Έδωσε μια στο μουλάρι και κρατώντας το, πήραν τον ανήφορο για το χωριό. Μπροστά και πεζός εκείνος και η Γιαννούλα καβάλα στο πρώτο μουλάρι. Το δεύτερο δεμένο με το πρώτο, ακολουθούσε φορτωμένο με τα μπαούλα.
Και οι δύο βυθισμένοι στις σκέψεις τους και στο «Πως θα γινόταν να
ξαναϊδωθούν», δεν αντάλλαξαν κουβέντα.
Είχαν φτάσει στην κορυφή της ανηφόρας και σε λίγο θα έπαιρναν τον κατήφορο
για το χωριό. Ήδη οι αχυροκαλύβες και τα λιγοστά πέτρινα σπίτια του χωριού,
ήταν στο οπτικό τους πεδίο.
Κάπου στο βάθος όχι πολύ μακριά, φάνηκε ένα σύννεφο σκόνης.
- Κάποιος έρχεται προς τα εδώ.
- Μάλλον ο αδελφός μου, θα είναι!
Ο Γιάννος συνέχισε την καθοδική πορεία χωρίς βιάση. Ήθελε να είναι ακόμη
λίγο μαζί της έστω και εάν δεν την έβλεπε μια και την είχε πίσω του. Του έφτανε
που ήταν κοντά του.
- Απορώ πως ανεβαίνετε φορτωμένες με τη γεμάτη βαρέλα όλον αυτόν τον
ανήφορο! Μπράβο σας! της είπε ο Γιάννος, έτσι για να την κάνει να μιλήσει, για
να ακούσει τη φωνή της.
- Και τι να κάνουμε; Να μείνουμε χωρίς νερό;
- Πρέπει να ανοίξουμε πηγάδια στο χωριό. Ή να το κατεβάσουμε με σωλήνες από
επάνω από του βουνό.
Δε πρόλαβαν να πουν και πολλά και ο αδελφός της Γιαννούλας τους πλησίασε.
Και ο Γιάννος και ο Πέτρος ο αδελφός της, σταμάτησαν τα μουλάρια. Σβέλτα ο
Πέτρος κατέβηκε από το μουλάρι και αγκάλιασε τον Γιάννο.
- Τι έγινε φράτε μου (αδελφέ) πότε γύρισες;
- Πριν από δυό μέρες έφθασα στα Γιάννενα και σήμερα όπως βλέπεις έρχομαι
στο χωριό. Βρήκα και την αδελφή σου στη πηγή και την έφερα. Μη χαλιέσαι, δεν
μας είδε κανείς και έννοια σου ήταν καλά κρυμμένη στα βούζια. Ξέρει να
φυλάγεται. Φανερώθηκε όταν είδε ότι είμαι χωριανός. Είναι έξυπνη η αδελφή σου.
- Σ’ ευχαριστώ φράτε. Να είσαι καλά!
- Τι χαμπάρια από τον ντουνιά που πήγες; Πως είναι τα πράγματα; Θα τους
βγάλουμε τους Τουρκαλάδες πάνω από το σβέρκο μας;
- Κατά πως φαίνεται θα τους βγάλουμε. Σε λίγα χρόνια θα πανηγυρίζουμε.
Υπάρχει κάποιος φόβος για το χωριό μας αλλά θα τα πούμε άλλη φορά.
- Δηλαδή; Με φοβίζεις τώρα.
- Για το που θα χαραχτούν τα σύνορα, αλλά Πέτρο μου θα τα πούμε. Βιάζομαι
να πάω στο σπίτι. Καταλαβαίνεις τη λαχτάρα μου.
Η Γιαννούλα άκουγε τη συνομιλία των ανδρών και χάρηκε που ο αδελφός της και
ο Γιάννος απ’ ότι φαινόταν ήταν φίλοι. Οπότε και θα μάθαινε με τον τρόπο της,
νέα του. Χάρηκε επίσης που ήταν ζήτημα χρόνου να ξεκουμπιστούν οι Τούρκοι από
τα μέρη τους.
Καβαλίκεψαν τα μουλάρια τους και ξεκίνησαν με γρήγορο βηματισμό για το
χωριό. Λίγο πριν στρίψει το μουλάρι του ο Γιάννος για τον μαχαλά του, έσκυψε
και πήρε από το τράστο του, το βαζάκι με το φάρμακο και το έδωσε στον Πέτρο.
