Γραμμένο σαν παραμύθι, αυτό το
ημιτελές αριστούργημα το οποίο χρονολογείται γύρω στο 1917, μα ξεθάφτηκε από τα
μπαούλα του Πορτογάλου συγγραφέα και εκδόθηκε για πρώτη φορά στην χώρα του το
2009 (εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του!), αφηγείται την ιστορία ενός
ανήσυχου ταξιδευτή. Περιγράφει ένα μακρύ οδοιπορικό αυτογνωσίας.
Ποιος είναι ο αληθινός μας στόχος; Ο έρωτας και η ηδονή, η δόξα, η εξουσία, η πίστη, η σοφία, η ηρεμία; Τι μας περιμένει στο τέλος του δρόμου; Και πότε πραγματικά μέσα στο μακρύ ταξίδι της ζωής νιώθεις ότι μπορείς να μείνεις σταθερός και να πεις με σιγουριά ότι αυτός ο σταθμός είναι και ο τελευταίος;
Ο ήρωας, ένα ανυποψίαστο και άπειρο αγόρι, ζούσε γαλήνια στην αγροικία του πατέρα του. Περνούσε τα απογεύματά του στον πευκώνα που περιέβαλλε το σπίτι, ακούγοντας τον άνεμο ο οποίος έκανε τις βελόνες και τα φύλλα των δέντρων να θροΐζουν. Απολάμβανε όσο τίποτα να κοιτά απλά τους περαστικούς, τις άμαξες που πήγαιναν κι έρχονταν στο δρόμο. Ένιωθε μια ευτυχία ανείπωτη ή μάλλον όχι ευτυχία: ευχαρίστηση, ευδαιμονία. Όταν νύχτωνε έμπαινε μέσα και διάβαζε στη σιωπή, ακούγοντας μόνο τον ήχο από τα κούτσουρα που καίγονταν στη φωτιά. Οι γριές που τον αγαπούσαν «είχαν μόλις αποκοιμηθεί γύρω από τη σόμπα, με το πιγούνι τους χωμένο στη ρόμπα τους» κι εκείνος νιώθοντας μια απίστευτη υπνηλία αφηνόταν γλυκά στην ήσυχη, μακρόσυρτη νύχτα. Κι έτσι η ζωή του περνούσε με τη «ζεστή αίσθηση ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω». Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να νιώσει πλήρης. Όλος ο κόσμος του τελείωνε στα όρια του πευκώνα. Μέχρι που ένα απόγευμα πέρασε μπροστά του ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα. Ο μυστηριώδης αυτός άνθρωπος έσπειρε με μια μόνο φράση του την αμφιβολία μέσα στο μυαλό του αγοριού. «Μην κοιτάζεις το δρόμο. Ακολούθησέ τον μέχρι τέλους» του είπε και έκτοτε τίποτα δεν ήταν το ίδιο.
Σε κάποιο σημείο η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο σταματά. Το υπόλοιπο κείμενο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η Teresa Rita Lopes, η γυναίκα που έχει αναλάβει να ερευνήσει το έργο του Πεσσόα, συμπλήρωσε την έκδοση με τις σημειώσεις του συγγραφέα για το διήγημα, στις οποίες εκείνος περιγράφει αναλυτικά σε τρίτο πρόσωπο τη συνέχεια του ταξιδιού. Έτσι ο αναγνώστης μαθαίνει τη συνέχεια και το τέλος.
Το ημιτελές διήγημα είναι γραμμένο με την απλότητα ενός κλασσικού παραμυθιού, από αυτά που σημάδεψαν και μάγεψαν την παιδική ηλικία όλων μας, ο Πεσσόα αφηγείται μια ιστορία ενηλικίωσης, συμπυκνώνοντας, σε ένα ολιγοσέλιδο διήγημα, τη μακρά διαδικασία εξέλιξης από την άγνοια στη γνώση. Είναι ένα μυστικιστικό οδοιπορικό που μοιάζει με τη ζωή του καθενός από εμάς. Γιατί τι άλλο είναι η ζωή μας από ένα δρόμο που τον ακολουθούμε μέχρι τέλους; Κι οι άλλοι άνθρωποι σάμπως δεν είναι τα σκαλιά που μας οδηγούν στον πιο συνειδητό εαυτό μας; Άλλες φορές βέβαια γίνονται η κόλαση. Μπορεί όμως να γίνουν κι ο παράδεισος. Και μόνο η πιθανότητα αυτή δεν αρκεί για να βουτήξεις βαθιά μέσα τους κι ας χαθείς;
Η μετάφραση του διηγήματος είναι της Μαρίας Παπαδήμα και τα σχέδια είναι του Πάολο Γκέτσι.
