Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας…

Σκέφτομαι, αισθάνομαι, ελπίζω… Εύχομαι να ονειρευόμαστε με μάτια ανοιχτά, όνειρα με χρώματα του ουράνιου τόξου και με ατέλειωτα ευωδιαστά γιασεμιά. Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας… ό,τι ευχάριστο και αγαπημένο στη ζωή σας! Χαιρετώ σας… Αίγλη Μότσιου.

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Διήγημα: Μαύρες πλεξούδες (αγνώστου συγγραφέα)

 

Λάρισα, το Μπεζεστένι και μπροστα από αυτό η Βασιλική του Αγίου Αχιλλείου

Κοίταξε τη μητέρα της βαθιά στα μάτια. Εκείνη άφησε έναν βαθύ στεναγμό και συνέχισε να της πλέκει τα μαλλιά.

"Δεν τον εθέλω μάνα"

"Μη μιλάς γιαβρί μου. Σώπασε. Θα μας ακούσει ο πατέρας σου"

"Προτιμώ το θάνατο. Είναι γέρος"

"Αχ μπουμπούκι μου. Θα σε προσέχει σαν τα μάτια του. Ορκίστηκε στον κύρη σου, Μυρτιά μου.

"Θα φαρμακωθώ σου λέω"

"Σώπασε κόρη μου. Θα μας ακούσει" είπε κι ακούμπησε το μελανό μάγουλό της -δώρο του άνδρα της- που είχε γίνει μούσκεμα από τα δάκρυα της.

Σαν άνοιξε η πόρτα για να μπουν οι οργανοπαίκτες, όλοι οι καλεσμένοι έβγαλαν επιφωνήματα θαυμασμού.

Η νύφη από τη Σμύρνη ήταν μια καλλονή. Τα μαύρα πλεγμένα μαλλιά, τα σκούρα μάτια και τα ρόδινα χείλη της, έρχονταν σε αντίθεση με το ολόλευκο φόρεμα της και της έδιναν όψη εξωπραγματική.

Ήταν λες και βγήκε από τα παραμύθια της Χαλιμάς. Άρχισαν να τη φτύνουν και να φωνάζουν μασαλάχ μασαλάχ!

Ο πατέρας της ορθώθηκε όλος καμάρι και την έπιασε από τον αγκώνα για να την παραδώσει στον άνδρα της.

Θυμήθηκε τα φράγκα που του έδωσε εκείνος κι ένιωσε τα μάγουλα του να ζεσταίνονται, από την γλυκιά έξαψη που του χάριζαν τα αμέτρητα πλούτη.

Η γυναίκα του τόλμησε να τον κατηγορήσει πως πούλησε το κορίτσι τους, μα την έβαλε γρήγορα στη θέση της. Όπως έκανε κάθε φορά. Μόνο που αυτή τη φορά, δεν θα την άφηνε να χαλάσει τα σχέδια του για επέκταση της γης και της περιουσίας του.

Ο γαμπρός ξεροκατάπιε. Δεν άντεχε το γέρικο στομάχι του, τόση ομορφιά. Είχε ακούσει τις φήμες για την κόρη του Πασχάλη, μα ο νους του δεν θα μπορούσε να πλάσει ένα τόσο όμορφο πλάσμα, ούτε στα πιο τρελά του όνειρα.

Έτριψε τα ροζιασμένα χέρια του και τα άπλωσε για να παραλάβει το ακριβό εμπόρευμα του.

Χαλάλι όμως. Το καλό πράμα πρέπει να πληρώνεται. Κι αυτός το χρυσοπλήρωσε. Και είχε σκοπό να χαρεί κάθε σπιθαμή του νεανικού κορμιού της.

Χήρος δυο φορές. Άχρηστες οι προηγούμενες γυναίκες του. Τζούφιες. Δεν κατάφερε καμιά τους να του χαρίσει τον γιο που λαχταρούσε.

Η πρώτη "έπεσε" από τις σκάλες κι έμεινε στον τόπο. Η δεύτερη "εξαφανίστηκε" ένα κρύο βράδυ χωρίς να την δει ποτέ ανθρώπου μάτι.

Με μια γερή δωρεά στον χωροφύλακα, οι έρευνες για τον εντοπισμό της, σταμάτησαν προτού καν αρχίσουν.

Μα ετούτη εδώ...ήταν άλλο πράμα...

Λαχταριστή σαν γλυκός καρπός. Ήταν φανερό πως θα γινόταν η γυναίκα που θα του χάριζε επιτέλους τον πολυπόθητο γιο.

Η τελετή τελείωσε. Όπως και η ζωή της Μυρτιάς, που έλαβε τέλος, μόλις ο παπάς έψαλλε το "Ησαΐα χόρευε" βάζοντας τη σφραγίδα του σε αυτό το έγκλημα.

Το γλέντι δεν κράτησε πολύ. Ο γαμπρός ανυπομονούσε να κατακτήσει την όμορφη Σμυρνιά. Ο πόθος του για εκείνην ήταν τόσος που δεν κράτησε ούτε τα προσχήματα, διώχνοντας κακήν κακώς όλους τους καλεσμένους.

Η μάνα της Μυρτιάς που δεν είχε αφήσει λεπτό το χέρι της θυγατέρας της, αναγκάστηκε από τον άνδρα της να την παρατήσει έρμαιο, σε εκείνον τον αγριάνθρωπο.

Το βλέμμα της κόρης της την τσάκισε, μα ένιωθε πολύ αδύναμη για να αντισταθεί σε αυτόν τον βάρβαρο, που της διάλεξε κάποτε ο δικός της πατέρας για σύζυγο.

