Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας…

Σκέφτομαι, αισθάνομαι, ελπίζω… Εύχομαι να ονειρευόμαστε με μάτια ανοιχτά, όνειρα με χρώματα του ουράνιου τόξου και με ατέλειωτα ευωδιαστά γιασεμιά. Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας… ό,τι ευχάριστο και αγαπημένο στη ζωή σας! Χαιρετώ σας… Αίγλη Μότσιου.

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Νουβέλα: Η Γιαννούλα της Αρετής Γραμμόζη - Παπαδημάτου (Μέρος έβδομο)

Την άλλη μέρα γύρισε ο Γιάννος στο χωριό του. Το βράδυ κοιμήθηκε στο ισόγειο του σπιτιού, στον οντά. Όσο ένοιωθε ότι λίγο πιο πέρα, πάνω ήταν η Γιαννούλα, ο ύπνος δεν κόλλαγε.

Τα είχαν συμφωνήσει με τον μπάρμπα Βαγγέλη. Το χαρτί της Γιαννούλας από το γραφείο της κοινότητας θα το έπαιρνε ο Ζήκος. Αυτός θα πήγαινε την άλλη μέρα και μαζί θα πήγαιναν στο Δεσποτικό για τις άδειες του γάμου.

Ο μπάρμπα Χρήστος, τους είπε ότι τους παραχωρεί ένα δωμάτιο από το σπίτι του, να μείνουν.

- Δε χρειάζεται μπάρμπα Χρήστο. Θα πάμε να μείνουμε στο χωριό μας. Η Γιαννούλα θα γυρίσει στο χωριό με το κεφάλι ψηλά και με τον άντρα της! Θα μας δώσεις το σπίτι πατέρα να μείνουμε τον πρώτο καιρό;

- Μα παιδάκι μου, άδειο είναι. Εγώ δε σκοπεύω να γυρίσω. Δεν ξέρω για αργότερα, αλλά προς το παρόν δε θέλω να δω κανέναν χωριανό.

- Να δούμε πως θα πάνε τα πράγματα με την απελευθέρωση, που θα χαραχτούν τα σύνορα και θα κτίσουμε το δικό μας.

- Να μείνετε όσο θέλετε.

Πέρασε ο Γιάννος από το Ζήκο.

- Λοιπόν Ζήκο, παντρευόμαστε. Τα έχουμε αποφασίσει όλα. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι οι άδειες. Σε παρακαλεί ο πεθερός μας, να πάρεις το χαρτί της Γιαννούλας από την κοινότητα. Μη πεις σε κανέναν ότι παντρευόμαστε. Έχω τον λόγο μου που δε θέλω να μαθευτεί.

Ο Ζήκος τον αγκάλιασε.

-Με το καλό μπατζανάκη μου, με το καλό. Η είδηση σηκώνει κέρασμα. Έβγαλε ένα μπουκάλι ρακί και δύο ρακοπότηρα.

- Τώρα κιόλας θα πάω και το απόγευμα, έλα να το πάρεις.

Ήπιαν τις ρακές τους και ο Γιάννος ανέβηκε στο μουλάρι.

- Σειρά έχει ο πατέρας μου τώρα. Πάω επάνω στο κονάκι μας.

🌹🌹🌹

- Καλώς ήρθες γιε μου, του είπε ο πατέρας του.

Ο Γιώργης τον κοιτούσε καλά – καλά. «Κάτι σκάρωσε τούτος» σκεφτόταν.

Άρχισε να τους βοηθά και ο Γιάννος στις δουλειές. Φερνόταν απολύτως φυσιολογικά, όπως τότε που, πριν αρχίσει να φεύγει με τους κυρατζήδες, έκανε τις δουλειές που χρειαζόταν για το κοπάδι.

Το μεσημέρι, που έκατσαν να φάνε μια μπουκιά ψωμί, είπε ο Γιάννος στον πατέρα του.

- Τι λες και εσύ πατέρα, εγώ λέω να πάω να δω τη Γιαννούλα και να τη ρωτήσω, γιατί το έκανε αυτό. Θέλω να δω, τί θα μου πει. Θέλω να την ακούσω.

- Να ακούσεις τί μωρέ; Τις πομπές της; να σε καταφέρουν και να σου τη φορτώσουν; Χάθηκαν τα κορίτσια στο χωριό μας; Δε θέλω να ακούω ούτε το όνομά της όχι να πας και να την εύρεις. Άκου να δεις, ξέχασέ την. Πάει τώρα αυτή. Μη τολμήσεις και πας, γιατί το κατώφλι του σπιτιού μας, δεν θα το ξαναπεράσεις.

- Και για να ακούσω ποια κορίτσια έχεις υπόψιν σου, γιατί εγώ δε ξέρω και πολλές. Σάματις βγαίνουν στο χωριό να δω και καμία.

- Τόσες είναι; Κορίτσια σαν τα κρύα νερά. Η Λεφτερία του μπάρμπα Λάμπρου, η αδελφή της, η Λεύκω του Βαγγέλη, η Λαμπρινή του Σταύρου.. Να σου αραδιάσω όσα κορίτσια θέλεις!

- Εσύ ποια μου προτείνεις;

- Την Λεφτερία του Λάμπρου, που μας άνοιξε τα μάτια με την προκομμένη σου.

Άκουσε ο Γιάννος αυτό που ήθελε.

- Εντάξει πατέρα. Ό,τι πεις. Αλλά θέλω να ζητήσω και τον λόγο από την Γιαννούλα. Δε μπορώ να την καταδικάσω χωρίς πρώτα να την ακούσω. Μπορεί να είναι αθώα.

- Έτσι και πας και τη βρεις, η πόρτα του σπιτιού μας θα κλείσει για εσένα. Θα γίνει αυτό που λέω.

«Δεν έχει νόημα, να προσπαθώ να του αλλάξω τα μυαλά». Σκέφτηκε ο Γιάννος.

