Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας…

Σκέφτομαι, αισθάνομαι, ελπίζω… Εύχομαι να ονειρευόμαστε με μάτια ανοιχτά, όνειρα με χρώματα του ουράνιου τόξου και με ατέλειωτα ευωδιαστά γιασεμιά. Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας… ό,τι ευχάριστο και αγαπημένο στη ζωή σας! Χαιρετώ σας… Αίγλη Μότσιου.

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025

Νουβέλα: Η Γιαννούλα της Αρετής Γραμμόζη - Παπαδημάτου (Μέρος όγδοο και τελευταίο)

Τέλος Μαρτίου! Το κρύο ακόμη τσουχτερό. Βαρύ χειμώνα είχαν εφέτος. Ο μπάρμπα Νικόλας εκεί κοντά στο τζάκι μέσα στο μαγεριό έπινε τον καφέ του. Η γυναίκα του όλο και βολόδερνε και μ’ όλο με κάτι ανακατευόταν.

Την κοίταξε.

«Τί φταίει και αυτή η έρμη; Με το πείσμα μου και τον εγωϊσμό μου, της στέρησα το παιδί της. Που να με πάρει και να με σηκώσει, να πεις ότι δεν ήρθε; Παρ’ όλο που το φταίξιμο είναι δικό μου, ήρθε να μου μιλήσει. Και εγώ τι έκανα; Τσακώθηκα μαζί του και τον έδιωξα. Πάτησα πάνω στο γεγονός, ότι παντρεύτηκε χωρίς την παρουσία μας. Και τι να έκανε; Αφού είδε ότι μαζί μου, δεν έβγαζε άκρη. Όχι, δε με πείραξε που παντρεύτηκε χωρίς την παρουσία μου. Ζήλεψα, ζήλεψα την τόλμη του. Την τόλμη που δεν την είχα εγώ, που δεν σήκωσα ανάστημα τότε που έπρεπε και άφησα τη Λένη μου. Την ατολμία μου, την ανανδρεία μου, προσπάθησα να την κάνω 'ανάστημα' απέναντι στο παιδί μου.

Χαντακώθηκα εγώ και μου έφταιξε το παιδί μου. Χαντάκωσα και τη γυναίκα μου. Τόσα χρόνια παντρεμένοι και δεν της είπα ποτέ έναν γλυκό λόγο. Δεν έκανα καμιά προσπάθεια, να την κάνω να χαμογελάσει, να έχει κάποιες στιγμές ευτυχίας. Φαντάζομαι ότι οι μόνες στιγμές ευτυχίας της, θα ήταν οι στιγμές που είχε τα παιδιά αγκαλιά της. Αλλά και αυτές πόσες να ήταν; όταν όλες οι δουλειές περνούσαν από τα χέρια της. Και τώρα καθόμαστε σαν κούτσουρα εδώ πέρα. Ο Γιώργος φευγάτος και αυτός. Με το καλό όταν παντρευτεί, τον μισό χρόνο θα λείπει στα χειμαδιά. Και εμείς εδώ μετράμε τις μέρες και τις νύκτες της μοναξιάς μας. Πως τα κατάφερα έτσι;»

- Όλγα φτιάξε και άλλον ένα καφέ να τον πιούμε παρέα.

Η γυναίκα του, ούτε καν γύρισε να τον κοιτάξει. Από τότε που τσακώθηκε με τον Γιάννο, έκανε τα τυπικά, μαγείρεμα, λάτρα και φροντίδα του σπιτιού. Κάθε πρωί του έφτιαχνε και τον καφέ του. Ποτέ δεν του μιλούσε ακόμη και όταν τη ρωτούσε κάτι, σπάνια του απαντούσε και μόνον όταν έκρινε ότι ήταν αναγκαίο.

Πως να του συγχωρήσει ότι έκανε τους αρραβώνες του Γιώργη χωρίς την παρουσία του Γιάννου; Πως να του συγχωρήσει ότι με το πείσμα του χώρισε τα αδέλφια. Ήξερε βέβαια ότι τα παιδιά βλεπόντουσαν, εύρισκαν τον τρόπο και καλά έκαναν. Αδέλφια ήταν. Το έμαθε από την Μαρία της. Αλλά γιατί να μην είναι και ο Γιάννος στη χαρά του αδελφού του;

- Όλγα, σου κρένω δε μ’ ακούς; Φτιάξε ένα καφέ, παράτα ότι κάνεις και έλα να τον πιούμε παρέα.

