στην Αλέξω.» Για τον πατέρα της ήξερε ότι ήταν η ώρα του
καφενείου.
- Που είναι ο αδελφός
σου; της είπε η μάνα της μόλις την είδε μόνη της στο μαγεριό και δεν είδε το
άλογο έξω στην αυλή.
- Θα έρθει μάνα. Να
φορτώσει τις βαρέλες και έρχεται.
- Και εσύ γιατί ήρθες
μόνη σου. Άλλο και τούτο.
Όσο και εάν προσπαθούσε
να δείχνει ήρεμη δεν τα κατάφερνε.
- Τι έχεις γιατί είσαι
έτσι ανήσυχη;
- Τίποτε μάνα, μια χαρά
είμαι.
- Πως μια χαρά δε βλέπω
εγώ. Κάτι έχεις εσύ; Τι συμβαίνει;
- Ώχ ρε μάνα τίποτε δεν
έχω. Μια χαρά είμαι.
Σαν να ανέβηκαν οι τόνοι.
Ο μπάρμπα Λάμπρος γυρνώντας για το σπίτι μου άκουσε τις υψωμένες φωνές των γυναικών. «Κάτι έχουν αυτές και τρώγονται!»
Λίγο πριν σουρουπώσει
φάνηκε ο πατέρας της. Ο Πέτρος πουθενά. Σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
Ο πατέρας της μόλις μπήκε
στη κουζίνα, το πρώτο πράγμα που είπε.
- Σήμερα το απόγευμα,
ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Τρέξανε μερικοί χωριανοί να δουν τι έγινε, αλλά δε
βρήκαν τίποτε.
- Κατά που ακούστηκε
πατέρα; ρώτησε η Γιαννούλα αδιάφορα.
Έξω από το χωριό, εκεί
κοντά στο αμπέλι μας. Ο αδελφός σου, που είναι;
- Ανησυχώ Βαγγέλη, ο
Πέτρος δε φάνηκε ακόμη και τώρα που μου είπες για πυροβολισμό όχι μόνον
ανησυχώ, αλλά τρέμω μην έπαθε τίποτε ο γιος μας.
Και γυρνώντας προς τη
θυγατέρα της.
- Δε μπορεί κάτι ξέρεις
εσύ. Αλαφιασμένη ήσουν και είσαι. Λέγε τι έγινε;
- Τίποτε δεν έγινε. Δεν
ξέρω κάτι. Στο πηγάδι τον άφησα και ήρθα σπίτι. Μου είπε να έρθω. Ξέρω εγώ;
μπορεί να είχε καμιά δουλειά. Τί να πω; Μου είπε να έρθω. Και ήρθα.
Μπουκιά δεν κατέβασαν
εκείνο το βράδυ. Η αγωνία και των τριών μεγάλη. Και οι τρεις στο μαγεριό
περίμεναν να φανεί ο Πέτρος.
Αργά μετά τα μεσάνυχτα,
καθισμένοι και οι τρεις τους στο μαγεριό, περιμένοντας ούτε και αυτοί δεν
ήξεραν τί, άκουσαν τη φωνή του.
- Άνοιξε μάνα!
Πετάχτηκε η Γιαννούλα
πριν από τη μάνα της και άνοιξε την πόρτα.
Ο Πέτρος μπήκε γρήγορα
μέσα και ξανάκλεισε την πόρτα.
- Πρέπει να φύγω. Σίγουρα
θα έρθουν να με γυρέψουν οι ζαπτιέδες.
- Οι ζαπτιέδες; Γιατί τί
έκανες; Ω Παναγία μου!
- Μαχαίρωσα έναν Τούρκο.
Με είδαν και με κυνήγησαν.
- Ψέματα λέει, εγώ τον
μαχαίρωσα. Εγώ έχω το κρίμα και όχι ο αδελφός μου.
- Θα με τρελάνετε και οι
δυο σας;
Χτύπησε το χέρι του
εξαγριωμένος πάνω στον σοφρά ο μπάρμπα Βαγγέλης.