- Ό,τι πεις πατέρα.

Έκατσε ακόμη λίγο να περάσει η κάψα του μεσημεριού και κατηφόρισε για το χωριό. Έπρεπε να περάσει από το σπίτι του Ζήκου, να πάρει το χαρτί της Γιαννούλας.

- Τον είδες τον αδελφό σου, πως συμμορφώθηκε; «Ό,τι πεις πατέρα».

- Δεν ξέρω εάν αυτό το «ο,τι πεις πατέρα» το είπε για τη νυφαδιά που του ετοιμάζεις ή για να μη περάσει το κατώφλι του σπιτιού μας. Ξέρεις καλά, ότι τον Γιάννο δεν τον κάνεις ζάφτι.

🌹🌹🌹

Ο Γιάννος με το χαρτί της Γιαννούλας στην τσέπη του, απευθύνθηκε στην κουνιάδα του.

- Αλέξω μου, θα κάνεις έναν κόπο. Τον πρώτο καιρό θα μείνουμε στο πατρικό σου. Θέλω όταν έρθουμε, να βρούμε κάτι φαγώσιμο μέχρι να βγούμε για ψώνια και εάν γίνεται να μας γεμίσεις και τις βαρέλες με νερό. Και αύριο να μου δώσεις και τη νυφιάτικη φορεσιά της Γιαννούλας. Θα περάσω να την πάρω. Δεν ξέρω ποια ημέρα θα παντρευτούμε, εξαρτάται και από τις άδειες. Θα σας ειδοποιήσω να είσαστε στον γάμο μας, θα ειδοποιήσω και την Ευδοκία.

- Μείνε ήσυχος! Όλα θα γίνουν κατά πως πρέπει.

Γύρισε στο σπίτι του.

- Τι έγινε παιδί μου, τον ρώτησε η μάνα του. Που ήσουν γιατί άργησες τόσο;

Είχα πάει στο βουνό. Πριν από λίγο κατέβηκα.

- Και τι έγινε;

- Τίποτε όλα ήσυχα.

- Με τη Γιαννούλα σε ρωτάω;

- Τίποτε μάνα; Τίποτε. Δε θέλω να μιλάω γι’ αυτό.

Δεν ήθελε να τη στενοχωρήσει από την προηγούμενη ημέρα. Το άφηνε να της το ανακοινώσει λίγο πριν από την οριστική αναχώρηση από το σπίτι του.

- Έχω λίγο πονοκέφαλο μάνα. Με χτύπησε και ό ήλιος, όπως κατέβαινα. Πάω να ξαπλώσω.

- Να πας γιε μου.

«Γύρευε τι στενοχώρια τον πλάκωσε; Άχ Παναγία μου, πως θα καταλήξουν όλα αυτά. Έχω ένα ψυχοπλάκωμα που δε λέει να φύγει».

Ο Γιάννος άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του. Τα έκανε ένα μπόγο και τον έβαλε στη γωνιά του δωματίου. Έριξε μια ματιά στο χώρο. Πόσες νύχτες πέρασαν μαζί με τα αδέλφια του, πόσα παραμύθια δεν άκουσαν από τη ντάντω τους, όταν ερχόταν να τα κοιμίσει.

Δεν ήθελε να γίνουν έτσι τα πράγματα. Αλλιώς ονειρευόταν τον γάμο του. Δεν μπορούσε όμως να κάνει διαφορετικά. Άφησε τα δάκρυά του, να κυλήσουν. Ήθελε να ξαλαφρώσει. Το είχε ανάγκη. Όπως ανάγκη είχε και το χάδι της μάνας του. Τα παρήγορα λόγια της. Από τη μια μεριά ήθελε να πάει να της τα πει όλα, από την άλλη το μετάνιωνε. «Άσε αύριο καλύτερα.»

Την άλλη ημέρα φόρτωσε τον μπόγο στο μουλάρι του. Η μάνα του, χωμένη μέσα στο μαγεριό δεν πήρε είδηση το φόρτωμα.

Έφθασε η μεγάλη στιγμή. Μπήκε στο μαγεριό.

Την είδε καθισμένη σ’ ένα σκαμνί στη γωνιά να ξεσπυρίζει φασόλια.

- Τι κάνεις μάνα;

- Ξεσπυρίζω τα φασόλια να τα ξεράνω για τον χειμώνα. Να σου ψήσω καφέ;

Ο Γιάννος πήγε και την αγκάλιασε.

- Μπα σε καλό σου, τι έχεις; Δε με έχεις συνηθίσει.

Τον είδε δακρυσμένο, ανησύχησε.

- Τι έχεις παιδάκι μου.

- Δώσε μου την ευχή σου, μάνα. Παντρεύομαι. Παντρεύομαι τη Γιαννούλα. Χωρίς τη Γιαννούλα δε μπορώ να αναπνεύσω. Είναι η ζωή μου. Πως να σου το δώσω να το καταλάβεις; Χωρίς τη Γιαννούλα είμαι νεκρός.

- Την έχεις παλληκάρι μου. Με το καλό. Σιγά – σιγά θα μαλακώσει και ο πατέρας σου, δεν είναι τόσο σκληρός. Θα δεις πόσο θα μαλακώσει με το πρώτο παιδί σας. Μέσα μου βαθειά ξέρω ότι είναι αθώα. Δεν ξέρω, αλλά κάτι μου λέει ότι όλα αυτά είναι ψέματα.

- Και βέβαια είναι ψέματα! Δεν ξέρω εάν θα μαλακώσει ο πατέρας. Εδώ κοντά θα είμαστε. Θα μείνουμε στο πατρικό της. Θα σας έχω στο νου μου. Και ό,τι χρειαστείτε, να ξέρεις θα είμαι κοντά σας.

Έσκυψε της φίλησε το χέρι. Την ευχή σου μάνα.

- Όλα τα καλά του κόσμου, να έχετε!