- Για την αδελφή σου. Να βάλει λίγο και το βράδυ. Αν και πρέπει να έχει
υποχωρήσει λίγο ο πόνος. Έτσι δεν είναι Γιαννούλα;
Η Γιαννούλα με σκυμμένο το κεφάλι ίσια που είπε «ναι, είναι καλύτερα τώρα»
και συμπλήρωσε και ένα «ευχαριστώ».
- Ευχαριστώ φράτε, αλλά δε θα τη χρειαστεί όλη. Πρέπει κάποια στιγμή να σου
την επιστρέψω.
- Δε χρειάζεται. Να την κρατήσετε. Είναι καλή για στραμπουλήγματα και για
πόνους στα κόκκαλα. Έχω και άλλη. Θα τα πούμε και πάλι!
Έδωσε μια στο μουλάρι και γρήγορα, χάθηκε από μπροστά τους.
Η Γιαννούλα, κατάλαβε ότι αυτό το θέατρο το έπαιξε για εκείνη. Για να γίνει
πιστευτή η ιστορία της με το στραμπούληγμα.
- Δε νομίζω Γιαννούλα μου, να σε έφερε σε δύσκολη θέση ο Γιάννος, της είπε
ο Πέτρος.
- Μα τι είναι αυτά που λες, αδελφέ μου;
- Ήρθατε κιόλας, μα πότε πρόλαβες να πας να την πάρεις και να τη φέρεις.
Ούτε πουλί να ήσουν, είπε η μάνα τους όταν τους είδε που μπήκαν στο σπίτι.
- Δεν απομακρύνθηκα από το χωριό μάνα. Μέχρι την Παναγία πήγα. Την έφερε ο
Γιάννος του μπάρμπα Νικόλα.
- Ο Γιάννος; Γιατί εδώ είναι αυτός, εγώ τον ξέρω ότι λείπει με τους
κυρατζήδες.
- Σήμερα γύρισε στο χωριό.
- Άλλο και τούτο! Αυτό μας έλειπε να πέσουμε στα στόματα των χωριανών, ότι
η θυγατέρα μου γκιζεράει με άντρες, στις πηγές και στα τσαΐρια.
- Ησύχασε μάνα και ο Γιάννος είναι καλό παιδί και φίλος μου. Κανείς δεν
τους είδε. Μου το είπε. Ηρέμησε.
- Πάλι καλά!
Η Γιαννούλα όσο κουβέντιαζαν η μάνα της και ο αδελφός της, έκρυψε με τρόπο
πίσω από ένα μπαούλο τον τράστο της με την βρεγμένη πουκαμίσα και μετά έκατσε
σ’ ένα σκαμνί. Με την πρώτη ευκαιρία και χωρίς να τη δει κανείς, θα την έπλενε.
- Πάω να φτιάξω λίγο σαπουνάδα να σου βάλω στο ποδάρι σου. Και άλλη φορά να
προσέχεις που πατάς, της είπε η μάνα της.
- Δε χρειάζεται μάνα, έβαλα κάποια αλοιφή που μου έδωσε ο Γιάννος και είναι
πολύ καλύτερα τώρα το πόδι μου. Λίγο με πονάει
Και για να αλλάξει τη συζήτηση περί Γιάννου και ποδαριού, τη ρώτησε:
- Που είναι οι αδελφές μου;
- Την Αλέξω την έστειλα στη θειά Σταύραινα για να τη βοηθήσει σε κάποια
δουλειά και την Ευδοκία μέχρι το μαγαζί.
- Να μάνα, πάρε την αλοιφή, μας την έδωσε ο Γιάννος και είπε να την
κρατήσουμε. Ας βάλει και το βράδυ, της είπε ο Πέτρος και έλα να με βοηθήσεις να
φορτώσουμε τα μουλάρια. Πρέπει να φύγω.
Η Γιαννούλα έμεινε μόνη της μέσα στο σπίτι. Προς το παρόν λόγω του ποδαριού
γλύτωσε κάποιες αγγαρείες. Έλα όμως που τώρα, θα τις αποζητούσε τις, εκτός
σπιτιού, αγγαρείες. Μόνο έτσι θα υπήρχε κάποια πιθανότητα να τον ξαναδεί στο
μεσοχώρι ή ακόμη και στον μαχαλά του εάν τύχαινε και περνούσε από εκεί.