- Την αλήθεια θέλω να
μάθω, να δούμε πώς θα πορευτούμε και τί θα κάνουμε.
Ο Πέτρος διηγήθηκε στα
γρήγορα τί του είπε η αδελφή του στο πηγάδι και πως πήγε να δει μήπως τον είχε
τραυματίσει και χρειαζόταν κάποια βοήθεια. Ότι ήδη ήταν δυο Τούρκοι από πάνω
του και προσπαθούσαν να τον σηκώσουν. Δεν ξέρω εάν ήταν νεκρός ή
τραυματισμένος. Πως τον είδε ο ένας, τον κυνήγησε αλλά του ξέφυγε.
- Με είδε! Μπορεί να με
θυμάται, όπως μπορεί να θυμάται και το άλογό μου. Πόσοι στο χωριό μας έχουν
άλογο με το πίσω αριστερό πόδι με δυο μεγάλες άσπρες βούλες;
- Ω κακό που μας βρήκε!
Τί θα κάνουμε τώρα; Είπε η μάνα του.
- Μάνα ο πατέρας το ξέρει
εδώ και καιρό. Είχα σκοπό να φύγω, να περάσω στην ελεύθερη Ελλάδα και να πάω
εθελοντής. Να πολεμήσω για τη λευτεριά μας. Έ τώρα θα φύγω μια ώρα αρχύτερα.
Δεν μου έκανε η καρδιά να φύγω και να μη σας αποχαιρετήσω.
- Δεν το ξανασκέφτηκες
όπως σου είπα; του είπε ο πατέρας του.
- Όχι πατέρα! τί να
ξανασκεφτώ; Τα έχουμε πει. Βλέπεις τί τραβάμε; Πρέπει να τους ξεφορτωθούμε. Ο
καθένας μας όπως μπορεί. Ετοίμασέ μου μερικά πράγματα μάνα. Ό,τι σου βρίσκεται.
Πρέπει να φύγω γρήγορα. Μη με πάρει χαμπάρι κανένας.
Η μάνα του, σηκώθηκε και
τον αγκάλιασε.
- Μη το κάνεις αυτό γιε
μου, μη. Θα πεθάνω από τον καϋμό μου. Κρύψου κάπου για μερικές εβδομάδες μέχρι
να καταλαγιάσει το κακό, δε θα το αντέξω. Μη κάνεις αυτό που έκανε ο μεγάλος
μου αδελφός στον πόλεμο του ΄97. Έφυγε για κάτω στην Άρτα, Πρέβεζα και ακόμη
τον περιμένουμε!
- Σε παρακαλώ μάνα! Το
πήρα απόφαση. Δεν θα πάθω τίποτε. Θα γυρίσω νικητής.
- Σύρε γυναίκα να τον
ετοιμάσεις. Το έχει αποφασίσει εδώ και καιρό. Μη κοιτάς που δεν σου έλεγα τίποτε.
Είχα την κρυφή ελπίδα μήπως το μετανοιώσει.
Όσο η γυναίκα του,
ετοίμαζε τον ντροβά του, ο Πέτρος είπε στον πατέρα του:
- Οι ζαπτιέδες σίγουρα θα
έρθουν και θα ψάξουν. Να κάνεις τον ανήξερο. Εάν δεις όμως ότι πάει να την
πληρώσει κάποιος άλλος, που είναι άδικο, τότε και μόνον τότε θα ρίξεις το
μαχαίρωμα πάνω μου και ας έρθουν να με βρουν. Κατά τα χωριά της Μουργκάνας θα
τους πεις ότι πήγα για δουλειά, κατά τα χωριά του Ζαγορίου θα πάω και απ’ εκεί
θα περάσω στην ελεύθερη Ελλάδα. Την Γιαννούλα δεν θα την ανακατέψετε πουθενά.