Ξαφνιάστηκε η γυναίκα του. Γύρισε και τον κοίταξε απορημένη.

- Απόρησες που σε φώναξα με το όνομά σου. «Τσαλ Νικόλαινα» - (γυναίκα του Νικόλα) από εδώ, «Τσαλ Νικόλαινα» από εκεί. « Ώ λα μουγέρι» (ώ γυναίκα) εγώ, ξέχασες και το όνομά σου. Κάτσε θέλω να κουβεντιάσουμε.

Πήρε το μπρίκι η γυναίκα του και ετοίμασε τον καφέ. Γέμισε δυο φλυτζάνια και τα ακούμπησε στο χαμηλό σοφρά και έκατσε απέναντί του.

Ο μπάρμπα Νικόλας τεντώθηκε και έπιασε το χέρι της και το χάϊδεψε τρυφερά. Για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια του γάμου τους, ένοιωσε ένα τρυφερό άγγιγμα από τον άνδρα της. Ποτέ μα ποτέ, ούτε και τις προσωπικές στιγμές τους, δεν άκουσε έναν τρυφερό λόγο, δεν ένοιωσε ένα τρυφερό άγγιγμα.

- Το ξέρω ότι από τον γάμο μας δε πήρες καμιά χαρά. Δεν βρήκες την αγάπη. Δεν ένοιωσες ευτυχία. Η μόνη ευτυχία ήταν και είναι τα παιδιά σου. Και εγώ τι σου έκανα; Σε χώρισα από τον γιο σου! Το κρίμα μου είναι μεγάλο. Μέρες τώρα το σκέφτομαι. Συγχώρεσέ με για το κακό που σου έκανα. Συγχώρεσέ με για όλα αυτά τα δύστυχα χρόνια που πέρασες δίπλα μου χωρίς αγάπη.

- Δεν ξέρω τί είναι η αγάπη, για να ξέρω τί στερήθηκα. Από τη στιγμή που κατάλαβα τον εαυτό μου, ήξερα ότι εσύ θα γινόσουν ο άντρας μου, αφού μας αρραβώνιασαν από την κοιλιά ακόμη. Αλλά για το ό,τι με απόκοψες από τον γιό μου και τη νύφη μου, ναι αυτό δεν σου το συγχωρώ.

Οι λυγμοί τράνταζαν όλο το κορμί της. Με την ανάστροφη της παλάμης του, σκούπιζε ο μπάρμπα Νικόλας και τα δικά του μάτια.

- Άντε, γυναίκα και αμέσως διόρθωσε, άντε Όλγα ας αφήσουμε τα κλάματα και πες μου και εσύ πως θα το διορθώσω; Το φταίξιμο είναι δικό μου. Λέω να πάμε. Τι λες και εσύ;

- Μα τι με ρωτάς άντρα μου και βέβαια να πάμε! Πες μου πότε; Να’ ξερες τι χαρά μου δίνεις;

- Αν είναι εδώ ο Γιάννος και δεν είναι σε κανένα αγώϊ, λέω να πάμε και απόψε. Ειδεμή όταν γυρίσει. Άντε ας πιούμε τον καφέ μας.

- Μόνο καφέ θα πιούμε άνδρα μου, αυτό σηκώνει και κέρασμα.

- Συνήθισέ το και συ, σιγά – σιγά να με λες Νικόλα.

Τρέχοντας έφυγε η Όλγα να βάλει από το καλό ποτό που περίσσεψε από τους αρραβώνες του Γιώργη και πρόσθεσε και λίγο γλυκό του κουταλιού, που της έδωσε η Μαρία της.