Έβγαλε τα τσαρούχια της. Σειρά είχαν οι κάλτσες της. δε μπορούσε με αυτή τη
ζέστη να περπατά ποδεμένη μέσα στο σπίτι. Της άρεσε να περπατά ξυπόλητη.
Στη σκέψη ότι ο Γιάννος της έπιασε τον αστράγαλό της, κυριεύθηκε από την
κάψα και από μια γλυκιά ανατριχίλα όπως τότε στη λίμνη. Έκλεισε τα μάτια της
και τον έφερε ολοζώντανο και γυμνό μπροστά της! Τον είδε να χαμογελά κάτω από
τα μουστάκια του, όταν έκανε την γκάφα της, στην προσπάθειά του να τη βοηθήσει
να ανέβει στο μουλάρι.
- Τι σκέφτεσαι αδελφούλα; της είπε η Ευδοκία.
- Τίποτε, δε σε κατάλαβα που γύρισες, της απάντησε η Γιαννούλα.
- Πονάς;
- Όχι πολύ, της απάντησε.
Σηκώθηκε και κουτσαίνοντας λίγο, έπρεπε να γίνει πιστευτή, κατευθύνθηκε
μέχρι τη γωνία που ήταν η ρόκα της.
- Το πόδι μου με πονάει και όχι τα χέρια. Θα γνέσω λίγο, δε μπορώ να
κάθομαι.
- Και εγώ θα υφάνω.
Και οι δυο άρχισαν τα εργόχειρά τους. Δεν έπρεπε να χαζολογάνε. Οι νοικοκυρεμένες κοπέλες έπρεπε να απασχολούν πάντα τα χέρια τους. Ο γήκος με την προίκα έπρεπε να αυγατεύει.
Είχαν περάσει τρεις ημέρες από το συμβάν στην λίμνη. Η Γιαννούλα κόντευε να
σκάσει που δεν τον πήρε το μάτι της καθόλου. Ούτε και ο αδελφός της δεν είχε
κατέβει από το βουνό μήπως και μάθει τίποτε. Τον σκεφτόταν συνέχεια. Δεν τον είχε
βγάλει από το μυαλό της. Κάποια προσπάθεια που έκανε, τάχα μου να πάει μέχρι
την ξαδέλφη της την Χάϊδω, για επίσκεψη και να κεντήσουν τα εργόχειρά τους
παρέα, πήγε χαμένη.
- Μα γιατί ρε μάνα δε με αφήνεις.
- Άλλη φορά. Σήμερα και αυτή την εβδομάδα δε θα πας! Και δε θα το ξαναπώ.
«Τί την έπιασε;» σκεφτόταν η Γιαννούλα. «Μου το κρατά αμανάτι που της βγάζω
γλώσσα. Αυτό είναι. Ας αλλάξω τακτική και θα την φέρω στα νερά μου».
Από την άλλη καθισμένος κάτω από την κληματαριά στο πατρικό του, ο Γιάννος
φύσαγε και ξεφύσαγε που όσες φορές και εάν πήγε μέχρι το μεσοχώρι, δεν είδε τη
Γιαννούλα πουθενά. Ήξερε βέβαια πως πολύ σπάνια έβγαιναν οι κοπέλες από τα
σπίτια τους. Μήπως το ίδιο δε συνέβαινε και με την αδελφή του;
«Τι κρίμα, γιατί να γίνεται αυτό στο χωριό μας. Δε ξέρω εάν θα κάνω
κορίτσια, αλλά δε θα ήθελα να έχουν αυτή τη ζωή».
Σκέφτηκε την αδελφή του, με πόση χαρά άνοιγε το δικό της μπαούλο.
- Αυτό το μπαούλο Μαρία μου, είναι δικό σου. Όλα δικά σου. Για την προίκα
σου.
Και τι δεν της είχε μέσα. Όμορφα μεσάλια (τραπεζομάντηλα), μαξιλαροθήκες,
βελούδινα υφάσματα, δαντέλες για τα κεντήματά της. Κοσμήματα, του λαιμού με
τρεις σειρές φλουριά, βραχιόλια και καρφίτσες. Έβγαζε και έβγαζε η Μαρία. Όταν
είδε και τα πιάτα με τα κουταλοπήρουνα, την πήραν τα δάκρια της χαράς.