Η Μυρτιά απέμεινε μετέωρη. Μόνη. Χωρίς στήριξη. Χωρίς παρηγοριά.

Κι έπρεπε αυτό το παράξενο βράδυ να ακολουθήσει έναν ξένο άνδρα στην κάμαρά του. Αυτό και όλα τα βράδια της υπόλοιπης ζωής της.

Μπήκαν στο νυφικό δωμάτιο με τα κατάλευκα σεντόνια στο κρεβάτι και τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες που έπεφταν, έτοιμες να υποδεχθούν τους νεόνυμφους.

"Λατρεύω τις πλεξούδες σου" της είπε. Θα βάλεις μαντήλι. Δεν θα βλέπει κανείς άλλος τα μαλλιά σου".

Το σκοτεινό βλέμμα του πάγωσε κάθε κύτταρο της. Δεν του απάντησε. Μόνο τον κοίταξε με θράσος. Δεν ήθελε να νιώσει τον φόβο της.

"Γδύσου" την πρόσταξε.

"Όχι"

"Σήμερα θα μου χαρίσεις έναν γιο. Είτε με το καλό, είτε με το στανιό"

"Όσο είμαι ζωντανή δεν πρόκειται να σου δοθώ"

"Αυτό θα το δούμε "

Με μια κίνηση έλυσε το ζωνάρι του. Το παντελόνι σωριάστηκε στο πάτωμα κάνοντας τη Μυρτιά να γυρίσει με αποστροφή το κεφάλι της.

Η ζώνη έπεσε με τόση δύναμη στο πρόσωπο της, που δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Την επόμενη στιγμή βρισκόταν στο κρεβάτι με εκείνον από πάνω της, να προσπαθεί να της σκίσει το νυφικό.

Έμπηξε με δύναμη τα νύχια της στο λαιμό του. Το πηχτό κόκκινο υγρό έτρεξε πάνω στο λευκό φόρεμα λερώνοντας την.

"Σκύλα" ούρλιαξε βγάζοντας αφρούς από το στόμα και χτυπώντας την με λύσσα.

Όλα σκοτείνιασαν γύρω της. Αφέθηκε έρμαιο στις βρώμικες ορέξεις του κι εκείνος δεν έχασε λεπτό.

"Σήμερα θα γίνω ο πατέρας ενός γιου, αντάξιου μου" μούγκρισε προτού την κατακτήσει.

Τόσος ήταν ο πόθος του που δεν ένιωσε τη ζώνη που άρχισε να τυλίγεται σιγά σιγά γύρω από τον ζαρωμένο λαιμό του.

Έσφιγγε κάνοντας τις φλέβες του να πετάγονται. Όταν αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, ήταν πλέον αργά. Με μια δύναμη εξωπραγματική η ζώνη παρέμεινε σφιγμένη για πολλή ώρα.

Μαύρη μέρα ξημέρωσε. Η παραδουλεύτρα του σπιτιού, αντίκρισε τον αφέντη της πάνω στο ματωμένο κρεβάτι παγωμένο και γυμνό. Η ζώνη γύρω από το λαιμό του και το μπλε χρώμα του, δεν σήκωναν αμφιβολίες.

Λίγη ώρα μετά ο χωροφύλακας καταμετρούσε τα στοιχεία. Το κόκκινο πια και σκισμένο νυφικό πρόδιδε τον υπαίτιο.

Δίπλα από τον μακαρίτη, υπήρχαν δυο παχιές, μαύρες πλεξούδες οι οποίες επισφράγιζαν το έγκλημα που διεπράχθη το χθεσινό βράδυ.

Οι εφημερίδες της Σμύρνης βούιξαν. Οι ντελάληδες μετέφεραν τα νέα σε κάθε γειτονιά.

Οι γυναίκες άκουγαν και χαμογελούσαν κρυφά, από φόβο μην τις δει αντρικό μάτι.

"Διπλό άγριο έγκλημα χθες το βράδυ! Ακούσατε ακούσατε! Νεκροί ο Πασχάλης Βέργος και ο Σταμάτιος Μελής. Σύμφωνα με την χωροφυλακή η γυναίκα του Βέργου, τους σκότωσε και τους δυο γιατί δεν ήθελε τον Μελή για γαμπρό της!"

Ποτέ κανείς δεν έμαθε τι απέγιναν οι δύο γυναίκες. Ούτε πού βρήκε τη δύναμη η μάνα της Μυρτιάς.

Χάθηκαν για πάντα τα ίχνη τους, μα άφησαν το αποτύπωμα τους, δίνοντας κουράγιο σε πολλές γυναίκες να σηκώσουν το κεφάλι.

Σε γυναίκες που ήταν αρχικά ιδιοκτησία του πατέρα τους κι έπειτα του άνδρα τους.

Σε γυναίκες που ήταν προορισμένες να υπηρετούν, να γεννούν και να φροντίζουν.

Ήταν θέμα τιμής. Πολλοί άνδρες βγήκαν στο σεργιάνι για να τις βρουν. Το κράτος τις επικήρυξε.

Φήμες λένε πως γυναίκες από άκρη σε άκρη του ντουνιά, τις έκρυβαν κάθε βράδυ, μέχρι που χάθηκαν τα ίχνη τους, μαζί με πολλών άλλων κατά την καταστροφή της Σμύρνης.

Άλλες φήμες λένε πως δεν έφυγαν ποτέ από αυτή τη ζωή.

Πως έγιναν ψίθυρος και κραυγή στην ψυχή όσων γυναικών κακοποιούνται ακόμα και σήμερα, δίνοντας τους το απαιτούμενο θάρρος να φύγουν μακριά για να σωθούν...

Κείμενο και φωτογραφία αλιεύθηκαν από το διαδίκτυο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.