Η Γιαννούλα όλη αυτή την
ώρα, δε μιλούσε. Τα είχε χαμένα. Τα είχε βάλει με τον εαυτό της. Γιατί
ξεμάκρυνε;
- Για όλα αυτά φταίω εγώ.
Δε θέλω να πάθεις τίποτε αδελφέ μου. Καλύτερα τον σουγιά να τον γύριζα πάνω
μου, του είπε και έπεσε στην αγκαλιά του. Σε παρακαλώ μη φύγεις. Κρύψου κάπου
όπως λέει η μάνα μας.
- Θα έφευγα Γιαννούλα.
Απλά φεύγω νωρίτερα. Μη χαλιέσαι. Θα γυρίσω. Και είμαι περήφανος για σένα. Να
προσέχεις τους γονείς μας.
Μόλις ετοίμασε η μάνα του
τον ντροβά ο Πέτρος τον πέρασε στην πλάτη του, πήρε την ευχή των γονιών του και
τους αγκάλιασε. Αγκάλιασε και την αδελφή του.
Η μάνα του ξεκρέμασε από
την τραχηλιά της ένα φυλαχτό που είχε και του το έδωσε.
- Να σε φυλάει η Παναγία
γιε μου και γρήγορα να σε φέρει κοντά μας. Να γυρίσεις στην ελεύθερη πατρίδα
μας.
Ο πατέρας του, του είπε
να περιμένει λίγο. Πήγε γρήγορα μέσα στο σπίτι και βγήκε με ένα μικρό πουγκί.
- Για τα έξοδά σου, μέχρι
να μπεις στην ελεύθερη Ελλάδα που θα παρουσιαστείς σαν εθελοντής. Σύρε στο καλό
γιε μου και να ξέρεις ότι είμαι περήφανος για σένα.
- Φεύγω. Έχω το άλογο έξω
από το χωριό. Να πάτε να πάρετε και τις βαρέλες. Καλή αντάμωση! Και όπως
είπαμε. Γιαννούλα να τους προσέχεις.
Ο Πέτρος βγήκε έξω και
χάθηκε μέσα στη θεοσκότεινη αφέγγαρη νύχτα.
Η Γιαννούλα δε μπορούσε
να σταματήσει τα αναφιλητά της και τα δάκρυα έτρεχαν σαν βρύσες.
- Δε φταις εσύ κόρη μου.
Μη κλαις. Ο Πέτρος θα έφευγε. Άντε να πλαγιάσεις και αύριο θα τα ξαναπούμε.
Πέρασες και εσύ μεγάλη λαχτάρα, της είπε ο πατέρας της.
Όπως ήταν αναμενόμενο,
την άλλη μέρα κατά το απόγευμα, φάνηκαν οι ζαπτιέδες. Ο ντελάλης άρχισε να
καλεί όλους τους άντρες του χωριού στην κεντρική πλατεία.
Βέβαια ήταν Άνοιξη και
πολλοί άντρες ήταν πάνω στα βουνά με τα κοπάδια τους. Λίγοι ήταν στο χωριό.
Γέροι οι περισσότεροι, λίγοι νέοι που τυχαία βρέθηκαν για να πάρουν προμήθειες
και να φύγουν πάλι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες του χωριού τους.
Οι περισσότεροι ήξεραν
γιατί τους καλούσαν στην πλατεία. Είχαν ακούσει το πυροβολισμό αλλά δεν ήξεραν
τί ακριβώς είχε γίνει. Μόνο ο μπάρμπα Βαγγέλης γνώριζε για το μαχαίρωμα.
Ο μπάρμπα Βαγγέλης σαν να
μην ήξερε τίποτε, βγήκε από την αυλόπορτα να πάει στη πλατεία. Νάσου και ο
μπάρμπα Λάμπρος, κατηφόριζε και εκείνος από το σπίτι του για τον ίδιο λόγο.
- Τί μας θέλουν Βαγγέλη.
Έγινε τίποτε;
- Που να ξέρω, τί μας
θέλουν; Θα πάμε και θα μάθουμε.