«Μακάρι να γίνει ευτυχισμένη στο γάμο της» σκέφτηκε ο Γιάννος. «Τι νόημα θα
έχουν όλα αυτά εάν η ψυχή της είναι μαύρη».
Τον ήξερε τον αρραβωνιαστικό της και ήξερε ότι ήταν καλό παιδί. «Όσο καλός
και εάν είναι, εάν η καρδιά της δεν τον θέλει, θα είναι μαύρη η ζωή της, όπως
μαύρη θα είναι και η δική μου εάν δε πάρω τη Γιαννούλα. Την θέλω, συνέχεια τη
σκέφτομαι, και εάν είναι λογοδοσμένη; Πρέπει να τη δω οπωσδήποτε, πρέπει να
μιλήσουμε».
- Θέλεις τίποτε αδελφέ μου, κανένα γλυκό, πεθύμισες κάτι; του είπε η Μαρία.
- Ναι κάτι θέλω, της είπε ο Γιάννος. Ξέρω πως θα παραξενευτείς που θα σε
ρωτήσω, αλλά πρέπει.
Έριξε μια ματιά γύρω – γύρω μη τυχόν και ήταν κάπου κοντά οι γονείς τους
και τη ρώτησε:
- Τον αγαπάς τον Κωνσταντή; Τον θέλεις;
- Μα τι κουβέντες είναι αυτές, Γιάννο; Απάντησε η Μαρία κατακόκκινη και με
σκυμμένο κεφάλι.
- Νοιάζομαι για σένα Μαρία μου, αδελφή μου είσαι και σε ρωτάω εάν τον
αγαπάς. Που είναι το κακό; Εάν δεν τον θέλεις πέστο τώρα που είναι νωρίς και μη
σκιάζεσαι. Εγώ και ο Γιώργος θα τον κάνουμε ζάφτι τον πατέρα μας και την μάνα
μας. Μόνο αυτό σε ρωτώ τον αγαπάς;
- Ναι, απάντησε κατακόκκινη! Ναι τον θέλω και συμπλήρωσε κοιτάζοντάς τον
στα μάτια.
- Κοίταξε να κάνεις ζάφτι τον πατέρα μας, με το προξενιό που σου ετοιμάζει!
- Τι είπες;
- Αυτό που άκουσες και μη με ανακατέψεις εμένα. Δεν σου είπα τίποτε!
- Ευχαριστώ Μαρία μου. Εγώ ξέρω ποια θέλω να παντρευτώ και παντρειές με το
ζόρι δεν κάνω.
- Από εδώ είναι; Από το χωριό μας;
- Δε θα σου πω ακόμη. Θέλω πρώτα να μάθω εάν με θέλει και εάν πει το ναι,
να είσαι σίγουρη ότι θα είσαι η πρώτη που θα το μάθει. Και σ’ ευχαριστώ που μου
είπες για το προξενιό που μου ετοιμάζουν. Πρέπει όσο το δυνατόν γρηγορότερα να
μάθω εάν με θέλει και εκείνη.
«Απόψε το αργότερο αύριο, πρέπει να μάθω. Θα γυρίσω τον κόσμο ανάποδα και θα τη δω. Τίποτε δε θα με σταματήσει.»
Παραδομένος στις σκέψεις του, ούτε κατάλαβε πότε μπήκε η αδελφή του μέσα
στο σπίτι και πότε ξαναβγήκε και τον πλησίασε.
- Κοίτα Γιάννο, δε ξέρω ποια είναι η κοπέλα που αγαπάς, αλλά πάρε αυτό εδώ
το βραχιόλι. Μου έφερες πολλά. Εάν τη δεις και σου πει το ναι, να της το
δώσεις.
- Όχι Μαρία μου, αυτά είναι δικά σου. Άσε που δε θα μπορεί να δικαιολογήσει
το βραχιόλι στους δικούς της. Ας πει το ναι, και όλα θα γίνουν με τη σειρά τους
και ολόκληρο μπαούλο θα της φέρω, όπως έφερα και σε σένα.
- Όπως θέλεις, αδελφέ μου και μακάρι να σου πει το ναι. Πάντως είμαι
περίεργη.
- Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, θα στο πω. Μη τυχόν και μπορείς να με
βοηθήσεις.