Ο Φερνάντο Αντόνιο Νογκέιρα Πεσσόα γεννήθηκε στη Λισαβόνα στις 13 Ιουνίου 1888 και πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1935. Την παραμονή του θανάτου του, σημειώνει από την κλίνη του νοσοκομείου : « I know not what tomorrow will bring». Αυτό που το μέλλον έφερε αναμφισβήτητα είναι η καταξίωσή του ως ενός από τους σημαντικότερους ποιητές του εικοστού αιώνα. Μετακινήθηκε στο Ντέρμπαν της Αφρικής, έλαβε αγγλική παιδεία, επέστρεψε στη Λισαβόνα και εργάστηκε ως αλληλογράφος σε εμπορικούς οίκους. Έζησε μοναχικά και δημοσίευσε ελάχιστο μέρος του τεράστιου, εν πολλοίς ανολοκλήρωτου έργου του. Υπέγραφε δε όχι μόνο με το όνομά του αλλά και με ετερώνυμα: μέχρι σήμερα 72 έχουν καταγραφεί.
Ο ποιητής, συγγραφέας και διπλωμάτης, κάτοχος Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας (1990) Οκτάβιο Λοσάνο Πας είχε περιγράψει τον Φερνάντο Πεσσόα
«Αγγλομανής, μύωψ, ευγενής, αλλοπαρμένος, μαυροντυμένος, απόμακρος και οικείος, κοσμοπολίτης που κηρύσσει τον εθνικισμό, επίσημος ερευνητής των ασήμαντων πραγμάτων, άνθρωπος με χιούμορ που δεν χαμογελάει ποτέ και που μας παγώνει το αίμα, εφευρέτης άλλων ποιητών και εξολοθρευτής του εαυτού του, συγγραφέας ενός παράδοξου λόγου διαυγούς σαν το νερό και σαν κι αυτό απύθμενου: προσποίηση σημαίνει αυτογνωσία. Μυστηριώδης σαν το φεγγάρι το καταμεσήμερο, σιωπηλό φάντασμα του πορτογαλικού μεσημεριού * ποιος είναι άραγε ο Πεσσόα;».
Ποιος είναι ο αληθινός μας στόχος; Ο έρωτας και η ηδονή, η δόξα, η εξουσία, η πίστη, η σοφία, η ηρεμία; Τι μας περιμένει στο τέλος του δρόμου; Και πότε πραγματικά μέσα στο μακρύ ταξίδι της ζωής νιώθεις ότι μπορείς να μείνεις σταθερός και να πεις με σιγουριά ότι αυτός ο σταθμός είναι και ο τελευταίος;
Ο ήρωας, ένα ανυποψίαστο και άπειρο αγόρι, ζούσε γαλήνια στην αγροικία του πατέρα του. Περνούσε τα απογεύματά του στον πευκώνα που περιέβαλλε το σπίτι, ακούγοντας τον άνεμο ο οποίος έκανε τις βελόνες και τα φύλλα των δέντρων να θροΐζουν. Απολάμβανε όσο τίποτα να κοιτά απλά τους περαστικούς, τις άμαξες που πήγαιναν κι έρχονταν στο δρόμο. Ένιωθε μια ευτυχία ανείπωτη ή μάλλον όχι ευτυχία: ευχαρίστηση, ευδαιμονία. Όταν νύχτωνε έμπαινε μέσα και διάβαζε στη σιωπή, ακούγοντας μόνο τον ήχο από τα κούτσουρα που καίγονταν στη φωτιά. Οι γριές που τον αγαπούσαν «είχαν μόλις αποκοιμηθεί γύρω από τη σόμπα, με το πιγούνι τους χωμένο στη ρόμπα τους» κι εκείνος νιώθοντας μια απίστευτη υπνηλία αφηνόταν γλυκά στην ήσυχη, μακρόσυρτη νύχτα. Κι έτσι η ζωή του περνούσε με τη «ζεστή αίσθηση ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω». Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να νιώσει πλήρης. Όλος ο κόσμος του τελείωνε στα όρια του πευκώνα. Μέχρι που ένα απόγευμα πέρασε μπροστά του ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα. Ο μυστηριώδης αυτός άνθρωπος έσπειρε με μια μόνο φράση του την αμφιβολία μέσα στο μυαλό του αγοριού. «Μην κοιτάζεις το δρόμο. Ακολούθησέ τον μέχρι τέλους» του είπε και έκτοτε τίποτα δεν ήταν το ίδιο.
