Η μάνα του μόλις είδε, ότι ο μπάρμπα Θύμιος έφευγε, έτρεξε να μπει στο σπίτι.
Είδε τον άντρα της να βγαίνει
χαμογελαστός, στρίβοντας με ικανοποίηση το τσιγκελωτό μουστάκι του.
- Τί έγινε, τον ρώτησε
όλο αγωνία η γυναίκα του.
- Φτιάξε μου ένα καφέ και
θα σου πω. Όλα καλά! Μη στενοχωριέσαι.
- Τί έγινε πατέρα; Γιατί
τέτοια χαρά και εσύ και ο μπάρμπα Θύμιος;
- Γιατί Γιάννο μου, όλα
πήγαν καλά. Αλλά κάτσε να έλθει και η μάνα σου για να τα ακούσει και εκείνη.
Η γυναίκα του ακούμπησε
το δίσκο με τον καφέ και το νερό του και τον κοίταξε στα μάτια, όρθια έτοιμη
μήπως ακούσει καμιά προσταγή από τους άντρες.
- Κάτσε, της είπε ο
άντρας της.
Μόνο τότε η γυναίκα του
και εφ’ όσον της το επέτρεψε, έκατσε να ακούσει και εκείνη.
Ο Γιάννος έβριζε από μέσα
του, για όλα αυτά που βίωναν οι γυναίκες στο χωριό του. «Σεβασμός, λένε.
Σεβασμός και κουραφέξαλα!. Δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού εμείς οι Έλληνες. Τα
παραδώσαμε φαίνεται και στραβωθήκαμε.»
- Λοιπόν, όχι μόνον δε
θύμωσε ο Θύμιος, παρά μας ζήτησε και συγγνώμη.
- Μα τι λες πατέρα.
Συγγνώμη γιατί;
- Γιατί και η Σοφία
σήκωσε μπαϊράκι, όπως εσύ. Δεν το ήθελε αυτό το προξενιό με τίποτε. Τους
απείλησε ότι θα σκοτωθεί. Ότι άλλον έχει στην καρδιά της.
Και γυρίζοντας στη
γυναίκα του, της είπε.
- Είδες γυναίκα; Σήκωσαν
τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι. Ποια; τα παιδιά μας!
- Πες τώρα πως πήγε η
συζήτηση και άσε τα πόδια και το κεφάλι, του είπε ο Γιάννος.
- Να αφού πρώτα, με
ρώτησε για την υγεία μου και μου έδωσε και κάποιες συμβουλές για το νεφρί μου,
του ζήτησα συγγνώμη που δεν μπορέσαμε να πάμε χθες βράδυ. Τον άκουσα που μου
είπε:
- Δεν πειράζει Νικόλα
μου, γιατί για να είμαι ειλικρινής με ξαλάφρωσες από ένα βάρος, που είχα χτες.
- Δε σε καταλαβαίνω Θύμιο
μου, τί συμβαίνει;
- Βιαστήκαμε Νικόλα μου
και δώσαμε τα χέρια. Όχι ότι έχει κάτι ο γιός σου, μια χαρά παιδί είναι και
λεβεντάνθρωπος, αλλά μοναχοπαίδι την έχω τη θυγατέρα μου. Δεν τον θέλει αυτόν
τον γάμο. Έχει κάποιον άλλον στην καρδιά της. Ό,τι και να της είπαμε χθες όλο
το απόγευμα, πήγαινε στο βρόντο. Άσε που μας απείλησε ότι θα σκοτωθεί. Γονιός
είσαι και εσύ και με καταλαβαίνεις.
- Σε καταλαβαίνω Θύμιο
μου. Όχι και φυσικά όχι. Αν είναι να δυστυχήσουν τα παιδιά μας, να μη γίνει
αυτός ο γάμος.
- Όχι να δυστυχήσουν τα
παιδιά μας, αλλά να χάσω τη θυγατέρα μου! το καταλαβαίνεις; Να χάσω τη θυγατέρα
μου!
Σηκώθηκα από το κρεββάτι,
δώσαμε τα χέρια τον αγκάλιασα και του είπα:
- Πες ότι δεν κάναμε αυτή
την κουβέντα. Και αυτοί οι λίγοι που το έμαθαν δε πειράζει. Τον δώσαμε τον
λόγο, τον πήραμε πίσω. Και εμείς όπως πάντα, θα πίνουμε τα τσιπουράκια μας.
Εκείνο που μετράει είναι να είναι καλά τα παιδιά μας.
Συνεχίσαμε τη κουβέντα
μας και είπαμε και άλλα δικά μας και έφυγε με το χαμόγελο ως τα αυτιά.
- Μπράβο στη Σοφία, είπε
ο Γιάννος!
Αν την παντρευόσουν θα
σου έλεγα ότι κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, αλλά δεν θα παντρευτείτε,
του είπε ανακουφισμένος ο πατέρας του που έληξε με τον καλύτερο τρόπο η αθέτηση
και των δύο πατεράδων.
Ο Γιάννος γέλασε κάτω από
το μουστάκι του.
- Πατέρα, θα έρθω και εγώ
μαζί σου στο βουνό. Δε χόρτασα τον αδελφό μου. Πότε θα πας.