- Μου λέγανε για ένα
πυροβολισμό χθες. Λες γι’ αυτό να μας θέλουν;
- Μάλλον. Το άκουσα και
εγώ. Θα δούμε, του είπε ο μπάρμπα Βαγγέλης. Σε λίγο θα μάθουμε.
Συνέχισαν το περπάτημά
τους, χωρίς να πουν άλλη κουβέντα.
Σαν μαζεύτηκαν οι άντρες
στην κεντρική πλατεία, ένας από τους ζαπτιέδες τους είπε «μόνο εσείς είσαστε
στο χωριό;». Ένας από τους προύχοντες του χωριού του είπε, ότι «οι περισσότεροι
είναι στα βουνά».
- Την επόμενη φορά που θα
έρθουμε, γιατί θα ξανάρθουμε, να είσαστε όλοι τους είπε εξαγριωμένος ο
επικεφαλής των ζαπτιέδων.
- Τί έγινε και μας
φωνάξατε; ρώτησε ο επικεφαλής της δημογεροντίας.
- Κάποιος μαχαίρωσε έναν
παλληκάρι μας χθες. Τον βρήκαν βαριά λαβωμένο δύο της παρέας του, αλλά
δυστυχώς, αργά χθες το βράδυ, πέθανε. Έκανε το λάθος και χωρίστηκε από την
παρέα του και κάποιος ύπουλα τον μαχαίρωσε. Ο δράστης έκανε το λάθος και
εμφανίστηκε πάλι. Μάλλον ήθελε να τελειώσει ό,τι άρχισε. Τον κυνήγησε ένας
δικός μας. Τον πυροβόλησε κιόλας αλλά ξέφυγε. Θέλουμε να μας πείτε ποιος είναι.
Φορούσε δική σας φορεσιά, ψηλός, καστανός! Καβαλάρης με ένα άλογο που το πίσω
αριστερό πόδι είχε δυο μεγάλες άσπρες βούλες.
Όλοι κατάλαβαν σε ποιον
αναφερόταν, αλλά κανείς δε μίλησε και ούτε έδειξαν με κάποια έκφραση του
προσώπου τους ότι τον ήξεραν. Ακόμη και ο μπάρμπα Λάμπρος δεν αντέδρασε εάν και
πάλευε με το «να το πω ή να μην το πω». Δεν το είπε όμως γιατί ήξερε ότι θα
γινόταν ο δακτυλοδεικτούμενος ρουφιάνος του χωριού και θα τον περιφρονούσαν
όλοι και όχι μόνον αυτόν, αλλά θα κόλλαγε η στάμπα του ρουφιάνου και στην
οικογένειά του. Και ήξερε ότι οι Βλάχοι δε σήκωναν πολλά – πολλά!
«Άσε θα βρω τον τρόπο να
τον χαντακώσω τον μπάρμπα Βαγγέλη», σκέφτηκε.
Ο δημογέροντας, χωρίς
δισταγμό του απάντησε.
- Κανείς από το χωριό μας
δεν έχει τέτοιο άλογο. Και γιατί πρέπει να είναι χωριανός μας; Βλάχοι δεν ζουν
μόνο σ’ αυτό το χωριό αλλά και σ’ άλλα και γύρω – τριγύρω. Τί να σας πούμε;
- Μωρέ ζαγάρια, έτσι
είναι όπως τα λέει ή τον κρύβετε, φώναξε ο επικεφαλής.
- Έτσι είναι, ακούστηκε η
φωνή των περισσοτέρων.
Σιγά μη νοιαζόντουσαν που
χάθηκε ένας Τούρκος. «Λίγους δικούς μας δε σκότωσαν ή λίγα παιδιά δεν μας
άρπαξαν», σκέφτηκαν οι περισσότεροι. Σε Βλάχους μίλαγαν. Σιγά μη γίνουν και
ρουφιάνοι.
- Θα ξανάρθουμε.