Σε κάποιο σημείο η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο σταματά. Το υπόλοιπο κείμενο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η Teresa Rita Lopes, η γυναίκα που έχει αναλάβει να ερευνήσει το έργο του Πεσσόα, συμπλήρωσε την έκδοση με τις σημειώσεις του συγγραφέα για το διήγημα, στις οποίες εκείνος περιγράφει αναλυτικά σε τρίτο πρόσωπο τη συνέχεια του ταξιδιού. Έτσι ο αναγνώστης μαθαίνει τη συνέχεια και το τέλος.
Το ημιτελές διήγημα είναι γραμμένο με την απλότητα ενός κλασσικού παραμυθιού, από αυτά που σημάδεψαν και μάγεψαν την παιδική ηλικία όλων μας, ο Πεσσόα αφηγείται μια ιστορία ενηλικίωσης, συμπυκνώνοντας, σε ένα ολιγοσέλιδο διήγημα, τη μακρά διαδικασία εξέλιξης από την άγνοια στη γνώση. Είναι ένα μυστικιστικό οδοιπορικό που μοιάζει με τη ζωή του καθενός από εμάς. Γιατί τι άλλο είναι η ζωή μας από ένα δρόμο που τον ακολουθούμε μέχρι τέλους; Κι οι άλλοι άνθρωποι σάμπως δεν είναι τα σκαλιά που μας οδηγούν στον πιο συνειδητό εαυτό μας; Άλλες φορές βέβαια γίνονται η κόλαση. Μπορεί όμως να γίνουν κι ο παράδεισος. Και μόνο η πιθανότητα αυτή δεν αρκεί για να βουτήξεις βαθιά μέσα τους κι ας χαθείς;
Η μετάφραση του διηγήματος είναι της Μαρίας Παπαδήμα και τα σχέδια είναι του Πάολο Γκέτσι.
Ο Φερνάντο Αντόνιο Νογκέιρα Πεσσόα γεννήθηκε στη Λισαβόνα στις 13 Ιουνίου 1888 και πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1935. Την παραμονή του θανάτου του, σημειώνει από την κλίνη του νοσοκομείου : « I know not what tomorrow will bring». Αυτό που το μέλλον έφερε αναμφισβήτητα είναι η καταξίωσή του ως ενός από τους σημαντικότερους ποιητές του εικοστού αιώνα. Μετακινήθηκε στο Ντέρμπαν της Αφρικής, έλαβε αγγλική παιδεία, επέστρεψε στη Λισαβόνα και εργάστηκε ως αλληλογράφος σε εμπορικούς οίκους. Έζησε μοναχικά και δημοσίευσε ελάχιστο μέρος του τεράστιου, εν πολλοίς ανολοκλήρωτου έργου του. Υπέγραφε δε όχι μόνο με το όνομά του αλλά και με ετερώνυμα: μέχρι σήμερα 72 έχουν καταγραφεί.
Ο ποιητής, συγγραφέας και διπλωμάτης, κάτοχος Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας (1990) Οκτάβιο Λοσάνο Πας είχε περιγράψει τον Φερνάντο Πεσσόα
«Αγγλομανής, μύωψ, ευγενής, αλλοπαρμένος, μαυροντυμένος, απόμακρος και οικείος, κοσμοπολίτης που κηρύσσει τον εθνικισμό, επίσημος ερευνητής των ασήμαντων πραγμάτων, άνθρωπος με χιούμορ που δεν χαμογελάει ποτέ και που μας παγώνει το αίμα, εφευρέτης άλλων ποιητών και εξολοθρευτής του εαυτού του, συγγραφέας ενός παράδοξου λόγου διαυγούς σαν το νερό και σαν κι αυτό απύθμενου: προσποίηση σημαίνει αυτογνωσία. Μυστηριώδης σαν το φεγγάρι το καταμεσήμερο, σιωπηλό φάντασμα του πορτογαλικού μεσημεριού * ποιος είναι άραγε ο Πεσσόα;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.