Με κόπο τον άφησε από την αγκαλιά της. Έκατσε και τον κοιτούσε που έφευγε μέχρι που τον έχασε από τα μάτια της.

- Αχ Παναγία μου, βάλε το χέρι σου!

Έφθασε στο σπίτι της Αλέξως. Ξεφόρτωσε τον μπόγο και της είπε.

- Τα πράγματά μου.

Τον άνοιξε πήρε την καλή του φορεσιά και ετοίμασε ένα άλλο μικρό μπόγο με την δική του φορεσιά και με την νυφιάτικη της Γιαννούλας.

- Σας βάζω σε κόπο, το ξέρω. Αλλά εάν μπορείτε και σας είναι εύκολο ας μεταφέρετε το μπαούλο και τον μπόγο μου, μέχρι το πατρικό σου.

Σειρά είχε το γραφείο της κοινότητας. Πήρε και το δικό του χαρτί. Έφυγε τρέχοντας για τη Βήσσανη.

- Όλα έτοιμα. Πάμε και στο Δεσποτικό να τελειώνουμε, του είπε του μπάρμπα Βαγγέλη. Ελπίζω να είναι εκεί ο Δεσπότης.

Με τα χαρτιά στο χέρι, βρήκαν και τον παπά και όρισαν τον γάμο για την Κυριακή το μεσημέρι στο σπίτι του μπάρμπα Χρήστου.

Ένα γερό μπαξίσι στο παιδί που την άλλη φορά τους είχε φέρει τα θλιβερά μαντάτα για το θάνατο της Αντιγόνης της γυναίκας του μπάρμπα Χρήστου και ειδοποιήθηκαν οι οικογένειες της Αλέξως και της Ευδοκίας.

Κυριακή μεσημέρι, όλοι μαζεμένοι από το σόϊ της Γιαννούλας και κανείς από το σόϊ του Γιάννου. Μια πίκρα την είχε ο Γιάννος αλλά η χαρά του που έκανε ταίρι του την Γιαννούλα με παπά και με κουμπάρο, έναν ανεψιό του μπάρμπα Χρήστου, ήταν μεγαλύτερη.

Παρ’ όλη τη στενοχώρια του, δεν ήταν και πολύς ο καιρός που είχε χάσει τη γυναίκα του, ο μπάρμπα Χρήστος ειδοποίησε τον τσομπάνο του και του έφερε ένα σφαγμένο αρνί.

Κάθισαν όλοι στο τραπέζι και ευχήθηκαν στους νεονύμφους. Σαν απόσωσαν το φαγητό και τις ευχές, ο Γιάννος τους είπε.

- Πρέπει να φύγουμε. Έχουμε δρόμο μέχρι το χωριό μας.

- Να πάτε στο καλό.

Σηκώθηκαν όλοι. Η Γιαννούλα ζήτησε την ευχή των γονιών της, φιλώντας τους το χέρι. Φίλησε και το χέρι του μπάρμπα της και τον ευχαρίστησε για όλα.

- Να ζήσετε και να καμαρώσετε παιδιά και εγγόνια, της απάντησε.

Την ευχή τους ζήτησε και Γιάννος.

Ο μπάρμπα Βαγγέλης με δάκρυα στα μάτια, τον αποχαιρέτησε και του έδωσε χίλιες ευχές.

Χαιρέτησαν και την Ευδοκία που η εγκυμοσύνη της ήταν εμφανής πια. Της ευχήθηκαν καλή λεφτεριά με έναν πόνο.

- Θα έρθουμε να σας δούμε. Το πρώτο μωρό στο σόϊ μας, της είπε η Γιαννούλα.

- Γρήγορα και σε δικό σας, της είπε ο γαμπρός της.

Ο Γιάννος απευθυνόμενος στο Ζήκο, του είπε

- Εσείς δε θα έρθετε;

- Θα κάτσουμε ακόμη λίγο. Άντε τραβάτε και το σπίτι είναι έτοιμο και σας περιμένει.

Πήραν και την ευχή του παπά, που τον κράτησαν στο τραπέζι.

Ανέβηκε η Γιαννούλα στο μουλάρι και από πίσω της κάθισε ο Γιάννος. Δεν σταμάτησαν πουθενά. Ήθελαν να φτάσουν όσο πιο δυνατόν γρηγορότερα στο σπίτι τους.

Λίγο πιο κάτω από την εκκλησία της Παναγίας, ο Γιάννος της είπε:

- Μη τυχόν και κατεβάσεις το κεφάλι σου. Εγώ θέλω η γυναίκα μου να είναι στο πλάϊ μου ίσια και όμοια με εμένα. Το κεφάλι ψηλά και με καμάρι. Τώρα θα δουν ποια είναι η Γιαννούλα και ποιός είναι ο Γιάννος.

Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν οι χωριανοί. Η Γιαννούλα καβάλα στο μουλάρι και από πίσω ο Γιάννος! Στεκόντουσαν και τους κοιτούσαν, λες και έβλεπαν κάτι αλλοπρόσαλλο. Ναι, για τα ήθη τους, αλλοπρόσαλλο και εξωπραγματικό ήταν αυτό που έβλεπαν. Και δε μπορούσαν να καταλάβουν, τι γυρεύει με τον Γιάννο;

Έφθασαν στο σπίτι. Έδεσε το μουλάρι στο πάσσαλο. Ξεκρέμασε και έναν ντροβά που του έδωσε η πεθερά του με λίγο αρνί και διάφορα φαγώσιμα. Ο Γιάννος με το κλειδί που του έδωσε ο πεθερός του άνοιξε την πόρτα.

Το σπίτι περιποιημένο καθαρό. Το μπάσι στρωμένο με κάτασπρα σεντόνια με ωραιότατα κοφτά σχέδια. Το ίδιο και τα μαξιλάρια. Πρώτη φορά τα έβλεπε η Γιαννούλα.