- Το απόγευμα, να πέσει
λίγο ο ήλιος, γιε μου.
Όταν αποσύρθηκαν οι
γονείς του, τον πλησίασε η αδελφή του.
- Τι έγινε χθες βράδυ.
Όλα καλά;
- Δε θα μπορούσε και
καλύτερα! Και που να δεις και τη σημερινή συνέχεια.
- Ναι, το ξέρω. Μέσες –
άκρες, κάτι μου είπε η μάνα μας.
- Πότε θα ξαναπάς στην
Ευδοκία;
- Α! πήρες φόρα αδελφέ
μου. Μεθαύριο θα τη δω στην Εκκλησία και θα σου πω.
- Στην Εκκλησία θα τη δω
και εγώ. Εννοώ πότε θα πας στο σπίτι της;
- Αυτό σου λέω και εγώ
αδελφέ μου. Θα το κανονίσω την Κυριακή πότε θα πάω. Μέχρι τότε υπομονή.
- Θέλοντας και μη, της
είπε ο Γιάννος αναστενάζοντας.
Μόλις είχε βάλει τα
φασολάκια στη φωτιά η Γιαννούλα όταν είδε την μάνα της και την αδελφή της να
δρασκελίζουν την αυλόπορτα.
Από την έκφραση και το
χαρούμενο πρόσωπο της Ευδοκίας, κατάλαβε ότι τα πράγματα πήγαν καλά.
Έκανε την ανήξερη και
ούτε έδειξε ότι κάτι ξέρει. Εξάλλου υποτίθεται ότι ούτε η Αλέξω ήξερε κάτι.
Ό,τι ήξερε το ήξερε γιατί κρυφάκουσε.
Τις χαιρέτισε και ρώτησε,
για την υγεία του πατέρα της και του αδελφού της.
- Καλά είναι Γιαννούλα.
Εσείς πως τα πήγατε. Όλα καλά; Η Αλέξω πήγε για νερό;
- Μια χαρά μάνα. Ναι για
νερό πήγε.
- Άσε τα φασολάκια και θα
τα αποτελειώσω εγώ ή η αδελφή σου. Εσύ πήγαινε να πλύνεις τα άπλυτα σκουτιά του
πατέρα σου και του αδελφού σου.
Η Γιαννούλα πήρε την
σκάφη και το πράσινο σαπούνι και τα πήγε στην πίσω αυλή. Γύρισε και έριξε νερό
στο κακάβι. Πήρε και ένα κύπελλο για να ρίχνει νερό στη σκάφη.
Άρχισε το πλύσιμο των
ρούχων, εκεί δίπλα και κάτω από την σκιά της βελανιδιάς, εκεί που χθες έζησε
στιγμές μοναδικές με τον Γιάννο της.
«Αχ να γινόταν, να τον
έχω κάθε βράδυ στην αγκαλιά μου.»
Τελείωσε το πλύσιμο των
ρούχων και άπλωνε τα ρούχα όταν φάνηκε η μικρή η αδελφή της.
- Άσε τα ρούχα και
συνεχίζεις μετά. Μας θέλει η μάνα.
- Τελείωσα! Έρχομαι.
- Σου έφτασε το νερό. Ναι
μου έφτασε, δεν ήταν και πολλά τα ρούχα.
Μαζεύτηκαν και οι
τέσσερεις στο μαγεριό.
- Λοιπόν, η Ευδοκία τα
ξέρει αυτά που θα σας πω. Σε τρεις μήνες από τώρα θα παντρέψουμε την Ευδοκία. Ο
γαμπρός είναι δικός μας Βλάχος, αλλά εδώ και κάμποσα χρόνια έφυγε η οικογένειά
του από το χωριό μας και μένουν στα κάτω Ραβένια. Όπως καταλαβαίνετε μας
περιμένει δουλειά με τα προικιά της, αν και δεν της λείπει τίποτε από τα
βασικά. Αλλά πρέπει να τη βοηθήσουμε με τα δώρα που θα δώσει στο σόϊ του άντρα
της. Ο Γάμος δεν θα είναι ανοικτός γιατί είναι πρόσφατος ο θάνατος του πατέρα
του. Γι’ αυτό και θα γίνει χειμωνιάτικα.
Η Γιαννούλα, πήρε αμέσως
στροφές. «Σε τρεις μήνες, άρα δεν θα πάμε στα χειμαδιά. Επομένως θα ξαναδώ τον
Γιάννο, όταν ξαναγυρίσει από το επόμενο ταξίδι.»
- Καλέ μάνα τον ξέρουμε;
Ποιος είναι; Ρώτησε η Αλέξω.
- Δεν τελείωσα ακόμη
Αλέξω. Έχω και άλλα να πω. Πήραμε την απόφαση να πουλήσουμε όλα τα πρόβατά μας.
Ο πατέρας σας δε μπορεί άλλο να γκιζεράει στα βουνά. Εδώ και καιρό πονάνε τα
κόκκαλά του. Και μετά πρέπει να σας προικίσουμε. Είσαστε και τρεις, να είσαστε καλά.