🌹🌹🌹

Είχαν περάσει έξι μήνες από τον γάμο τους. Έξι μήνες και είχαν γίνει τόσα πολλά. Γέννησε η Ευδοκία ένα ωραίο γλυκό κοριτσάκι, έμεινε έγκυος και η Αλέξω και ήταν πέντε μηνών, έγινε η απελευθέρωση των Ιωαννίνων και ξεκουμπίστηκαν οι Τούρκοι από τα μέρη τους. Οι Έλληνες, εκτός από τον τόπο τους, ελευθέρωσαν και άλλα μέρη βορειότερα. Δεν υπήρχε κίνδυνος για τα σύνορα. Η ευτυχισμένη ζωή της συνεχιζόταν. Όλα καλά με τον Γιάννο της που την κοίταζε μέσα στα μάτια και προσπαθούσε να προλάβει κάθε επιθυμία της. Πριν ακόμη αρχίσει ο βαρύς χειμώνας την είχε πάρει μαζί του σ’ ένα αγώγι μέχρι την Καστοριά. Την πήγε σε φιλικά σπίτια στα Ζαγόρια. Για να μη τρώνε τα έτοιμα είχε αρχίσει και έκανε αγώγια σε κοντινές αποστάσεις γιατί ήθελε να κάτσει μαζί της τον πρώτο καιρό. Ήθελε να καταφέρει τους γονείς της, να έρθουν να κάτσουν στο σπίτι τους και να τους αφήσει και τη Γιαννούλα. Δεν είχε κανένα παράπονο. Πήγαιναν τακτικά και έβλεπαν τους γονείς της, δυο τρεις φορές πήγαν και είδαν και την Ευδοκία. Κάθε φορά που έπαιρνε το μωρό αγκαλιά, σκεφτόταν πότε θα έρθει η στιγμή να κρατήσει και αυτή το δικό της παιδί, δικό της και δικό του. Δύο πράγματα σκίαζαν την ευτυχία της. Ο αδελφός της που ακόμη δεν είχε γυρίσει και η στάση του πεθερού της. Τον ένοιωθε και τον Γιάννο της, στενοχωρημένο από την συμπεριφορά του πατέρα του. Ευτυχώς όμως μάθαινε νέα από την αδελφή του, που ερχόταν και τους έβλεπε όπως και από τον Γιώργη που όσες φορές κατέβαινε από το βουνό και πάντα κρυφά από τον πατέρα του, περνούσε να τους δει. Μπορεί να ήταν πικραμένος ο Γιάννος, αλλά την έννοια για τους γονείς του, την είχε.

Εκείνη την ημέρα καθάριζε φακές. Ο Γιάννος της από τα χαράματα είχε φύγει αγώϊ. Της είχε πει ότι θα γυρίσει πριν νυχτώσει.

«Θα πάω σήμερα» σκέφτηκε. «Είναι ευκαιρία που λείπει ο Γιάννος. Δε μπορώ να το κρύψω άλλο από το Γιάννο. Ήδη χθες μου είπε ότι στρογγύλεψα. Τα μπάλωσα ότι πήρα επάνω μου μετά από την ανορεξία που είχα πριν από το γάμο μου. θα πάω και ότι γίνει. Ας με διώξει. Θα κάνω και εγώ την προσπάθειά μου».

Χάϊδεψε την κοιλιά της, όπως τα υπολόγιζε πρέπει να ήταν τριών μηνών.

Τελείωσε το καθάρισμα και άφησε τις φακές στην άκρη.

Πήγε μέσα στο δωμάτιο, φόρεσε την καλή της φορεσιά, έριξε και το βαρύ σιγκούνι της γιατί έκανε πολύ κρύο, ποδέθηκε με τις χοντρές κάλτσες της, φόρεσε το τσιουπάρι της και τα καινούργια της τσαρούχια και ξεκίνησε για το σπίτι των πεθερικών της.

Σταμάτησε στο μαγαζί, πήρε μια οκά ζάχαρη και ένα κουτί λουκούμια. Ό,τι έπρεπε ήταν, για τα ευχάριστα νέα που θα τους έλεγε. Ευχάριστα για εκείνη, τώρα τί θα ήταν για τα πεθερικά της, δεν ήξερε.

Φθάνοντας στην αυλόπορτα, δεν κοντοστάθηκε καθόλου. Ήταν αποφασισμένη να πάει και θα πήγαινε.