- Πως να σε βοηθήσω;
- Μπορεί να είναι φίλη σου και να μπορείς να της μεταφέρεις ένα μήνυμά μου.
- Μα ποια είναι; Μ’ έσκασες πια!
- Η Γιαννούλα του μπάρμπα Βαγγέλη.
- Η Γιαννούλα;
- Ναι; Η Γιαννούλα! Μη μου πεις ότι είναι αρραβωνιασμένη;
- Όχι – όχι δεν είναι αρραβωνιασμένη, αλλά είναι η μικρότερη και έχουν
σειρά οι μεγαλύτερες.
- Εγώ αυτή θέλω και θα περιμένω όσο χρειάζεται.
- Τι να της πω; Θα πάω αύριο τάχα μου να πάρω ένα σχέδιο, το είχα στο
πρόγραμμα δηλαδή, από την Ευδοκία και θα της το πω με τρόπο το μήνυμά σου. Λέγε
λοιπόν.
- Το βράδυ, όταν νυχτώσει για τα καλά και ακούσει μια κουκουβάγια να λαλάει
τρεις φορές να σταματά και να λαλάει άλλες δυο, να βγει έξω. Θα την περιμένω
πίσω από το μαγεριό τους.
- Γιάννο μου, είναι επικίνδυνο. Αν σας δουν;
- Δε μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο. Θα προσέχω και πες της ότι θα την περιμένω
μέχρι να μπορέσει να βγει.
- Θα της το πω και ο Θεός βοηθός!
Η Γιαννούλα καθισμένη κάτω στο πάτωμα, άνοιγε με τον πλάστη φύλλα πάνω στο
σοφρά, για την πίτα που θα ετοίμαζε. Το απόγευμα θα ανέβαινε η μάνα της με την
Αλέξω πάνω στο βουνό. Έπρεπε να έχει έτοιμη την πίτα.
Τελείως μηχανικά άνοιγε τα φύλλα. Σκεφτόταν πως θα γινόταν ενόσω η μάνα της
και η αδελφή της ήταν πάνω στο βουνό, να έβλεπε τον Γιάννο. Λαχταρούσε να τον
δει. Ίσως δε θα εύρισκε άλλη ευκαιρία να λείπει η μάνα ης. Βέβαια θα προτιμούσε
να πήγαινε η Ευδοκία με την μάνα της και όχι η Αλέξω. Την Αλέξω κάπως την
κουμαντάριζε, η Ευδοκία είχε πάρει στα σοβαρά τον ρόλο της μεγάλης αδελφής.
- Καλημέρα Γιαννούλα, τί ετοιμάζεις; πίτα;
Ξαφνιάστηκε η Γιαννούλα μόλις είδε την Μαρία την αδελφή του Γιάννου στο
σπίτι της.
- Καλημέρα Μαρία. Πως και από εδώ;
- Ήρθα να πάρω ένα σχέδιο από την Ευδοκία. Που είναι;
- Μάλλον στο μαγεριό. Ή μήπως είναι στην πίσω αυλή, να ανάψει φωτιά για την
πίτα. Βάλε μια φωνή και θα σε ακούσει.
Η Μαρία έριξε μια ματιά προς την πόρτα και γρήγορα την πλησίασε.
- Για σένα ήρθα. Έχω ένα μήνυμα από τον αδελφό μου.
Η καρδιά της Γιαννούλας κόντεψε να σπάσει. Πριν προλάβει να τη ρωτήσει για
το μήνυμα άκουσε τα βήματα της αδελφής της.
- Νάτη και η Ευδοκία μας. Δε σου ‘πα, ότι κάπου εδώ είναι!
- Καλώς ήρθες Μαρία μου. Ήρθες για το σχέδιο που λέγαμε τις προάλλες; Κάτσε
να βρω το σχέδιο να στο φέρω. Θα φας και ένα γλυκό να σε τρατάρουμε.
- Ναι Ευδοκία μου, θα κάτσω λίγο. Έχω χρόνο.
- Λοιπόν τι νέα; της είπε η Ευδοκία. Έμαθα ότι ήρθε ο αδελφός σου.
Φαντάζομαι τί θα σου έφερε;
- Ναι ένα μπαούλο πράγματα. Έλα καμιά μέρα στο σπίτι να σου τα δείξω.