Ειδοποιήστε και τους άλλους στο βουνό. Την άλλη φορά θέλουμε να είστε όλοι στην
πλατεία.
- Όλοι δε γίνεται. Έχουμε
και τα πρόβατα στο βουνό. Εάν θέλετε πάτε να ψάξετε και στα βουνά γύρω – γύρω
από το χωριό, τους είπε ο προύχοντας, που ήξερε ότι ο καβαλάρης που ζητούσαν
δεν ήταν στο βουνό. Μπορεί να ήταν και εκτός χωριού μια και η δουλειά του ήταν
να ανοίγει πηγάδια.
Σαν έληξε η συγκέντρωση,
ο μπάρμπα Βαγγέλης σαν να μη συνέβη τίποτε, χαιρέτισε τον μπάρμπα Νικόλα.
- Έγινε τίποτε με τον
Πέτρο; Τον ρώτησε ο συμπέθερός του μπάρμπα Νικόλας.
Τί να σου πω; Ο Πέτρος
από χθες το μεσημέρι αφού τελείωσε το πηγάδι μας, έφυγε για τα χωριά της
Μουργκάνας που του βρέθηκε μια δουλειά. Ό,τι ξέρεις, ξέρω.
- Θα κάτσεις να πιούμε
έναν καφέ; Του είπε ο μπάρμπα Νικόλας.
- Άλλη φορά, σήμερα δε
μπορώ. Άσε να τα πούμε αύριο. Μας περιμένει η Αλέξω για το βράδυ.
Βιαζόταν για ενημερώσει
και τις γυναίκες στο σπίτι. Για να γίνει πιστευτός, πήγε προς τον γαμπρό του
τον Ζήκο και κατηφόρισαν μαζί.
Ο Ζήκος στο δρόμο, τον
ρώτησε.
- Τί έγινε; Ο Πέτρος
ήταν;
- Πού να ξέρω παλληκάρι
μου. Μόνο ο Πέτρος έχει άλογο με άσπρες βούλες στο ποδάρι; Το βράδυ θα έρθουμε
να σας δούμε, του είπε ο μπάρμπα Βαγγέλης.
- Θα το πω στην Αλέξω, να
ετοιμάσει κάτι. Θα σας περιμένουμε.
- Τι έγινε τον ρώτησε η
γυναίκα του, μόλις έφτασε στο σπίτι.
- Άστους να ψάχνουν ένα
ψηλό, καστανό καβαλάρη με άλογο με άσπρες βούλες στο αριστερό ποδάρι. Έτσι όπως
ακριβώς, όπως μας τα είπε ο Πέτρος έγιναν. Προς το παρόν όλα καλά. Θα δούμε. Θα
ξανάρθουν μεθαύριο. Μέχρι τότε το παλληκάρι μας θα έχει απομακρυνθεί αρκετά.
- Λες να στήσουν
καραούλια στους δρόμους οι ζαπτιέδες και τον βρουν από το άλογο;
- Δεν είναι τόσο χαζός ο
γιός μας. Γι’ αυτό του έδωκα παράδες. Για να κινηθεί με ευκολία και να πάει
είτε με καινούργιο άλογο είτε με κάποιο αγώγι.
Ησύχασαν μάνα και κόρη.
Μόλις σουρούπωσε φάνηκε
στο σπίτι τους, ο δημογέροντας του χωριού. Τον καλωσόρισε ο μπάρμπα Βαγγέλης
και τον έμπασε στον οντά.
- Μη σκιάζεσαι μπάρμπα
Βαγγέλη. Καταλάβαμε ότι είναι ο γιος σου, αλλά από μας κουβέντα δε θα πάρουν οι
Τουρκαλάδες.
- Σ’ ευχαριστώ. Αλλά
ειλικρινά δε ξέρω κάτι. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο γιός μου έφυγε χθες για τα
χωριά της Μουργκάνας. Να έγινε κάτι όταν έφευγε; Τί να σου πω. Δεν ξέρω. Δε στο
κρύβω όμως ότι ανησυχώ και εγώ.