Πήγε κατά το κυρίως σπίτι. Χτύπησε την πόρτα. Δεν της απάντησε κανείς. Αφουγκράστηκε αλλά δεν άκουσε κανέναν θόρυβο. Θα είναι στο μαγεριό σκέφτηκε.

Χτύπησε την πόρτα του μαγεριού.

Άνοιξε η πεθερά της. Από την έκπληξή της δε μπόρεσε να αρθρώσει λέξη.

- Να περάσω;

- Και βέβαια κόρη μου, της είπε. Κουβέντα στην πόρτα θα κάνουμε;

- Ποιος είναι; ακούστηκε η φωνή του μπάρμπα Νικόλα.

- Η νύφη μας, η τσαλ Γιάννου.

Ο πεθερός της σηκώθηκε και ήρθε στην πόρτα, ευχάριστα ξαφνιασμένος, της είπε:

- Πέρνα μέσα Γιαννούλα μου, μη στέκεσαι στο κρύο.

Ήταν η σειρά της Γιαννούλας να ξαφνιαστεί. Να την αποκαλέσει ο πεθερός της Γιαννούλα και όχι τσαλ Γιάννου ή νύφη; Και το ξάφνιασμα δε σταμάτησε εκεί όταν είδε τον πεθερό του, να ανοίγει την αγκαλιά του και να τη φιλά στο μέτωπο.

Σαν αυτόματο η Γιαννούλα έσκυψε και του φίλησε το χέρι του και το ίδιο έκανε και με την πεθερά της.

Ξαφνιασμένη και η πεθερά της τη ρώτησε:

- Είναι καλά ο Γιάννος;

- Μια χαρά. Έχει πάει για αγώϊ και θάρθει πριν βραδιάσει.

Είδε τον σοφρά στρωμένο και κατάλαβε ότι τους διέκοψε από το μεσημεριανό τους.

- Σας σήκωσα από το τραπέζι. Ίσως δεν έπρεπε να έρθω αυτή την ώρα. Σας έφερα μια οκά ζάχαρη και λουκούμια.

- Σ’ ευχαριστούμε. Πάω να φέρω ένα πιάτο και για σένα.

Όλο και περισσότερο της παραξοφαινόταν της Γιαννούλας. Τέτοια υποδοχή δεν την περίμενε.

Έκατσε στο σκαμνάκι μαζί τους και άρχισε να τρώει. Πατάτες γιαχνί ήταν το φαγητό της πεθεράς της με φέτα δική τους, ζυμωτό ψωμί και λίγες ελιές σ’ εάν πιατάκι.

Σαν τελείωσαν το φαγητό, η Γιαννούλα άρχισε να σηκώνει τα πιάτα από τον σοφρά.

- Αυτά άστα είναι δική μου δουλειά της είπε η πεθερά της και της πήρε τα πιάτα από το χέρι.

Τα σήκωσε γρήγορα – γρήγορα, καθάρισε τον σοφρά και έκατσε πάλι στο σκαμνί της.

- Λοιπόν Γιαννούλα, μας ξάφνιασε ευχάριστα η επίσκεψή σου, της είπε ο πεθερός της. Μια και ήρθες πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη. Δεν ξέρω παιδί μου, πως το έκανα αλλά θόλωσε ο νους μου όταν τα άκουγα από τον Λάμπρο. Που να ξέρω παιδί μου ότι μου έλεγε ψέματα. Δικό μου το φταίξιμο. Στενοχώρησα και τον πατέρα σου. Δικό μου φταίξιμο και το φέρσιμό μου στον Γιάννο μετά τον γάμο σας. Εκείνος φέρθηκε αντρείκια. Αντέδρασα άσχημα γιατί αλλιώς ονειρευόμουν τον γάμο του μεγάλου μου γιου. Δεν φταίει βέβαια εκείνος, εγώ ήμουν ξεροκέφαλος και δεν τον άκουγα. Εκείνος από τη πρώτη στιγμή δεν πίστεψε ότι τραβιόσουν με τον Τούρκο.

- Ας τ’ αφήσουμε πίσω μας αυτά. Συμβαίνουν παρεξηγήσεις. Ας κοιτάξουμε μπροστά, τώρα κιόλας που σε έξι μήνες θα κρατάτε το πρώτο εγγόνι σας.