Όσο ετοίμαζε η Ευδοκία το δίσκο με το γλυκό και το νερό, η Γιαννούλα
κοίταζε τη Μαρία στα μάτια λες και θα διάβαζε στα μάτια της το μήνυμα του
Γιάννου.
- Ευδοκία μου, το νερό στο γκιούμι είναι χθεσινό κα το έχουμε για το
μαγείρεμα. Δε παίρνεις τον μαστραπά, να πας να φέρεις φρέσκο νερό από τη βαρέλα
που είναι σημερινό. Θα πήγαινα εγώ αλλά όπως βλέπεις ανοίγω φύλλο.
- Ναι έχεις δίκιο. Πάω.
- Αργά το βράδυ θα ακούσεις τρεις φορές τη φωνή της κουκουβάγιας, μετά θα
σταματήσει και θα λαλήσει άλλες δύο. Θα σε περιμένει πίσω από το μαγεριό. Θα
περιμένει μέχρι να βγεις για να συναντηθείτε, της είπε η Μαρία στα γρήγορα.
- Σ’ ευχαριστώ Μαρία μου. Θα βγω.
Οι δύο κοπέλες βγήκαν έξω να κάτσουν κάτω από τη κληματαριά, να
κουβεντιάσουν και να αλλάξουν απόψεις για σχέδια και κεντήματα.
Τα χέρια της Μαρίας πετούσαν στο άνοιγμα των φύλλων. Τώρα η έννοια της ήταν
το πότε θα νυχτώσει. «Εδώ έκανα μπάνιο στη λίμνη, κάποιον τρόπο θα βρω και
απόψε. Τίποτε δε θα με σταματήσει!»
Έστησε την πίτα στα γρήγορα και φώναξε την αδελφή της:
- Πάρε να την ψήσεις και πάω να μαζέψω καμιά ντομάτα και πιπεριές, να τους
κάνω και γεμιστά. Καίει που καίει η γάστρα ας ψήσουμε και κανένα γεμιστό.
- Καλά το σκέφτηκες Γιαννούλα μου. Πάω. Έλα Μαρία μου και συνεχίζουμε τη
κουβέντα μας στην πίσω αυλή.
- Όχι Ευδοκία μου, τα είπαμε. Κάνετε τις δουλειές σας. Θα τα ξαναπούμε άλλη
φορά.
Η Μαρία τις χαιρέτισε, έριξε μια ματιά όλο σημασία προς τη Γιαννούλα και
έφυγε.
Η Γιαννούλα όλο χαρά, πήγε μέχρι το μποστάνι να κόψει τα κηπευτικά που θα
χρειαζόταν για τα γεμιστά. Σιγοτραγουδούσε κάποιο τραγούδι και γέμιζε την ποδιά
της με τα μοσχοβολιστά κηπευτικά τους.
Πήγε προς το μαγερειό και κόντεψε να πέσει λιπόθυμη όταν άκουσε την αδελφή
της να λέει στην μάνα της.
- Απόψε στο σπίτι του μπάρμπα Θύμιου, θα έχουν παντρολογήματα.
- Δηλαδή ποιος προξενεύεται, τη ρώτησε η μάνα της.
- Η Σοφία. Το έμαθα χθες που πήγα στο μαγαζί ότι ο μπάρμπα Νικόλας με τον
μπάρμπα Θύμιο έδωσαν τα χέρια για την Σοφία και τον Γιάννο. Παράξενο όμως δεν
είναι που Μαρία δεν μου είπε τίποτα;
- Και τί να σου πει! Δεν πετυχαίνουν και πάντα τα προξενιά!
Κρατήθηκε από την κάσα της πόρτας για να μη πέσει η Γιαννούλα.
«Παντρολογιέται και μου στέλνει χαμπέρι να τον συναντήσω; Τί με πέρασε; Δεν
ξέρει με ποια έχει να κάνει! Θα του δείξω το βράδυ! Εκτός και εάν δεν τη θέλει
αλλά και πάλι πως γίνεται να θέλει να συναντηθούμε το βράδυ, ενώ απόψε
παντρολογιέται;»
- Κάτσε Γιαννούλα μου να σε βοηθήσω και εγώ, της είπε η αδελφή της. Εγώ θα
τα κουφώσω, εσύ ετοίμασε τη γέμιση.