Ο αδελφός σας θα δουλέψει αλλού. Μη ξεχνάτε ότι δίπλα στο μπάρμπα του τον
αδελφό του πατέρα σας, έμαθε την τέχνη του πηγαδά. Δεν θα χαθεί. Τώρα, για πού
την είδε και πότε θα γίνει ο αρραβώνας, θα σας τα πει η Ευδοκία. Ά και από
αύριο θέλω να κάνετε τέτοια λάτρα στο σπίτι, που να λάμπει. Όλο και κάποιος θα
έρθει από το χωριό για ευχές, όταν κάνουμε τους αρραβώνες.
Οι τρεις αδελφές με την
άδεια της μάνας τους, πήγαν κάτω από την κληματαριά και άρχισαν οι ερωτήσεις.
- Που σε είδε Ευδοκία;
Τον ξέρεις.
- Και βέβαια τον ξέρω.
Λοιπόν να σας πω, τον λένε Κώστα και έχει ένα μπακάλικο. Το κληρονόμησε από τον
πατέρα του. Είναι μοναχοπαίδι.
- Και που τον είδες και
τον ξέρεις.
- Θυμάστε που είχα πάει
στη Βήσσανη, να βοηθήσω την ξαδέλφη μας όταν ετοιμαζόταν για το γάμο της. Είχε
έρθει μια Κυριακή επίσκεψη στο σπίτι του μπάρμπα μας. Γνωρίζονται. Με είδε τον
είδα και εγώ και τα υπόλοιπα τα κανόνισε η θεία.
- Α γι’ αυτό ήρθε η θειά
τις προάλλες, της είπε η Αλέξω.
- Να σε ρωτήσω Ευδοκία
μου, δεν καταλαβαίνω, πώς τον θέλεις; Κουβέντιασες μαζί του, τα είπατε; Τον
ξέρεις καλά; Της είπε η Γιαννούλα.
- Τον ξέρει η θειά και
μας είπε ότι είναι καλό παιδί. Και να σου πω, εσένα τι σε κόφτει; Εμένα ζήτησε
και όχι εσένα.
- Άντε καλά στέφανα, να
σου ευχηθώ τότε, της είπε η Γιαννούλα!
- Και πότε με το καλό ο
αρραβώνας; Τη ρώτησε η Αλέξω.
- Την άλλη Κυριακή.
Η Αλέξω την αγκάλιασε και
τη φίλησε. Σηκώθηκε και η Γιαννούλα την αγκάλιασε τη φίλησε και της είπε:
- Από ενδιαφέρον σου τα
είπα αυτά Ευδοκία μου. Θέλω να είσαι ευτυχισμένη στο γάμο σου.
- Το ξέρω αδελφούλα μου.
Ξέρεις τι θέλω από σένα Γιαννούλα, εσένα πιάνουν τα χέρια σου και κάνεις καλή
δουλειά με τις χάντρες. Να μου κεντήσεις τα τσαντάκια που θα μοιράσω σαν δώρα
στους συγγενείς του και θέλω μέσα στη μέση του σχεδίου να ρίξεις και λίγες
χάντρες, να σχηματίσεις κάποιο λουλούδι ή ό,τι άλλο σχέδιο ταιριάζει.
- Ότι θέλεις Ευδοκία μου.
- Εγώ τι θέλεις να σου
κάνω; Τη ρώτησε η Αλέξω.
- Μη στενοχωριέσαι και
εσύ θα με βοηθήσεις. Έχουμε πολύ δουλειά.
Με τις ετοιμασίες του αρραβώνα της Ευδοκίας, χωρίς να το καταλάβει η Γιαννούλα ήρθε η Κυριακή των αρραβώνων.
Ο Γιάννος, όπως τα είχε
κανονίσει με τον πατέρα του, ανέβηκε στο βουνό να δει τον αδελφό του.
- Λοιπόν τι χαμπάρια
αδελφέ μου, τον ρώτησε ο Γιάννος όταν κάποια στιγμή βρέθηκαν μόνα τους τα δύο
αδέλφια.
- Εγώ τι χαμπάρια; Τελικά
δεν το ήθελες το προξενιό.
- Όχι Γιώργη μου και δε
θέλω να μιλώ γι’ αυτό. Την γυναίκα που θα πάρω θα τη διαλέξω εγώ.
- Με ρώτησες για τα
χαμπέρια! Εσύ τι χαμπέρια έχεις. Εσύ να μας πεις τα νέα, του ντουνιά, που
μαθαίνεις.
- Όπως σου τα είπα και
την άλλη φορά, Γιώργη. Εκείνο που έχω να σου πω, τώρα που θα πάτε στα χειμαδιά,
να προσέχεις. Οι Τούρκοι χάνουν εδάφη. Τα σύνορα της Ελλάδας θα αλλάξουν.
Ξέρεις τι φοβόμαστε και το συζητούσαμε εμείς οι κυρατζήδες απ’ αυτά που ακούμε;
Ότι τα σύνορα της Ελλάδος θα φτάσουν κάπου εδώ. Υπάρχει φόβος το δικό μας χωριό
να μη δοθεί στην Ελλάδα και καταλαβαίνεις.
- Μα τι λες Γιάννο μου;
- Έτσι ακούγεται! Αυτά
ακούω, αυτά σου λέω. Πάντως ζήτημα χρόνου είναι να ξεφορτωθούμε τους
Τουρκαλάδες.
- Ο Θεός να βάλει το χέρι
του αδελφέ μου.