- Τι είπες; Της είπε η πεθερά της.

- Ναι μάνα, είμαι έγκυος. Είσαστε οι πρώτοι που το μαθαίνετε. Ούτε η μάνα μου το ξέρει, ούτε η Αλέξω αλλά ούτε και ο Γιάννος.

Σηκώθηκαν και οι δύο και την έβαλαν στην αγκαλιά τους.

Είδε τον πεθερό της, αυτόν τον σκληροτράχηλο ηλιοκαμένο άντρα, να σκουπίζει με την ανάστροφη της παλάμης του τα δακρυσμένα μάτια.

- Ήταν ανοικτά τα ουράνια σήμερα Όλγα μου, οι σκέψεις μου πήγαν στον ουρανό και γύρισαν στη νύφη μας. Δεν εξηγείται διαφορετικά αυτό που ζούμε.

Η Γιαννούλα δεν κατάλαβε και τότε ο πεθερός της, της είπε ότι είχανε την κουβέντα τους το πρωί και σκόπευαν να τους κάνουν επίσκεψη.

- Φταίω και πρέπει να ζητήσω συγχώρεση και από τον γιο μου.

- Αλλά θα έρθουμε αύριο με την ησυχία μας. Θέλω να φτιάξω και λαγγίτες για τα καλά νέα και καλή αρχή των σχέσεων μας. Να βρω και ένα φυλαχτό που φορούσα στις εγκυμοσύνες μου, της είπε η πεθερά της.

- Πρέπει να φύγω, να προλάβω να μαγειρέψω. Να βρει έτοιμο φαγητό ο Γιάννος.

- Να πας στο καλό κόρη μας και μη του πεις τίποτε, για την επίσκεψή μας.

- Ούτε και για τη δική μου, θα του πω. Θα το μάθει αύριο.

Μόλις έφυγε η Γιαννούλα, ο πεθερός της αναφώνησε.

- Δε μπορεί, είναι άγγελος! Πως γίνεται σήμερα μετά την πρωϊνή συζήτηση που είχαμε, να έρθει στο σπίτι μας. Ευλογημένο άτομο!

Η Γιαννούλα ετοίμασε το φαγητό, τάϊσε τις κότες και την κατσίκα της, και άναψε και το τζάκι στο δωμάτιο που κοιμόντουσαν. Ήθελε να έρθει ο Γιάννος της και να βρει το σπίτι ζεστό. Ζέστανε και νερό για το μπάνιο του. Μαζεύτηκε στη γωνιά στο τζάκι αλλά από τη χαρά της δε μπορούσε να βελονιάσει το κέντημα που είχε αρχίσει.

Μόλις τον άκουσε να μπαίνει στην αυλή, βγήκε έξω να τον προϋπαντήσει.

- Μπες μέσα, δεν έχω τίποτε για ξεφόρτωμα. Κάνει κρύο, να τακτοποιήσω τα μουλάρια και έρχομαι της είπε.

Η Γιαννούλα έστρωσε τον σοφρά, γέμισε το πιάτο του Γιάννου με τις φακές που μαγείρεψε, έβαλε ελιές, τουρσί και έκοψε και ψωμί. Στο δικό της πιάτο πολύ λίγο ίσια για να του κάνει παρέα. Πήρε και τον μαστραπά και την πετσέτα να του ρίξει νερό να πλύνει τα χέρια του.

- Πως τα πέρασες σήμερα; Τη ρώτησε όσο έπλενε τα χέρια του.

- Μετρώντας τις ώρες μέχρι να έρθεις, του είπε η Γιαννούλα.

- Γιατί δε τρως και έβαλες τόσο λίγο φαΐ στο πιάτο σου;

- Δεν πεινάω και πολύ! Για να πω την αλήθεια την ώρα που τελείωσα τη φακή έβαλα λίγη σ’ ένα πιάτο και δοκίμασα.

Πως να του πει ότι έφαγε στο πατρικό του!

Ο Γιάννος τη κοίταξε καλά – καλά.