Η Γιαννούλα δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτε. Αφοσιώθηκε στη δουλειά! «Το βράδυ εάν έχει την τόλμη μετά τα παντρολογήματα να έρθει, θα μάθω. Προς το παρόν τη δουλειά μου!»
Η Μαρία όλο χαρά για τη θετική απάντηση της Γιαννούλας σχεδόν έτρεχε για να
φτάσει στο σπίτι της. Είδε τον Γιάννο έξω όρθιο στον κορμό της μουριάς να
ξυρίζεται. Είχε κρεμάσει ένα καθρέπτη από μια πρόκα και με προσοχή ξυριζόταν
και περιποιόταν το μουστάκι του.
Τον πλησίασε και του είπε:
- Όλα εντάξει, θα σε περιμένει.
- Σ’ ευχαριστώ Μαρία μου και από την χαρά του, για το ευχάριστο νέο της
πέταξε ένα φιλί στο μάγουλο.
Επειδή έλειπε κάμποσο από το σπίτι, η Μαρία μπήκε στο μαγειριό μήπως και
ήθελε η μάνα της, τη βοήθειά της. Την είχε ενημερώσει βέβαια ότι θα πήγαινε
μέχρι την Ευδοκία.
- Που είναι ο αδελφός σου, τη ρώτησε ο πατέρας της, θέλω να του μιλήσω.
- Έξω στη μουριά, ξυρίζεται, του απάντησε η Μαρία.
Η καρδιά της Μαρίας σφίχτηκε γιατί κατάλαβε γιατί ήθελε να του μιλήσει.
Πριν ακόμη έρθει ο Γιάννος οι γονείς τους κρυφομιλούσαν και λογάριαζαν σε ποια
θα στείλουν το προξενιό. Είχαν καταλήξει στη Σοφία και απ’ ότι φαίνεται, θα το
είχαν κανονίσει.
- Εδώ είσαι γιέ μου. Χαίρομαι που σενιαρίζεσαι. Απόψε θα πάμε στου μπάρμπα
Θύμιου για να ζητήσουμε το χέρι της Σοφίας. Καιρός να παντρευτείς γιέ μου. Να
κάνεις τη δική σου οικογένεια. Μετά τους γάμους της Μαρίας μας, είναι η σειρά
σου σαν μεγαλύτερος. Να μπει στο σπίτι μας μια νύφη, να κανακέψουμε εγγόνια.
Ο Γιάννος, δε τον διέκοψε όσο μίλαγε. Συνέχιζε το ξύρισμά του.
- Δε μ’ ακούς που μιλάω; Ή τα λέω στο βρόντο.
- Σ’ ακούω πατέρα. Να τελειώσω και θα μιλήσουμε σαν άντρας προς άντρα.
- Δηλαδή σαν λέμε, ότι φέρνεις αντίρρηση σ’ αυτά που σου λέω. Εγώ έτσι το
καταλαβαίνω.
- Να τελειώσω πατέρα. Μη κοπώ κιόλας.
Με την ησυχία του ο Γιάννος, τελείωσε το ξύρισμα, σκουπίστηκε καλά – καλά
με την πετσέτα και γυρίζοντας προς τον πατέρα του, του είπε:
- Πάμε να κάτσουμε κάτω από την κληματαριά, να τα πούμε.
- Το λοιπόν, ακούω.
- Κατ’ αρχήν να σου πω ότι πρώτα έπρεπε να με ρωτήσεις. Δεν ξέρω εάν δώσατε
τα χέρια με τον μπάρμπα Θύμιο και εάν τα δώσατε κακώς. Εγώ το σπιτικό μου θα το
ανοίξω με τη γυναίκα που θα διαλέξω εγώ. Και βέβαια τη Σοφία, δε τη διάλεξα και
ούτε θα τη διαλέξω.
- Δηλαδή αμφισβητείς τη γνώμη του πατέρα σου;
- Σου είπα! Το ρίσκο για τον γάμο μου. Θα τον πάρω εγώ. Πετύχει ή δεν
πετύχει ο γάμος μου, εγώ θέλω να έχω την ευθύνη και όχι ο γονιός μου. Και στο
κάτω – κάτω ποια θα αγκαλιάσω και θα βάλω στο κρεββάτι μου είναι δική μου
επιλογή και όχι επιλογή δική σου.