- Το έφερα από την Κωνσταντινούπολη, όπως και πολλά άλλα. Κάποια στιγμή θα τα δούμε με την ησυχία μας.

Την είδε που κατευθύνθηκε προς το γήκο. Ακριβώς δίπλα από το γήκο ήταν η κασέλα της. την άνοιξε έβγαλε από μέσα, μια ωραία κεντητή πουκαμίσα και κάτι άλλα ρούχα που αποτελούσαν το δεύτερο νυφικό φόρεμα.

- Δε νομίζω ότι θα σου χρειαστούν, της είπε γελώντας ο Γιάννος.

Πήγε της έπιασε το πρόσωπο και την κοίταξε μέσα στα μάτια, με εκείνο το βλέμμα το σκανδαλιάρικο.

- Μα Γιάννο μου, τόσο δρόμο κάναμε. Ίδρωσα. Πάω να πλυθώ λίγο. Πως θα έρθω από το μαγεριό γυμνή;

Την πήρε από το χέρι και πήγαν μέχρι το μαγεριό και το ξεκλείδωσαν. Στη γωνιά είδαν ένα ταψί σκεπασμένο μ’ ένα μεσάλι. Η Αλέξω μέσα σ’ όλα, πρόλαβε τους έκανε και πίτα.

- Άντε πάρε τη λεκάνη και το σαπούνι, εγώ θα φέρω τα δύο γκιούμια. Γεμάτα είναι. Θα πάμε μέσα στο δωμάτιο να πλυθούμε.

- Σε παρακαλώ Γιάννο μου.

- Όχι μη με παρακαλάς. Άρπαξε τα γκιούμια και βγήκε πρώτος.

Τον ακολούθησε και η Γιαννούλα με τη λεκάνη, το πράσινο σαπούνι και μ’ ένα κομμάτι πετσέτας.

Μόλις μπήκε στο δωμάτιο ο Γιάννος κλείδωσε και την πόρτα. Άρχισε να ξεντύνεται.

Η Γιαννούλα τα έχασε. Αλλιώς της τα είχε πει, η μάνα της.

Έμεινε μπροστά της όπως τον γέννησε η μάνα του.

- Με ξανάδες γυμνό ή κάνω λάθος της είπε, πειράζοντάς την.

Πήρε το πράσινο σαπούνι και το πετσετάκι και σαπουνίστηκε καλά – καλά.

- Δε φτάνω στην πλάτη μου, σε παρακαλώ σαπούνισέ με.

Η Γιαννούλα, πήρε το πανάκι και τον σαπούνιζε. Ντροπαλά στην αρχή. Σιγά – σιγά άρχισε να ξεθαρρεύει. Άντρας της ήταν.

Ο Γιάννος σκουπίστηκε με μια πετσέτα που του έδωσε η Γιαννούλα, την πέρασε στη μέση και της είπε. Σειρά σου τώρα, αλλά θα με αφήσεις να σε σαπουνίσω εγώ.

Της έβγαλε ένα – ένα τα ρούχα. Έμεινε μπροστά του ολόγυμνη.

Κάθε άγγιγμα της πετσέτας, στο σώμα της, ήταν για εκείνη μαρτύριο όπως μαρτύριο ήταν και για τον Γιάννο. Αποζητούσε ο ένας τα χάδια και τα φιλιά του άλλου αλλά προς το παρόν περιορίστηκαν στα αγγίγματα της βρεγμένης πετσέτας, στο άγγιγμα των χεριών του Γιάννου που την αναστάτωναν. Πήρε μια άλλη πετσέτα η Γιαννούλα και σκουπίστηκε καλά.

Ο Γιάννος την άρπαξε στην αγκαλιά του, την έβαλε στο μπάσι, πέταξε την πετσέτα από πάνω του. Αποζήτησε τα χείλη της, τα τσιτωμένα στήθη της και τις σκληρές ρώγες της. Τα χάδια του τα φιλιά του, την αναστάτωσαν πιο πολύ.

Τους είχε πει η μαντάμ Μαργκώ, που ήξερε απταίστως τα ελληνικά σε κάποια πόλη της Ρουμανίας σε μια επίσκεψή τους με έναν φίλο του κυρατζή. «Την γυναίκα πρέπει να τη καταφέρεις να λυθεί μόνη της, με χάδια, με φιλιά, με λόγια τρυφερά. Πρέπει να την κάνεις να σε αποζητάει, και η πρώτη φορά είναι σημαντική για κάθε κοπέλα. Εάν θέλεις κάποιος να πάει ο γάμος του καλά, πρέπει να έχει κατά νου ότι το σμίξιμο του ζευγαριού είναι το σημαντικότερο σ’ ένα γάμο. Εάν υπάρχει πρόβλημα, θα υπάρξει πρόβλημα και σ’ άλλα».

Άρχισε να τη χαϊδεύει σ’ όλο το σώμα. Τα χάδια του τρυφερά στην αρχή, όλο και πιο τολμηρά στη συνέχεια. Η Γιαννούλα λύθηκε. Δειλά – δειλά στην αρχή, πιο θαρρετά αργότερα, άρχισε και εκείνη να τον χαϊδεύει και να τον φιλά σε κάθε σημείο του κορμιού του.

Η ολοκληρωτική ένωσή τους, ήταν το αποκορύφωμα της ηδονής και για τους δύο.

🌹🌹🌹

Ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά. Τα τζιτζίκια είχαν αρχίσει την χορωδία τους. Η Γιαννούλα για πρώτη φορά στη ζωή της, σε προχωρημένη ώρα, βρισκόταν ακόμη στο κρεββάτι. Γύρισε και κοίταξε τον Γιάννο δίπλα της που κοιμόταν. Έβλεπε το ρυθμικό ανεβοκατέβασμα του γυμνού στέρνου του και δεν πίστευε ότι αυτός ο λεβέντης δίπλα της ήταν ό άντρας της. Νόμιζε ότι ονειρευόταν. Ότι όλα αυτά ήταν της φαντασίας της. Νόμιζε ότι από στιγμή σε στιγμή θα βρεθεί στην πραγματικότητα. Εκεί στο παράθυρο να κοιτάζει κατά δρόμο μήπως και δει πουθενά τον Γιάννο της. Άπλωσε το χέρι της και τον σκούντησε.