- Αύριο λέω να πάμε στους γονείς σου. Έμαθα ότι υπάρχει ένα γραφείο στο Γιάννενα και απευθύνονται οι συγγενείς όσων είχαν παιδιά στον πόλεμο. Λέω να τους το πω, να κάτσεις με τη μάνα σου και εγώ με τον πατέρα σου να πάμε να ρωτήσουμε.

- Όχι αύριο Γιάννο μου, να πάμε μεθαύριο. Έχω κάποια δουλειά που πρέπει να κάνω. Άς την τελειώσω γιατί γύρευε πόσες ημέρες θα σας πάρει.

- Εντάξει μεθαύριο τότε. Ελπίζω να έχουμε καλά νέα.

- Αμήν Παναγία μου.

Τελείωσε το πλύσιμο των πιάτων και έκατσε δίπλα του, να πυρώσει στη φωτιά τα παγωμένα χέρια της.

- Πάω να ανάψω τη λάμπα και να ρίξω κανένα κούτσουρο στο τζάκι του είπε.

- Και εγώ να κουβαλήσω κούτσουρα, θα κάψουμε πολλά μ’ αυτό το κρύο που κάνει.

- Σου έχω και έτοιμο το νερό, του είπε.

Στοίβαξε τα κούτσουρα ο Γιάννος στο τζάκι. Έκατσαν στις μεγάλες μαξιλάρες που ήταν αραδιασμένες μπροστά στο τζάκι. Οι χειμωνιάτικες νύχτες μπροστά στο τζάκι ήταν ατελείωτες. Και πως να περάσουν; Πότε με σφιχτοαγκαλιάσματα, πότε με κέντημα και πλέξιμο για την Γιαννούλα, με σκάλισμα ξύλου για τον Γιάννο.

Εκείνη το βράδυ η Γιαννούλα από την χαρά της και την αγωνία, δεν είχε όρεξη να απασχολήσει τα χέρια της με κανένα εργόχειρο.

- Τι έχεις εσύ; Έχεις κάτι;

- Τίποτε γιατί;

- Δεν έφαγες, το πρόσωπό σου λάμπει, είσαι με κάτι χαρούμενη. Δεν ξέρεις να κρυφτείς Γιαννούλα.

- Μα να μην είμαι χαρούμενη που είμαι με τον άντρα μου; δεν είναι ευτυχία κάθε στιγμή που ζω μαζί σου;

Τον βοήθησε να κάνει μπάνιο, άδειασε το νερό από την σκάφη έξω στην αυλή, μάζεψε τα άπλυτα ρούχα και τα πήγε στο μαγεριό. Το κλείδωσε και χώθηκε γρήγορα στο δωμάτιο. Έβαλε και τη σιδεριά στην πόρτα.

Χώθηκε στην αγκαλιά του και τον παρότρυνε να της πει ιστορίες από τα ταξίδια του.

Την άλλη μέρα σηκώθηκε πρωί – πρωί. Άρμεξε την κατσικούλα τους, έβρασε το γάλα και δυο αυγά. Με το που θα σηκωνόταν ο Γιάννος θα έφτιαχνε και τον καφέ του.

Κάτι έπρεπε να φτιάξει για το βράδυ. Εντάξει θα έφερνε η πεθερά της λαγγίτες, έπρεπε και εκείνη να κάνει κάτι να τους γλυκάνει με δικό της γλυκό. Αποφάσισε να κάνει μια ωραία τυρόπιτα και ένα ωραίο γλυκό με βούτυρο, ζάχαρη, αυγά. Ένα γλυκό που της το έμαθαν στα Ζαγόρια. Μάλιστα δυο υλικά που έπρεπε να βάλει μέσα και να μοσχοβολάει, της τα έδωσαν. Το είχε ξανακάνει και το είχε πετύχει. Θα μαγείρευε και για το μεσημέρι κάτι εύκολο. Μετά το πρωϊνό τους ανασκουμπώθηκε.

- Γιατί τόσες ετοιμασίες; Γιορτάζουμε κάτι;

- Την άνοιξη που έρχεται, του είπε χαμογελώντας.

- Μόνο άνοιξη δεν είναι. Κάνει πολύ κρύο αυτές τις ημέρες της είπε ο Γιάννος.