- Να βάλει το χέρι του,
αλλά να φροντίζουμε να είμαστε όλοι μαζί και συνέχισε:
- Είναι μακριά από εδώ τα
μαντρί του μπάρμπα Βαγγέλη;
- Πως και ενδιαφέρεσαι;
- Να μωρέ είχα μια
κουβέντα με τον Πέτρο τις προάλλες για τα σύνορα και την άφησα στη μέση. Του
είπα ότι θα την συνεχίσουμε.
- Ά, όπου νάναι θα έρθει
κατά εδώ. Κοντά είναι. Πότε έρχεται εκείνος, πότε πάω εγώ. Πώς να κυλήσουν τα
βράδια; Με κουβέντα, με πίτες και ότι άλλο μας στέλνουν από το σπίτι, με
τσίπουρα και κανένα κοψίδι που και που.
Ο Γιάννος, μόλις έμαθε
ότι θα ερχόταν ο αδελφός της Γιαννούλας, άρχισε να αναρωτιέται αν είναι φρόνιμο
να του πει, ότι αγαπάει την αδελφή του και ότι τη θέλει για γυναίκα του.
«Αρραβωνιασμένη δεν είναι; Αυτό είναι σίγουρο. Να του το πω ή θα τα κάνω
χειρότερα. Αλλά και πάλι πρέπει να πάρω τη γνώμη της Γιαννούλας. Ας μη κάνω του
κεφαλιού μου.»
- Τι σκέφτεσαι; Τον
ρώτησε ο Γιώργης. Πού έχεις τον νου σου;
- Τίποτε!
- Έ όχι και τίποτε, αφού
ούτε καν άκουσες τι είπα;
- Τι είπες;
- Τα βλέπεις; Σου είπα
ότι θα την χάσω την παρέα του Πέτρου. Θα πουλήσουν τα πρόβατα και τέρμα τα
βοσκοτόπια. Θα ασχοληθεί με το άνοιγμα των πηγαδιών. Την έμαθε την τέχνη κοντά
στον μπάρμπα του. Και απ’ ότι μου είπε ψες βράδυ, την άλλη Κυριακή αρραβωνιάζεται
η μεγάλη του η αδελφή.
- Δηλαδή δε θα πάνε στα
χειμαδιά;
- Όχι! Ήδη ενδιαφέρθηκαν
μερικοί τσοπάνηδες να αγοράσουν μερικά πρόβατα. Λίγα από εδώ, λίγα από εκεί, θα
τα ξεκάνουν.
Του Γιάννου του ερχόταν
να σφίξει στην αγκαλιά του τον αδελφό του, για το ευχάριστο νέο που του είπε.
«Ώστε θα βλέπω τη Γιαννούλα, όλον τον χειμώνα που θα μείνω στο χωριό».
Μόλις πριν από δυο –
τρεις μέρες του έστειλε μήνυμα το αφεντικό του με ένα παιδί, ότι το ταξίδι προς
την Ρουμανία δε θα γινόταν γιατί την άνοιξη κατά τον Μάρτη, Απρίλη, θα πήγαιναν
ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη. Σκόπευε μάλιστα με το που θα γύριζε να τη
ζητήσει σε γάμο. Αλλά τώρα έτσι που ήρθαν τα πράγματα θα τη ζήταγε γρηγορότερα.
Θα έφευγε για την Πόλη αρραβωνιασμένος. Το πρόσωπό του έλαμψε.
Την είδε την αλλαγή ο
Γιώργης και του είπε:
- Ρε δε σε καταλαβαίνω;
Εσύ γιατί χάρηκες που ο μπάρμπα Βαγγέλης ξεκάνει το βιος του;
Και σαν να το κατάλαβε
του είπε:
- Ρε μπαγάσα, ποια από
τις δύο που έμειναν θέλεις; Γιατί γελάνε και τα μουστάκια σου. Λέγε ρε, ποια
σου γυάλισε;
- Δε μου γυάλισε! Την
αγαπώ και με αγαπά!
- Ποια είναι;
Η Γιαννούλα!
- Όπα! Πότε πρόλαβες βρε
θηρίο και τα είπατε; Λίγες είναι οι ημέρες που ήρθες!
- Δεν έχει σημασία.
Σημασία έχει, πως ξέρω ότι μ’ αγαπά και εκείνη.
- Και σκοπεύεις να τη
ζητήσεις από τον πατέρα της; αν και είναι δύσκολο.
- Δύσκολο; Γιατί;
- Εμ είναι και η Αλέξω,
είναι μεγαλύτερη.
- Θα δούμε. Σε παρακαλώ
μη πεις τίποτε σε κανέναν. Έχω τον λόγο σου;
- Τον έχεις αδελφέ μου.
- Εσύ δεν αγαπάς καμία;
- Ας παντρευτεί πρώτα η
Μαρία μας και βλέπουμε. Κάποια έχω βάλει και εγώ στο μάτι. Τη Λαμπρινή του
μπάρμπα Σταύρου.
- Μιλήσατε; Τα είπατε;
- Ακόμη όχι! Μιλήσαμε με
τα μάτια.
- Μακάρι αδελφέ μου, να
γίνουν όλα όπως θέλεις. Και ό,τι είπαμε, μεταξύ μας. Μη πεις τίποτε στον Πέτρο.