- Γιάννο, μεσημέριασε.

Και λοιπόν; Θα πας τα γίδια για βοσκή; της είπε γελώντας ο Γιάννος.

- Πάω να ετοιμάσω κάτι. Δεν πεινάς; τον ρώτησε.

- Η αλήθεια είναι ότι πεινάω, μετά από τέτοια πάλη όλη τη νύχτα της είπε, κοιτάζοντάς της με εκείνο το βλέμμα που την αναστάτωνε.

Πετάχτηκε γρήγορα η Γιαννούλα από το μπάσι και ντύθηκε με το δεύτερο νυφιάτικο φόρεμα. Ήθελε να είναι όμορφη για τον Γιάννο της. Πήγε στην κουζίνα και ετοίμασε τον χαμηλό σοφρά. Έβαλε από ένα κομμάτι πίτα για τον καθένα τους. Έκοψε μια ντομάτα και έβαλε και μερικές ελιές σ’ ένα πιατάκι.

Κάθισαν και έφαγαν παρέα.

- Πρέπει να πάω να πάρω νερό. Τα γκιούμια άδειασαν. Θα ρίξω και λίγο νερό στα κηπευτικά. Οπότε θα αδειάσουν και οι βαρέλες, είπε η Γιαννούλα.

- Θα πάμε μαζί.

Η αλήθεια είναι ότι η Γιαννούλα ευχαριστήθηκε απ’ αυτό. Μια αγωνία την είχε. Δεν ήταν δα και λίγα αυτά για τα οποία την κατηγορούσαν. Πως θα περνούσε από το μεσοχώρι;

- Όσο είμαι εδώ και θα είμαι αρκετό καιρό, θα πηγαίνω εγώ για νερό. Σήμερα όμως θα πάμε μαζί.

- Πάω να συγυρίσω το δωμάτιο.

- Και εγώ θα πάω για το πότισμα, αν και δεν είναι η σωστή ώρα. Αλλά από αύριο θα βρούμε τη σειρά μας.

Η Γιαννούλα μάζεψε το ματωμένο σεντόνι, το δίπλωσε και το έβαλε σε ένα σκαμνί μέχρι να το φυλάξει, όπως της είπε η μάνα της.

Έβγαλε κάτι δικά της σεντόνια και μαξιλαροθήκες και έστρωσε το μπάσι. Πήρε τη λεκάνη με τα απόνερα και τα βρώμικα ρούχα να τα πάει πίσω στην πίσω αυλή. Γύρισε να πάρει και τα γκιούμια. Τα άφησε έξω στο πεζούλι για να τα πάρουν να τα γεμίσουν.

Ο Γιάννος σαν να θυμήθηκε κάτι μπήκε στο σπίτι. Είδε τα καινούργια σεντόνια στο μπάσι.

- Πού είναι το σεντόνι; της είπε.

Η Γιαννούλα όλο χαρά, του το έδειξε και του είπε ότι το φύλαξε όπως είναι το πρέπον. Ήταν η απόδειξη ότι δεν την είχε πειράξει κανείς Τούρκος.

Ο Γιάννος το πήρε και της είπε:

- Κοίτα να δεις, μην τολμήσεις και το κρατήσεις. Θα το πλύνεις όπως και τ’ άλλα ρούχα. Αυτές είναι βλακείες, δε θα σηκώσω μπαϊράκι την παρθενιά της γυναίκας μου. Δεν θέλω να αποδείξω σε κανέναν τίποτε. Σ’ αγαπώ γι’ αυτό που είσαι. Για την τόλμη σου, το τσαγανό σου. Γιατί ξεχωρίζεις από τις άλλες γυναίκες, γιατί με αναστατώνεις. Γιατί το δικό σου κορμί ποθώ, γιατί θέλω να είμαι μαζί σου! Και αλήθεια να ήταν, εγώ και πάλι θα σε έκανα γυναίκα μου. Μόνο άμα δεν με ήθελες εσύ, θα έφευγα από τη ζωή σου αλλά και με μια πληγή αγιάτρευτη στην καρδιά μου.

Την βούτηξε πάλι στην αγκαλιά του.

- Κάτσε Γιάννο μου, να πάμε για νερό.

- Έχεις δίκιο. Όλη η ημέρα είναι δική μας.

Άνοιξε το μπόγο του με τα ρούχα του και έβγαλε ένα μεγαλούτσικο πουγκί.

- Εδώ μέσα είναι οι οικονομίες μας. Θα τα τακτοποιήσουμε και θα βάλουμε σ’ ένα σημείο που θα το ξέρεις εσύ και εγώ.

Πήρε από μέσα μια χρυσή λίρα. Την έβαλε στη τσέπη του γιλέκου του και βγήκε έξω να τελειώσει το πότισμα.

Φόρτωσαν τις βαρέλες στο μουλάρι και πήρε ο καθένας από ένα γκιούμι.

- Έχετε κουβά στο πηγάδι; Θα χρειαστούμε και ένα χωνί.

- Ναι έχουμε κουβά. Πάω να φέρω το χωνί.

- Το μεγαλύτερο να φέρεις.

- Και όπως είπαμε, το ψηλά κεφάλι και θαρρετά. Δεν έχεις να ντρέπεσαι τίποτε.