- Άστους μωρέ. Σε λίγο θα
τους ξεφορτωθούμε. Του χρόνου τέτοια εποχή απ’ ότι φαίνεται θα είμαστε
ελεύθεροι.
Μακάρι, αν και ο γαμπρός
μου ο Γιάννος έχει έναν φόβο για τα σύνορα.
- Το άκουσα και εγώ
Βαγγέλη αλλά ας ελπίσουμε ότι θα είμαστε στα όρια της Ελλάδας.
Μεταξύ των λίγων αντρών
που έκατσαν στο καφενείο μετά το κάλεσμα των ζαπτιέδων, ήταν και ο μπάρμπα
Λάμπρος. Έριξε μια ματιά να δει εάν έμειναν και οι συμπέθεροι. Δεν τους είδε.
Βρήκε την ευκαιρία να στάξει σιγά – σιγά το δηλητήριο φροντίζοντας να ακούγεται
από όλους τους άντρες.
- Τον πήρε στο λαιμό της
το παλιοθήλυκο τον αδελφό της.
- Τί λες βρε Λάμπρο; του
είπε ένας θαμώνας
- Για τη μικρή του
Βαγγέλη λέω, τη Γιαννούλα. Φαίνεται ότι τους είδε ο αδελφός της και τον
καθάρισε τον Τούρκο.
- Και πάλι δε σε
καταλαβαίνω, τί εννοείς;
- Μωρέ νταραβεριζόταν η
μικρή με τον Τούρκο, την είδα με τα μάτια μου σου λέω, φαίνεται πως τους είδε
και ο Πέτρος και έκανε ό,τι έκανε.
- Μα πως το λες αυτό,
έχεις στοιχεία;
- Την είδα πριν από το
πυροβολισμό, μάζευε τάχα μου σπαράγγια και την είδα εκεί κοντά στο αμπέλι τους.
Είδα που συναντήθηκε με τον Τούρκο. Το μαχαίρωμα δεν το είδα. Την ξανάδα μετά
τον πυροβολισμό αλαφιασμένη στο σοκάκι μας. Την ρώτησα κιόλας, τί έχει και μου
είπε ότι άργησε και θα τη μάλωνε η μάνα της. Είχε βγει λέει για τα σπαράγγια
και μου έδειξε τάχα μου, τη γεμάτη ποδιά της. Τα αλισβερίσια με τον τούρκο της
έτσι μου τα είπε, «σπαράγγια». Μάζεψε και μερικά έτσι για τα μάτια. Δε θέλει
και πολύ να το καταλάβω. Χθες εδώ ήταν ο Πέτρος. Σήμερα που είναι; Μωρέ άκουγα
και καυγάδες εψές το βράδυ. Ά το παλιοθήλυκο!
- Πρόσεξε τί λες!
- Λέω αυτά που είδα και
άκουσα.
Έριξε το δηλητήριο, άφησε
τα λεφτά για τον καφέ πάνω στο τραπέζι και έφυγε.
Οι άντρες κοιτάχτηκαν
μεταξύ τους.
- Μπορεί να είναι και
αλήθεια. Ότι το έκανε ο Πέτρος το ξέρουμε. Μπορεί η αδελφή του να
νταραβεριζόταν, είπε ένας από δαύτους.
Αλλοίμονο στον Βαγγέλη,
αλλοίμονο και στον Νικόλα για την νυφαδιά που θα κάνει.
- Ναι αλλά κάτι δεν
κολλάει. Οι άλλοι δυο Τούρκοι πως εμφανίστηκαν; Πες ότι νταραβεριζόταν με τον
ένα; Οι άλλοι;
-Ω καϋμένε, κανένα
αρχοντόπουλο θα ήταν και είχε την παρέα του, για να του κάνουν πλάτες. Ποιος
ξέρει;
Ο σπόρος της αμφιβολίας
περί της ηθικής της Γιαννούλας είχε πέσει!
Συνεχίζεται...
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.