- Εντάξει αδελφέ μου.
Αργά το βράδυ, καθισμένοι
και οι τέσσερεις, ο μπάρμπα Νικόλας με τους γιους του και με τον γείτονα τον
Πέτρο, πίνοντας τσιπουράκι και τρώγοντας από τα καλούδια που έφεραν στο βουνό,
μίλησαν για την χάραξη των συνόρων, για διάφορες δουλειές και κοινοτικές
εργασίες που έπρεπε να γίνουν, όπως αυτό το πολυπόθητο νερό και άλλα πολλά και
διάφορα.
Μόλις τους καληνύχτισε ο
Πέτρος, ο Γιώργης ρώτησε τον πατέρα του.
- Να κατέβω αύριο το
απόγευμα και εγώ με τον Γιάννο στο χωριό;
- Να κατέβεις παιδί μου,
τον ξέρω τον νταλκά σου. Τούτου εδώ του ξεροκέφαλου δεν ξέρω (και έδειξε κατά
τον Γιάννο) αλλά που θα μου πάει θα τον μάθω.
- Για ποιον νταλκά μιλάς
πατέρα, δε σε καταλαβαίνω, τον ρώτησε ο Γιώργης.
- Για την Λαμπρινή, ή
νομίζεις ότι δε βλέπω κάθε φορά που περνάμε έξω από το σπίτι της.
Ο Γιώργης τα έχασε, δεν
είχε καταλάβει ότι ο πατέρας του τα είχε υποψιαστεί όλα.
Και συνέχισε ο μπάρμπα
Νικόλας.
- Για αυτό και ήθελα να
παντρέψω τον Γιάννο για να πάρεις σειρά και για να τον προλάβω μη μου φέρει
καμιά γκραίκα, αλλά κάναμε μια τρύπα στο νερό και εγώ και ο Θύμιος και πήραμε
και το μάθημά μας.
- Άκου να σου πω πατέρα,
του είπε ο Γιάννος, άμα ο αδελφός μου θέλει να παντρευτεί πριν από εμένα να
παντρευτεί! Αυτό ο καθένας με τη σειρά του δεν το καταλαβαίνω. Εγώ μπορεί να
θέλω να μείνω ανύπαντρος, πρέπει να μείνει ανύπαντρος και ο αδελφός μου; και
γυρίζοντας στον Γιώργη. Εάν τη θέλεις, δεν έχεις παρά να πας να τη ζητήσεις.
Και σου εύχομαι αδελφέ κάθε επιτυχία!
- Τελικά ρε Γιάννο, δεν
έχεις κανένα νταλκά; Δε θα μου πεις εάν έχεις βάλει καμία στο μάτι;
- Εσύ στην ηλικία μου,
δεν είχες νταλκά;
- Είχα! Αλλά άλλοι όριζαν
τις τύχες μας. Όχι ότι πέρασα άσχημα με την μάνα σας, αλλά έκανα κακό στη Λένη.
Άλλα της έλεγα και άλλα έκανα. Πήρε των ομματιών της. Παντρεύτηκε κάπου εκεί σ’
ένα χωριό της Ηγουμενίτσας. Δεν την έχω ξαναδεί και η θύμισή της είναι ένα
αγκάθι στην καρδιά μου.
- Λοιπόν πατέρα θα σου πω
και εγώ για τον δικό μου νταλκά, όταν είναι η ώρα! Αλλά για να ησυχάσεις δεν
είναι γκραίκα, δική μας είναι. Άλλα για εμένα, εάν ήταν γκραίκα, ακόμη και
Τουρκάλα, δε θα είχε σημασία. Φτάνει να άγγιζε την καρδιά μου. Α! και για να
μην το ξεχάσω. Αναβάλλεται το ταξίδι για τη Ρουμανία. Τον Μάρτη, Απρίλη, θα
ξεκινήσουμε για την Κωνσταντινούπολη, οπότε θα ανεβαίνω πιο συχνά στο βουνό και
θα τα λέμε. Και βέβαια σκέφτομαι να αρχίσω να κάνω αγώγια εδώ τριγύρω στα μέρη
μας. Πως θα περάσουν έξι μήνες και γιατί να τρώω τα έτοιμα;
- Τί θα ανεβαίνεις στο
βουνό; Ξεχνάς ότι τον Οκτώβρη πάμε στα χειμαδιά.
- Εσύ θα πας Γιώργη μου.
Εγώ με τη μάνα σου και με τη Μαρία θα κάτσουμε στο χωριό μια και έχουμε τις
ετοιμασίες του γάμου και είναι και ο Γιάννος στο χωριό.
- Γιώργο μου, μη πας
βόρεια όσο μπορείς νότια. Ποτέ δε ξέρεις τι μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή
στην άλλη με τα σύνορα.
- Έννοια σου και το έχω κατά νου.
