«ΤΟ ΔΙΚΙΟ» του Νικόλαου Αραπάκη, που είναι βασισμένο, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στα πραγματικά ιστορικά περιστατικά εκείνης της εποχής. Διαδραματίζεται στη Καλαμάτα κατά τη περίοδο της γερμανικής κατοχής και στις αρχές του εμφυλίου.
Από την πρώτη σελίδα η ιστορία ξεκινά πολύ δυνατά. Μια ιστορία που περιγράφει με λεπτομέρεια το μεγαλείο των Ελλήνων αλλά και τη μικροψυχία τους. Σκληρότητα, μάχες, μπλόκα, πολιτικά πάθη, κτηνωδία, παραλογισμός, μικροψυχία, αλτρουισμός, μεγαλείο ψυχής, αγάπη, ρομαντισμός τρυφερότητα, ανεκπλήρωτος έρωτας, φιλία, ομορφιά, ελπίδα. Αλλά και πόνο, πολύ πόνο. Ένας συνεχής αγώνας για επιβίωση.
Η γραφή του συγγραφέα είναι απλή, ζωντανή και γεννά δυνατά συναισθήματα. Ο συγγραφέας προσπαθεί να κρατήσει μια ουδέτερη στάση και να παρουσιάσει αντικειμενικά τα γεγονότα, όσο τουλάχιστον αυτό είναι δυνατόν. Όμως, όσο και αν δεν παίρνει θέση στο θέμα, φαίνονται καθαρά οι ευθύνες των ακροδεξιών και φιλοβασιλικών ομάδων με τη βοήθεια των Άγγλων και φαίνονται και κάποια ιστορικά λάθη που έκανε η τότε ηγεσία του ΚΚΕ. Πρόκειται για ένα καλογραμμένο βιβλίο και μια καλή προσπάθεια να φανούν τα λάθη που έγιναν εκείνη τη περίοδο στη χώρα μας.
Σε ένα σημείο το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας ο Μηνάς συζητά με τον φίλου του τον Κώστα:
-Κώστας : …. Ποιος έχει δίκιο τελικά; Εγώ κι εσύ, αυτοί, οι απέναντι;
-Μηνάς: Κανείς μας δεν έχει δίκιο. Ή μάλλον όλοι έχουμε και δίκιο και άδικο. Τούτες τις μέρες σκέφτηκα πολύ’ θυμήθηκα τις μέρες στο βουνό, τις μάχες, το ξύλο που φάγαμε στην ασφάλεια, τη φυλακή … Ξέρεις ποιοι φταίνε τελικά; Οι άνθρωποι. Εγώ, εσύ, ο Διονύσης, ο καπετάνιος. Εμείς τα κάναμε σκατά. Μπορεί μα μη φταίμε όλοι το ίδιο’ άλλος έριξε μια κλοτσιά, άλλος δυο, άλλος δέκα, μα η ουσία είναι πως κλότσα ο ένας και κλότσα ο άλλος, ρημάδι η Ελλάδα, την αποτελειώσαμε. Μάθαμε να γκρεμίζουμε – κατάλαβες;- κι όχι να χτίζουμε. Και το γκρέμισμα ειν’ εύκολο, σ΄ όλους αρέσει. Το χτίσιμο όμως είναι ζόρι, θέλει μαστοριά, υπομονή, αγάπη… Μα που να βρεθεί αγάπη σήμερα; Μίσος, μίσος, μίσος… Να πεθάνουν αυτοί, να ζήσουμ΄ εμείς. Αντί να ζητάμε χέρια να πιαστούμε, ζητάμε χέρια να κόψουμε. Κόψαμ’ εμείς, κόψαν οι άλλοι, ξανακόψαμ’ εμείς, ξανακόψαν οι άλλοι, φτάσαμε να είμαστε όλοι ανάπηροι. Γιατί να ξέρεις, δεν κόβαμε χέρια και κεφάλια, τις ψυχές μας κόβαμε, τις κάναμε κολοβές κι ανάπηρες. Τώρα το μόνο που μας νοιάζει πια είναι να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
''Κάθε που μετρούσε τα παιδιά του ο μπαρμπα-Γιώργης ο Μαυράκος τα έβρισκε εννιά, εφτά αγόρια, δυο κορίτσια.
Μα ήρθε κάποτε ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή ` αριθμοί άλλαξαν, η φαμελιά του φυλλορροούσε σαν τα πλατάνια στην καρδιά του χειμώνα.
Πολλά άλλαξαν... Ο ένας γιος του, ο Μηνάς, σήκωσε παντιέρα κι έβαλε στόχο να εκδικηθεί τους αδικοχαμένους αδερφούς. Μάνιασε ο γέρος και τον έδιωξε από το σπίτι. Κι ύστερα... Δίνη ο πόλεμος, λαίλαπα η ζωή, που τον παρέσυρε στο διάβα της.
Βγήκε στο βουνό και έγινε αντάρτης με τον ΕΛΑΣ. Η καρδιά του στην πόλη, έξω από το σπίτι της Κρινιώς, να παραφυλάει μήπως και τη δει. Μα στεκότανε μακριά, πολύ μακριά, τόσο, ώστε να μην κινδυνεύει από τον Διονύση, τον ορκισμένο εχθρό του και αδερφό της''.
*«ΤΟ ΔΙΚΙΟ» του
Νικόλαου Αραπάκη.
04/12/2010
Άρθρο της Αίγλης Μότσιουhttp://www.apolarisa.gr/index.php?page=article&article_id=918
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.