Πέρασαν από το μεσοχώρι. Ένοιωθαν τα περίεργα βλέμματα των χωριανών επάνω τους. Κόντευαν να σκάσουν όλοι τους. Παντρεύτηκαν; Και εάν ναι, τί καμώματα είναι αυτά; Να περπατάνε δίπλα – δίπλα; Να έχει ξέσκεπα τα χέρια της η νύφη;

Χωρίς να ξεφορτώσουν τις βαρέλες από το μουλάρι, ο Γιάννος τράβαγε νερό από το πηγάδι και με το χωνί, όπως ήταν φορτωμένες, τις γέμιζε. Γέμισε και τα γκιούμια. Κλείδωσε και πάλι το πηγάδι και πήραν το δρόμο του γυρισμού.

- Στενοχωριέμαι Γιάννο μου, εάν συναντήσουμε τον πατέρα σου στο δρόμο, τι θα κάνουμε; Κάτι πρέπει να γίνει, να τα βρείτε.

- Αυτό άσε να απασχολεί εμένα και όχι εσένα. Και προς το παρόν δεν με απασχολεί. Με τη σειρά τους όλα.

Περάσαν και πάλι από το μεσοχώρι. Έξω από το μαγαζί, που πήγε να ψωνίσει η Γιαννούλα και άκουσε ό,τι άκουσε από τον μαγαζάτορα, ο Γιάννος σταμάτησε το μουλάρι και το έδεσε από τον πάσσαλο που ήταν γι’ αυτό τον σκοπό. Άφησαν και τα γκιούμια σε μια γωνιά.

Ο Γιάννος της είπε να μπει πρώτη.

- Μα Γιάννο μου, πως να μπω; Αυτός με έκανε και έκλαιγα με μαύρο δάκρυ.

- Μπες και σ’ ακολουθώ και όπως είπαμε με το κεφάλι ψηλά.

Δεν πρόλαβε να ξαφνιαστεί ο μαγαζάτορας με την εμφάνιση της Γιαννούλας, είδε και τον Γιάννο από πίσω της.

Αφού τον καλημέρισαν ο Γιάννος, απευθύνθηκε στη Γιαννούλα:

- Για πες Γιαννούλα, τι χρειαζόμαστε για το σπίτι μας;

Και γυρίζοντας προς τον μαγαζάτορα του είπε:

- Ά δε σου είπα! Παντρευτήκαμε!

Ο μαγαζάτορας κάτι είχε ακούσει να ψιθυρίζεται, ότι είδαν τη Γιαννούλα στολισμένη σαν νύφη με το Γιάννο καβάλα στο μουλάρι, αλλά κανείς δεν το πίστευε. Αλλά νά, που το άκουσε από τον ίδιο τον Γιάννο. Από την ταραχή του, ούτε το τυπικό «να ζήσετε» δεν τους είπε.

- Λέγε Γιαννούλα, της είπε ο Γιάννος.

- Δύο πλάκες πράσινο σαπούνι, δυο οκάδες λάδι, μια οκά ζάχαρη, σπίρτα, οινόπνευμα και συνέχισε να απαριθμεί η Γιαννούλα τις ελλείψεις που είχαν στο σπίτι τους.

Ο μαγαζάτορας έκανε τον λογαριασμό και είπε το ποσό που αναλογούσε για την αγορά τους.

Ο Γιάννος έβγαλε τη χρυσή λίρα.

- Το ξέρω ότι είναι πολλά και ίσως να μην έχεις ρέστα. Κράτα την και δώσε ένα χαρτί με τα υπόλοιπα που μου χρωστάς. Και κάθε φορά που θα έρχεται η Γιαννούλα για ψώνια ή εγώ, θα διορθώνεις το ποσό.

Λίρα χρυσή; Ποιος πελάτης πλήρωνε κατευθείαν μετρητοίς; Όλοι με τα δεφτέρια αγόραζαν. Με αυτή τη λίρα θα αγόραζε τόσα πράγματα για το μαγαζί του.

Ετοίμασε στα γρήγορα το χαρτί. Η Γιαννούλα άπλωσε το χέρι της και το πήρε.

Μόλις έφθασαν στο κατώφλι του μαγαζιού για να βγουν, γυρίζει ο Γιάννος και του λέει

- Μήπως χρωστάς και μια συγγνώμη στη γυναίκα μου;

Χίλια χρώματα άλλαξε ο μαγαζάτορας.

- Τι νόμιζες ότι θα πρόσβαλες την αρραβωνιαστικιά μου με αυτό τον χυδαίο τρόπο και θα το άφηνα έτσι;

- Μα Γιάννο μου, ακούσαμε τόσα πολλά. Έγινε και το φονικό;

- Από ποιον μωρέ τα ακούσατε; Εσύ είδες κάτι; Πως κατηγορείτε τα κορίτσια του κόσμου; Και ποιος είναι αυτός μωρέ που σας τα είπε και τον πιστέψατε.

Τρομοκρατημένος ο μαγαζάτορας του είπε:

- Ο μπάρμπα Λάμπρος μας είπε, ότι την είδε. Δε φταίω εγώ.

- Ακόμη δεν άκουσα τη συγγνώμη σου. Περιμένω.

Σαν βρεγμένη γάτα, ζήτησε συγγνώμη από τη Γιαννούλα.

- Και πού’σαι μη τυχόν και της φερθείς καμιά φορά άσχημα, γιατί τότε θα έχεις να κάνεις μαζί μου και να ξέρεις ότι δεν αστειεύομαι.

Μόνο τεμενάδες δεν έκανε ο μαγαζάτορας μέχρι που τους είδε να φεύγουν από το μαγαζί.

- Ένας – ένας και με τη σειρά θα μπουν στη θέση τους, είπε στη Γιαννούλα.

- Μα ο μπάρμπα Λάμπρος γιατί να πει τέτοιο ψέμα; Τον ρώτησε η Γιαννούλα.

- Για βάλε το μυαλό σου να δουλέψει.