- Που θα πάει, θα έρθει, του είπε.

- Πάω να φέρω νερό της είπε. Άδειασε τη μια βαρέλα που είχε λίγο νερό σε μια κατσαρόλα, φόρτωσε τις βαρέλες και έφυγε.

Η Γιαννούλα άρχισε πρώτα με το γλυκό. Για το μεσημεριανό μια ομελέτα με κρεμμύδια και μπόλικη φέτα ήταν η επιλογή της. Εύκολο και γρήγορο φαγητό. Το απομεσήμερο θα άρχιζε την πίτα της.

Το κοντόβραδο όλα ήταν έτοιμα. Η πίτα μοσχοβόλαγε και το γλυκό της φαινόταν ωραίο, ήταν ευπαρουσίαστο, σίγουρα θα ήταν και εύγεστο.

Είχε αναθέσει και στο Γιάννο, να ανάψει το τζάκι μέσα στον οντά και να το τροφοδοτεί για να είναι ζεστός ο χώρος.

Ο Γιάννος όσο και εάν προσπάθησε να μάθει γιατί όλες αυτές οι ετοιμασίες και για ποιον τα κάνει, δε της πήρε κουβέντα.

- Άντε πήγαινε να ντυθείς. Σου έχω ετοιμάσει τα ρούχα σου. Σε λίγο θα έρθω και εγώ.

Συγύρισε το μαγεριό τους και πήγε να ντυθεί. Ο Γιάννος ήδη είχε ντυθεί. Η Γιαννούλα έβγαλε τη νυφιάτικη φορεσιά της και φόρεσε τα φλουριά της, το δώρο των πεθερικών της, τότε που έδωσαν λόγο.

- Πρώτη φορά το βλέπω αυτό που φόρεσες. Δεν το έχω ξαναδεί.

- Πρώτη φορά το φοράω και εγώ, του είπε.

Έφτιαξε τις κοτσίδες της, και φόρεσε ένα ωραίο αραχνούφαντο μαντήλι. το τσιουπάρι της δεν το προτίμησε γιατί δεν θα έβγαινε έξω. Και δε θα τη βόλευε στο σερβίρισμα των επισκεπτών. Τελείωσε το ντύσιμό της και του είπε:

- Το τζάκι! πήγαινε να ρίξεις ξύλα.

- Θα πάω, με αναστάτωσες τόση ώρα που σε παρακολουθώ να ντύνεσαι. Δε πάω εάν πρώτα δε μου δώσεις ένα φιλί.

- Φύγε Γιάννο, δεν είναι ώρα. Φύγε γιατί θα πάρω τη μασιά.

Έκανε τη κίνηση ότι θα πάρει τη μασιά. Μια σκοταδίνη, ίσια που πρόλαβε και πιάστηκε από πάνω του.

- Τι έπαθες;

- Ζαλίστηκα λίγο, τίποτε δεν είναι. Πάω να κάτσω, φέρε μου λίγο νερό.

Ο Γιάννος της έφερε νερό και της είπε:

- Τώρα κιόλας θα σε πάρω να πάμε στην Κόνιτσα στο γιατρό, τί έχεις;

- Τίποτε Γιάννο μου, τίποτε. Κουράστηκα λίγο. Αυτό είναι. Άντε να πας να ρίξεις κανένα ξύλο στο τζάκι.

Ο Γιάννος, πήγε στον οντά, έριξε ένα χοντρό κούτσουρο και τότε φωτίστηκε το πρόσωπό του.

«Έγκυος είναι η Γιαννούλα μου. Και φαίνεται κάλεσε τους δικούς της για να το ανακοινώσει. Του ερχόταν να πάει να τη σφίξει στην αγκαλιά του. Άστο, ας μη της το χαλάσω» σκέφτηκε.

Βγήκε έξω να πάει να φέρει και άλλα ξύλα.

Μόλις είχαν στρίψει οι γονείς του στο σοκάκι τους. Ο Γιάννος τους είδε. Ο πατέρας του και η μάνα του στο σπίτι τους; Έτρεξε γρήγορα κοντά τους. Έπεσε πρώτα στην αγκαλιά της μάνας του. Η μάνα του δεν τον άφηνε από την αγκαλιά της.