Ήταν τέλος Ιανουαρίου. Ο
Γιάννος και η Γιαννούλα εκτός από τα βλέμματα που άλλαζαν στην Εκκλησία τις
Κυριακές, το πρώτο τρίμηνο πριν από το γάμο της Ευδοκίας βλεπόντουσαν που και
που στα κρυφά και αντάλλαζαν κανένα φιλί. Καμιά φορά όταν πήγαινε στα ξύλα με
τις φίλες της η Γιαννούλα ξεμάκραινε γιατί ήξερε ότι από κάπου θα φανερωνόταν
μπροστά της. Αλλά τις περισσότερες φορές με τις πλάτες της Μαρίας και εν αγνοία
της Ευδοκίας.
- Ευδοκία μου, δε μου
είναι εύκολο να έρθω στο σπίτι σας να σας δείξω τα σχέδια και τον τρόπο της
πλέξης. Όποτε χρειάζεσαι κάτι, να στέλνεις τη Γιαννούλα. Έχω και εγώ όπως
ξέρεις τις ετοιμασίες του γάμου μου, της είπε η Μαρία.
Πού να ήξερε η Ευδοκία,
ότι κάθε φορά που, με την άδεια της μάννα τους, έστελνε τη Γιαννούλα στο σπίτι
της Μαρίας την έστελνε και στην αγκαλιά του Γιάννου.
Κάθε φορά εάν δεν είχε
αγώγι να κάνει ο Γιάννος, συνήθως τα απομεσήμερα καθόταν στο σπίτι γιατί ήξερε
ότι μπορεί να εμφανιζόταν η Γιαννούλα. Όπως τότε την πρώτη φορά που την είδε
στο σπίτι του.
- Καλώς τη Γιαννούλα,
ήρθες για την Μαρία; Της είπε η μάνα του Γιάννου μόλις την είδε την πρώτη φορά.
- Ναι, να ξεσηκώσω ένα
κέντημα.
- Μπες μέσα, στο σπίτι.
Σε περιμένει.
Η Γιαννούλα χτύπησε την
πόρτα. Η Μαρία εμφανίστηκε στην πόρτα με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά.
- Είναι και ο Γιάννος
μέσα.
- Ο Γιάννος;
- Ναι. Για να μη
καταλάβει τίποτε η μάνα, θα πάει τώρα ο Γιάννος στο μαγεριό. Όταν θα γυρίσει θα
σας αφήσω για λίγο μόνους. Πείτε τα!
Ο Γιάννος βγήκε από το
σπίτι και πράγματι πήγε μέχρι το μαγεριό.
- Ξέρεις τι πεθύμισα βρε
μάνα. Μια μπατσαριά σαν αυτή που έφτιαχνε η συγχωρεμένη ντάντω με την
αποξηραμένη τσουκνίδα.
- Να σου φτιάξω γιόκα
μου.
- Εγώ θα πάω μέχρι το
καφενείο.
Και έτσι αναθέτοντας στην
μάνα του, το φτιάξιμο της πίτας, τρύπωσε με τρόπο στο σπίτι και βρήκε την
ευκαιρία και με τις πλάτες της αδελφής του, να την σφίξει στην αγκαλιά του και
να γευτεί τα φιλιά της.
Όλο και κάποιο σχέδιο
σκάρωνε η αδελφή του για να συναντηθούν και κάθε φορά που ήταν στο σπίτι και ο
Γιάννος θα αντάλλαζαν τα φιλιά τους και τις αγκαλιές τους. Τις υποσχέσεις και
τα «σ’αγαπώ».
Μετά το γάμο, τα πράγματα
κάπως δυσκόλεψαν. Χειμώνας και δεν πήγαινε και για ξύλα. Τα βλέμματα στην
εκκλησία μόνον.
Του είχε πει εν τω
μεταξύ, μη τυχόν και διανοηθεί να κάνει τη κουκουβάγια και να έρθει σπίτι, τώρα
που ήταν ο πατέρας της όλα τα βράδια και μερικές φορές ήταν και ο αδελφός της.
Ο Πέτρος τα περισσότερα
βράδια, έλειπε. Είχε αρχίσει και άνοιγε πηγάδια στην ευρύτερη περιοχή της
περιφέρειάς τους ακόμη και στα Ζαγοροχώρια οπότε τα βράδια κοιμόταν σε όποιο
χωριό βρισκόταν.
Κόντευαν και οι δυο να
σκάσουν. Πέρασε σχεδόν όλος ο Γενάρης και τίποτε.
Ένα μεσημέρι, όπως γύριζε
από ένα αγώγι ο Γιάννος, συνάντησε τον Πέτρο με δύο μουλάρια. Ο Πέτρος πεζός
και στο ένα μουλάρι η μάνα του και στο άλλο η Αλέξω.
- Καλό δρόμο; Για που το
βάλατε;
- Μέχρι την Κόνιτσα, του
είπε ο Πέτρος. Πάμε να πάρουμε κάτι πράγματα για την Αλέξω μας. Ξέρεις Γιάννο,
την αρραβωνιάζουμε την άλλη Κυριακή. Δώσαμε λόγο με τον Ζήκο του μπάρμπα
Τάσσου, τον ξυλουργό.
- Μπράβο! Η ώρα η καλή!
- Θα σας πάρει η νύχτα!
Ακόμη δε μεγάλωσε η μέρα. Θα προλάβετε να γυρίσετε;
- Δεν θα γυρίσουμε απόψε.