- Δε μπορώ να σκεφτώ κάτι. Γείτονάς μας είναι. Γιατί;

- Γιατί μάλλον με καλόβλεπε για καμιά κόρη του. Και όχι μάλλον, με καλόβλεπε. Του χάλασες το όνειρο. Αλλά θάρθει και η σειρά του. Βάζεις στοίχημα ότι τώρα όλοι στο καφενείο έμαθαν ότι παντρευτήκαμε; Σαν να είμαι εκεί και βλέπω τον μαγαζάτορα να τους το ανακοινώνει. Να δω τα μούτρα τους όταν θα τους το ανακοινώσω και εγώ. Την κατάλληλη στιγμή περιμένω.

Γύρισαν στο σπίτι τους. Άνοιξαν και το μπαούλο να δει και να θαυμάσει η Γιαννούλα αυτά που της είχε φέρει ο Γιάννος της. Τα κοίταζε και τα ξανακοίταζε και δε πίστευε ότι όλα αυτά ήταν δικά της. Ξεχώρισε ο Γιάννος μια αραχνοΰφαντη πουκαμίσα στο χρώμα του ουρανού.

- Νυχτικό το λένε. Και το φοράνε στον ύπνο. Από ταπόψε θέλω να το φοράς.

- Μα Γιάννο μου, είναι σαν μη φοράω τίποτε.

- Και λοιπόν; Έτσι σε θέλω γυμνή δίπλα μου.

- Έβγαλε και για τον εαυτό του μια μακριά άσπρη πουκαμίσα, πιο χοντρή η δική του.

- Αυτά θα είναι τα ρούχα του ύπνου μας. Όταν θα χειμωνιάσει θα πάμε στα Γιάννενα να αγοράσουμε χειμωνιάτικα. Έχω πάρει από ένα ζευγάρι στον καθένα μας.

Η Γιαννούλα στάθηκε ιδιαίτερα σε μια μεταλλική χτένα που ήταν διακοσμημένη με μικρά πετραδάκια σε διάφορα χρώματα.

- Από το παζάρι της Πόλης, της είπε ο Γιάννος.

Είχαν περάσει τρία μερόνυχτα από τον γάμο. Τρεις ημέρες που δε ξεκόλλησε ο Γιάννος από δίπλα της, παρά μόνον το πρωί που πήγαινε να φέρει το νερό. Τρεις νύχτες απόλυτης ευτυχίας! Μόνο η θύμηση του αδελφού της και η τροπή των γεγονότων με τον πεθερό της σκίαζε την ευτυχία της Γιαννούλας.

- Σήμερα το απόγευμα, θα πάω στο καφενείο. Είναι η σειρά τους να πάρουν το μάθημά τους. Τι κρίμα να μην είσαι από μεριά να δεις τα μούτρα τους.

- Μη Γιάννο μου, μη πας. Σε παρακαλώ.

- Μη φοβάσαι, ήδη θα έχουν μαζευτεί τώρα και θα κατάπιαν την γλώσσα τους. Μήπως νομίζεις ότι δεν άρχισαν να έχουν αμφιβολίες, γι’ όλα αυτά που τους έλεγε ο μπάρμπα Λάμπρος;

Ήρθε η ώρα που Γιάννος ντύθηκε και τράβηξε για το καφενείο. Ήξερε ότι ήταν και ή ώρα του γείτονα να πιει τον καφέ του. Τον είχε δει που κατέβαινε και ήξερε ότι κάπου θα τον δει.

Η Γιαννούλα μέσα στο μαγεριό, καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτε. «Μα γιατί το συνεχίζει ο Γιάννος μου, γιατί δε δίνει τόπο στην οργή;»

Μόλις άκουσε τη φωνή της Αλέξως που φώναζε έξω στην αυλή, βγήκε τρέχοντας σφουγγίζοντας τα μάτια.

- Τί έχεις; της είπε η Αλέξω. Έγινε τίποτε με τον Γιάννο; Δεν ήρθα, για να σας αφήσω μόνους. Τί έγινε; Αν και τον Γιάννο τον είδα μια χαρά τώρα που ήρθε και μαζί με τον Ζήκο ανηφόρησαν για το καφενείο.

- Όχι τίποτε. Μια χαρά είμαστε με τον Γιάννο. Είμαι ευτυχισμένη αδελφούλα μου. Τι είπες; Πήρε το Ζήκο και ανηφόρισαν για το καφενείο;

- Ναι, και βρήκα την ευκαιρία να έρθω να σε δω.

- Έκατσε και της είπε, αυτά που της είπε ο Γιάννος «ότι θα πάρουν το μάθημά τους». Φοβάμαι Αλέξω. Φοβάμαι.

- Τι φοβάσαι. Δεν πρέπει να πάρουν το μάθημά τους; Είναι και ο Ζήκος μαζί του. Μη φοβάσαι.

Σαν να ηρέμησε λίγο η Γιαννούλα.

Ξαφνιάστηκαν όλοι οι θαμώνες μόλις είδαν τον Γιάννο με τον Ζήκο. Ο Ζήκος έκατσε στην πόρτα σαν φρουρός, ο Γιάννος προχώρησε πήγε στον πάγκο του μαγαζάτορα και του είπε:

- Να κεράσεις όλο το μαγαζί. Κερνάω για τον γάμο μου.

Και γυρνώντας προς τους θαμώνες:

- Ναι ωρέ, καλά καταλάβατε παντρεύτηκα την αγαπητικιά του Τούρκου, τους είπε ειρωνικά.

Κοκκάλωσαν όλοι. Κανείς δε μίλησε.

- Και δε μου λέτε ωρέ, είσαστε άντρες εσείς που πιστέψατε ένα θρασίμι και κοίταξε προς τη μεριά του μπάρμπα Λάμπρου, που σας κατηγορούσε τη Γιαννούλα και εσείς σαν όρνια τον πιστέψατε. Ποιός σας έδωσε το δικαίωμα να γίνετε δικαστές, ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να διώξετε μια οικογένεια από το χωριό μας; Ποιός; Την είδατε με τα μάτια σας; Είδατε τη φουσκωμένη κοιλιά της;

Έβλεπε ο μπάρμπα Λάμπρος ότι έσφιγγε ο κλοιός του γύρω και σηκώθηκε να φύγει. Έφθασε κοντά στην πόρτα.