- Άντε Όλγα, θα έχεις όλον τον χρόνο μπροστά σου. Άσε να τον αγκαλιάσω και εγώ.

Ο πατέρας του, τον αγκάλιασε και με δάκρυα στα μάτια του ζητούσε συγχώρεση.

- Σε πίκρανα παιδί μου. Σε πίκρανα πολύ. Αν θέλεις και εσύ, ας τα αφήσουμε πίσω μας όλα.

- Τι λες πατέρα; Εγώ δε θυμάμαι τίποτε!

Ο Γιάννος δε πίστευε αυτά που ζούσε.

- Άντε πάμε μέσα κάνει κρύο.

Τους πέρασε στον οντά. Εμφανίστηκε και η Γιαννούλα, σηκώθηκαν και την αγκάλιασαν και η Γιαννούλα με τη σειρά της τους φίλησε το χέρι και τους ζήτησε την ευχή της.

Πάνω στο τραπέζι η πεθερά της είχε αφήσει τις λαγγίτες.

- Για το καλωσόρισμα του πρώτου μας εγγονού, τους είπε και απευθυνόμενη στη Γιαννούλα:

- Νύφη μου έλα εδώ.

Έβγαλε από τη τσέπη της ένα φυλαχτό της άνοιξε το γιλέκο και της το κρέμασε στην τραχηλιά της.

- Να πάνε όλα καλά νύφη μου και να γεμίσει το σπιτικό σας παιδιά και το δικό μας εγγόνια.

Η Γιαννούλα γύρισε προς το Γιάννο.

- Σε έξι μήνες περιμένουμε το πρώτο μας παιδί.

Ο Γιάννος την άρπαξε στην αγκαλιά του.

- Τι έλεγες γυναίκα; ότι δεν ήξερες τί είναι η αγάπη γι’ αυτό και δε σου έλειψε. Δες τα παιδιά μας, αυτό είναι αγάπη, είπε ο μπάρμπα Νικόλας στην γυναίκα του.

Η Όλγα και ο Νικόλας στα γεράματά τους ένοιωσαν άλλου είδους αγάπη, αγάπη και σεβασμό, από τα παιδιά τους, από τις νύφες τους και από τα δώδεκα εγγόνια που μεγάλωσαν στην αυλή τους. Τα επτά του Γιάννου και τα πέντε του Γιώργη.

Τέλος

🌹🌹🌹

Σημείωμα της συγγραφέως:
 Τον Πέτρο τον βρήκαν να νοσηλεύεται από δυσεντερία στο νοσοκομείο Φιλιατών. Έγινε καλά και γύρισε σπίτι του. Οι γονείς της Γιαννούλας γύρισαν στο χωριό και ζούσαν με τον Πέτρο. Εννοείται ότι ο Γιάννος τελείωσε το σπίτι του προσθέτοντας και άλλα δωμάτια. Πολύτεκνη η οικογένειά του. Συνέχισε το επάγγελμα του κυρατζή και κάθε φορά που ερχόταν έπαιρνε τη γυναίκα του και πήγαιναν ένα ταξίδι. Τα παιδιά τα φρόντιζαν οι γονείς του και η συννυφάδα. Οι συννυφάδες μαζί και αγαπημένες στην κοινή αυλή και η κάθε μία κυρά και αρχόντισσα στο σπιτικό της. Ο μπάρμπα Νικόλας και η Όλγα έζησαν μέχρι τα βαθειά γεράματά τους μέσα στην αγάπη των παιδιών τους και των εγγονών τους. Τη Γιαννούλα την πρόλαβα. Μετά το θάνατό της, από την πρώτη της εγγονή, έμαθα την ιστορία της, τη γνωριμία με τον Γιάννο, τον έρωτά τους και το μαχαίρωμα του Τούρκου.

Παρ’ όλη τη νίκη των Ελλήνων, το ελληνικό κράτος με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας το 1914 υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την Β. Ήπειρο στην Αλβανία. Το Μετζιντιέ παρέμεινε στην Ελλάδα.

Αρετή Γραμμόζη – Παπαδημάτου

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.