- Από πότε σηκώθηκαν τα ποδάρια να χτυπήσουν το κεφάλι, του φώναξε
νευριασμένος ο μπάρμπα Νικόλαος. Από πότε σήκωσες μπαϊράκι;
- Πατέρα σου μιλάω ήρεμα. Με βλέπεις να νευριάζω;
- Και τι θα πω στον πατέρα της; Δώσαμε λόγο!
- Εσείς τον δώσατε τον λόγο, εγώ δεν ρωτήθηκα καν. Πιστεύω ότι το ίδιο δε
θα ρωτήθηκε και η Σοφία. Καιρός να σταματήσει αυτό. Πολύ απλά αν με ρωτούσες,
θα σου έλεγα όχι.
- Με εκθέτεις και απόψε μας περιμένουν.
- Για το απόψε ξέχασέ το. Απόψε ειδικά δε μπορώ για κανένα λόγο. Ήδη έπρεπε
να είχα φύγει.
Επιδεικτικά έβγαλε το ρολόϊ τσέπης από το γιλέκο του, που είχε φέρει από το
Βουκουρέστι και κοίταξε την ώρα.
- Με περιμένουν στη Κόνιτσα. Και πίστεψέ με αυτή την συνάντηση δεν πρέπει
να την αναβάλλω, έχει να κάνει με τη δουλειά μου και με το επόμενο ταξίδι μας.
- Για το ταξίδι σου ή είναι καμιά γυναικοδουλειά στη μέση. Κοίτα να μου
φέρεις καμιά γκραίκα!
- Έχω δουλειά πατέρα και ήδη με καθυστερείς. Όσο για τη σημερινή επίσκεψη
ακύρωσέ την, κανόνισέ την για άλλη ημέρα. Έτσι και έτσι τα προξενιά δεν
πετυχαίνουν πάντα και αυτό σίγουρα θα αποτύχει για τους λόγους που σου είπα,
οπότε για να μην εκτεθείς, όπως λες, ανέβαλέ την.
Πήρε τη φοράδα που ήταν δεμένη στην αυλή, καβαλίκεψε και φώναξε φεύγοντας.
- Θα γυρίσω αργά το βράδυ, μπορεί και αύριο!
Ο μπάρμπα Νικόλας μπήκε φουριόζος στο μαγεριό και φώναξε τσαντισμένος στη
γυναίκα του.
- Σήκωσε μπαϊράκι ο ομορφονιός μας. Ούτε καν με υπολογίζει. Καβαλίκεψε την
φοράδα και έφυγε για την Κόνιτσα. Και εγώ τι θα πω για απόψε; Τί δικαιολογία θα
βρω να μη μας περιμένουν;
- Μη στενοχωριέσαι! Μη σε βρει καμιά συμφόρηση. Κάτι θα σκεφτούμε. Στο είπα
να του το πεις πρώτα! Αλλά είσαι και συ ξεροκέφαλος!
- Σταμάτα γυναίκα, γιατί με τα νεύρα που έχω θα ανοίξω το δικό σου κεφάλι.
- Μαρία μου, φέρε του πατέρα σου κάτι να πιει να ηρεμήσει και μετά πήγαινε
στο σπίτι του μπάρμπα Θύμιου, να τους πεις ότι αναβάλλεται η επίσκεψη γιατί ο
πατέρας σου είναι άρρωστος. Τον έπιασε ένας πόνος στο νεφρί και δεν μπορεί να
κουνηθεί. Θα τους ειδοποιήσουμε για το πότε θα πάμε.
Και γυρίζοντας προς τον άνδρα της:
- Και εσύ σήμερα, θα κάτσεις μέσα. Ξέχνα τα καφενεία, τα σουλάτσα και τα
τσίπουρα.
- Τι είσαστε μωρέ εσείς οι γυναίκες, τον σατανά μες στο μπουκάλι
θηλυκώνετε.
Η Μαρία σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι του μπάρμπα Θύμιου αναρωτιόταν
«τι σκαρφίστηκε ο αδελφός μου; που θα τη βγάλει μέχρι το βράδυ;».
Για ένα, όμως, ήταν σίγουρη. Στη Γιαννούλα θα πήγαινε! Είδε τη λάμψη στα
μάτια του και στο πρόσωπό του, όταν του μετέφερε το «ναι» της Γιαννούλας.
«Αύριο θα μάθω»!
Συνεχίζεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.