Ο Ζήκος στην πόρτα πάντα, του φώναξε.

- Από εδώ, δε θα βγεις.

Δεν πρόλαβε να πει τίποτε ο μπάρμπα Λάμπρος και ένοιωσε το χέρι του Γιάννου να τον σφίγγει σαν τανάλια στο μπράτσο του.

- Μίλα ρε θρασίμι! Είδες την αρραβωνιαστικιά μου, να την πασπατεύει Τούρκος; Λέγε ωρέ γιατί εδώ μπροστά σ’ όλους θα σου κόψω τη γλώσσα σου, για να μην ξανακατηγορήσεις και άλλη κοπέλα. Τι νομίζεις ρε, ότι τις θυγατέρες σου θα τις παντρέψεις λασπώνοντας την τιμή και την υπόληψη των άλλων κοριτσιών; Λέγε την είδες;

- …. Τα γεγονότα….

- Ποια γεγονότα;

- Το φονικό, τα σπαράγγια δεν θέλει και πολύ για να μπερδευτεί κανείς.

- Σε ξαναρωτάω την είδες; Με ένα ναι και με ένα όχι, θα μου απαντήσεις.

Ένα τρεμάμενο ‘όχι’ βγήκε από τα χείλη του.

- Δυνατά βρε, να σε ακούσει όλο το μαγαζί ειδεμή στην έκοψα τη γλώσσα σου και τράβηξε το σουγιά του.

- ΟΧΙ.

- Άκουσες τη πεθερά μου και την τότε αρραβωνιαστικιά μου να τσακώνονται για γκαστρώματα;

- ΟΧΙ

- Τα ακούσατε χωριανοί; Μπράβο και σ’ εσάς που τον πιστέψατε και την καταδικάσατε.

Ακούστηκε μια φωνή από έναν παππού που καθόταν μόνος του σ’ ένα τραπέζι.

- Εγώ από την πρώτη στιγμή τους είπα, να μην καταδικάζουν και γενικά να μην είναι ευκολόπιστοι στο κάθε τί, που λέει ο καθένας. Έχω αρκετά χρόνια στην καμπούρα μου και έχω ακούσει και έχω δει τόσα πολλά. Δεν με άκουσαν. Προτίμησαν να ακούσουν τον Λάμπρο. Να σε χαίρονται οι γονείς σου Γιάννο μου και προπαντός να σε χαίρεται η γυναίκα σου. Έβαλες τα πράγματα στη θέση τους. Όσο για εσάς χωριανοί, αυτό να σας γίνει μάθημα. Να μην κρίνετε κανέναν. Για σένα Λάμπρο τι να πω; Ντροπή σου!

- Σ’ ευχαριστώ παππού. Να είσαι καλά, του είπε ο Γιάννος.

Ο Γιάννος άρπαξε τον μπάρμπα Λάμπρο από τον γιακά και τον πέταξε έξω από το μαγαζί.

- Το μαγαζί είναι δικό μου για απόψε και το θρασίμι από εδώ δεν το θέλω. Κέρνα όλο το μαγαζί και όλους όσους θα έρθουν.

Σε λίγο άρχισαν τα τσουγκρίσματα και οι ευχές για το νιόπαντρο ζευγάρι.

Ο Γιάννος με τον Ζήκο έκατσαν με την παρέα του παππού.

- Θα μου επιτρέψεις μια συμβουλή Γιάννο μου, του είπε ο παππούς.

- Σ’ ακούω παππού.

- Ξέρω ότι στενοχωρέθηκες με τον πατέρα σου. Δε λέω πως δε φταίει. Φταίει και εκείνος γιατί βασίστηκε στα λόγια του Λάμπρου. Αλλά είναι πατέρας σου. Όταν κατέβει από το βουνό θα μάθει την αλήθεια. Θα καταλάβει το φταίξιμό του. Θα νοιώσει πολύ άσχημα. Δώσε τόπο στην οργή γιε μου και πήγαινε να τον δεις. Πήγαινε πρώτα χωρίς τη γυναίκα σου. Ήδη θα νοιώθει άσχημα απέναντί σου, πόσο μάλλον απέναντι στη γυναίκα σου. Μετά θα βρουν όλα τον δρόμο τους.

Ο Γιάννος σηκώθηκε και με ευγνωμοσύνη του φίλησε το χέρι.

- Σ’ ευχαριστώ! Έτσι θα κάνω.

Έκατσαν ακόμη λίγο στο μαγαζί. Σηκώθηκε ο Γιάννος και έβγαλε κάμποσους παράδες από το γιλέκο του. Για τα κεράσματα του είπε του καφετζή.

- Μα είναι πολλά!

- Κέρνα και αύριο. Κέρνα τους όλους εκτός από το θρασίμι που δε νομίζω να έχει μούτρα και να ξαναφανεί, του είπε ο Γιάννος.

Γύρισαν στο σπίτι των νεονύμφων. Ήξεραν ότι είναι και η Αλέξω μαζί με την Γιαννούλα.

Το χαμόγελο της Γιαννούλας επανήλθε στο πρόσωπό της μόλις είδε τον Γιάννο της.

- Έπρεπε να ήσασταν από μια μεριά να βλέπατε τον μπάρμπα Λάμπρο. Να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Σαν την τρίχα από το ζυμάρι τον πέταξε ο Γιάννος από το καφενείο, είπε ο Ζήκος.

Έκατσαν και διηγήθηκαν τα πάντα.

- Σού είπα Γιαννούλα, ότι θα πάρουν όλοι το μάθημά τους και το πήραν. Μη στενοχωριέσαι και με τον πατέρα μου τα πράγματα θα διορθωθούν. Σύντομα θα μάθει την αλήθεια.

 

Συνεχίζεται…

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.