Θα πάμε να δούμε και την Ευδοκία και θα γυρίσουμε μεθαύριο. Ανοίγω κάποιο
πηγάδι στο χωριό της και για να μη πηγαινοέρχομαι θα καθίσουμε εκεί δυο βράδια.
- Καλό δρόμο!
«Μα τι νέο είναι αυτό;
Αφού αρραβωνιάζεται και η Αλέξω, είναι η στιγμή να μιλήσω στον πατέρα μου. Να
κανονίσουμε να τη ζητήσω σε γάμο. Τώρα πια, άνοιξε ο δρόμος για τα καλά.»
Έδωσε μια στο άλογο και
ούτε που κατάλαβε πότε έφτασε στο χωριό.
- Μαρία! φώναξε μόλις
μπήκε στην αυλή.
Η Μαρία φάνηκε στην πόρτα
του σπιτιού.
- Έλα Μαρία μου,
τελευταία χάρη. Δεν θα σου ξαναζητήσω άλλη.
- Τι θέλεις;
- Έμαθα ότι
αρραβωνιάζεται η Αλέξω. Να πας να πεις στην Γιαννούλα ότι την άλλη Κυριακή μετά
την Κυριακή των αρραβώνων της Αλέξως με τον Ζήκο, θα πάμε να τη ζητήσουμε.
- Το κουβέντιασες με τον
πατέρα;
- Τώρα κιόλας θα του το
πω.
- Είναι στο καφενείο.
- Σε παρακαλώ αδελφούλα
μου, πήγαινε.
- Μα άσε πρώτα να
συνεννοηθείς με τον πατέρα και θα πάω. Εδώ είναι η Γιαννούλα, δε θα φύγει!
Το βράδυ, σαν απόσωσαν το
βραδινό τους, ο Γιάννος βρήκε την ευκαιρία.
- Πάνω στο βουνό πατέρα
με ρώτησες ποιος είναι ο νταλκάς μου. Ήρθε η ώρα να μάθετε.
- Λοιπόν λέγε! Του είπε ο
πατέρας του. Ποια είναι αυτή που σου πήρε τα μυαλά γιε μου.
- Η Γιαννούλα του μπάρμπα
Βαγγέλη.
- Μπρε – μπρε ο Βαγγέλης!
Τάκα – τάκα πήραν σειρά οι κόρες του. Σήμερα έμαθα ότι αρραβωνιάζεται και η
Αλέξω και ότι ο γάμος θα γίνει αμέσως μετά το Πάσχα. Τώρα σειρά η Γιαννούλα.
Εγώ παιδί μου τι να σου πω, εάν τη θέλεις και σε θέλει και εκείνη, με την ευχή
μου. Εσύ τι λες; είπε στη γυναίκα του.
- Εγώ τι να πω. Αφού
δίνεις εσύ την ευχή σου, τη δίνω και εγώ. Μένει να δούμε τι θα πουν οι γονείς
της.
- Τι θα πουν; Κοτζάμ
λεβέντης ο γιός μας. Και σιγά μη μας λογαριάζουν τώρα τα παιδιά! Δεν είδες με
εμένα και τον Θύμιο;
- Εσύ Μαρία, δε θα πεις
τίποτε, της είπε ο Γιάννος.
- Εγώ το μόνο που έχω να
πω, είναι ότι πολύ καλή κοπέλα και νοικοκυρά. Εύχομαι αδελφέ μου να πάνε όλα
καλά. Και θα πάνε! Και κοίτα να δεις! Είχα σκοπό αύριο να πάω να πάρω το
τσαντάκι που της έδωσα για να ξεσηκώσει ένα σχέδιο. Θέλω να κάνω ακόμη ένα και
δεν θυμάμαι το μέτρημα.
- Να πας, αλλά δε θα της
πεις τίποτε, πριν να μιλήσω πρώτα στον πατέρα της. τ’ ακούς; Της είπε ο πατέρας
της.
- Εγώ τί δουλειά έχω;
- Άντε λοιπόν γυναίκα
φέρε κανένα τσίπουρο! Άντε γιε μου, με το καλό να πάνε όλα καλά αυτή τη φορά.
- Θα πάνε πατέρα. Την
αγαπώ και μ’ αγαπά.
Την άλλη μέρα το πρωί
έστειλε τη Μαρία στη Γιαννούλα.
- Να της πεις της
Γιαννούλας αυτά που σου είπα αλλά μη τυχόν και τα πει στον πατέρα της. Ας του
τα πει ο δικός μας, εντάξει. Απλά να της τα πεις, για να χαρεί. Μακάρι να
μπορούσα να πάω εγώ και να της τα πω.
- Εντάξει, θα πάω.
Δεν πρόλαβε να χαρεί και
πολύ ο Γιάννος. Ένας καβαλάρης που μπήκε στην αυλή του άλλαξε τα σχέδια.
- Γιάννο, μου είπε το
αφεντικό να σου πω μεθαύριο την Πέμπτη να μαζευτούμε όλοι. Μας βγήκε ένα
έκτακτο ταξίδι για το Βουκουρέστι και από εκεί θα πάμε στην Πόλη. Θα μας πάρει
μήνες. Να υπολογίζεις ότι πρώτα ο Θεός, θα είμαστε πίσω το καλοκαίρι.
Η δουλειά του ήταν, λεφτά
μάζευε ν’ ανοίξει το σπιτικό του. Η Γιαννούλα θα καταλάβαινε και ήταν σίγουρος
ότι θα τον περιμένει. Και τα λεφτά αυτή τη φορά θα ήταν πιο πολλά.
- Εντάξει! Κάτσε να πιείς
ένα ποτήρι νερό. Να ξεδιψάσεις και το άλογό σου.
Και τώρα; Έπρεπε να δει
οπωσδήποτε τη Γιαννούλα. Έπρεπε να την ενημερώσει. Άχ! γιατί βιάστηκε να
στείλει τη Μαρία.
Σαν έφυγε ο αγγελιοφόρος
του αφεντικού του, ο Γιάννος ενημέρωσε τον πατέρα του, για τις αναγκαίες
αλλαγές.
- Εγώ πατέρα, δε θέλω
ούτε λόγους ούτε προξενιά, γάμο θέλω. Όταν μπορέσεις και δεις τον πατέρα της,
να του μηνύσεις ότι το καλοκαίρι κατά τον Αύγουστο, Σεπτέμβριο θέλω να
παντρευτούμε. Και σε παρακαλώ θα σου αφήσω ένα σεβαστό ποσόν σε χρυσές λίρες,
να μου κτίσεις ένα σπίτι, όπου νομίζεις εσύ εδώ κοντά σας. Θέλω να έχει δυο
δωμάτια και μαγεριό. Να έχουμε την βολή μας. Μεγάλη είναι η αυλή μας και ας την
έχουμε κοινή. Να έχει ο κάθε αδελφός το σπίτι του. Να χωράμε άνετα. Τίποτε άλλο
δε θέλω. Αυτά τα δύο.
- Εντάξει παιδί μου. Αφού
δεν υπάρχει τόση βιασύνη, θα τον δω αύριο, μεθαύριο ή καλύτερα όταν φύγεις. Όχι
σήμερα. Έχει ωραία ημέρα σήμερα και λέω να με πας μέχρι το Λαχανόκαστρο, που
έχω μια δουλειά, δηλαδή να δω ένα φίλο μου, που είναι κατάκοιτος. Δεν μου είναι
εύκολο το καλοκαίρι που είμαι στο βουνό. Τώρα είναι ευκαιρία. Μια και θα φύγεις
να μη τρέχω μετά μόνος μου.
- Να σε πάω πατέρα!
Όταν γύρισαν το βράδυ, ο
Γιάννος δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να πάει στο σπίτι της Γιαννούλας.
Έπρεπε να τη δει, να της μιλήσει, να την αποχαιρετήσει. Να τη σφίξει στην
αγκαλιά του.
Και ο πατέρας της να με πάρει χαμπάρι, ευκαιρία να του μιλήσω. Σαν άντρας προς άντρα!
- Θέλεις κάτι άλλο
πατέρα, του είπε η Γιαννούλα σαν απόσωσε το πλύσιμο των πιάτων από το βραδινό
τους.
- Όχι παιδί μου, να πας
να πλαγιάσεις και εσύ. Να ξεκουραστείς.
- Μη μου στρώνεις το
μπάσι μου, εδώ θα κοιμηθώ και απόψε. Κοντά στο τζάκι. Θα ρίξω ένα μεγάλο
κούτσουρο και θα κρατήσει όλη τη νύχτα. Ρίξε και εσύ κανένα χοντρό κούτσουρο.
- Εντάξει πατέρα.
Πήγε η Γιαννούλα στο
σπίτι, έφερε τα στρωσίδια του και του έφτιαξε τη γωνιά του και τον καληνύχτισε.
Βιαζόταν να πάει και
εκείνη στη δική της γωνιά. Να επεξεργαστεί όλα αυτά που της μετέφερε η Μαρία.
«Πόσο ωραία ήρθαν τα πράγματα! Ήρθε και η δική μου σειρά.»
Έριξε ένα χοντρό
κούτσουρο στο τζάκι, ξεντύθηκε, φόρεσε ένα πρόσθετο ρούχο πάνω από την
πουκαμίσα της και τα τσουράπια της, γιατί έκανε πολύ κρύο και ξέπλεξε τα μαλλιά
της. Γύρισε κατά τα εικονίσματα και έκανε τον σταυρό της, ευχαριστώντας την
Παναγία που εισακούστηκαν οι προσευχές της.
Λαγοκοιμόταν όταν άκουσε
τη κουκουβάγια. Μισοξύπνια ακόμη μουρμούρισε, «μπα γρουσούζικο πουλί, πάνω από
το σπίτι μας, βρήκες να λαλήσεις;».
Η κουκουβάγια επέμενε,
τρεις φορές και δύο. Πετάχτηκε έντρομη! Βούτηξε μια μικρή βελέντζα που είχε
βάλει πρόσθετα στα πόδια της, την έριξε στις πλάτες της και πετάχτηκε
πανικόβλητη έξω και τρέχοντας πήγε πίσω κατά την βελανιδιά.
Η λάμα του σουγιά του
πατέρα της γυάλιζε στο φως του γεμάτου φεγγαριού όπως πλησίαζε τον Γιάννο.
- Μη πατέρα, τί πας να
κάνεις; Ούρλιαξε η Γιαννούλα.
Συνεχίζεται...
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.