Ο Γιάννος φτάνοντας στο διπλανό χωριό δεν σταμάτησε. Δεν ήθελε να τον δει κανένας γνωστός και μαθευτεί από τους δικούς του ότι δεν πήγε στη Κόνιτσα. Συνέχισε την πορεία του μέχρι τη διασταύρωση για την Κόνιτσα. Βρήκε ένα ήσυχο μέρος. Σταμάτησε, έδεσε τη φοράδα του και ξάπλωσε στη σκιά ενός δένδρου. Χάζευε τον κάμπο της Κόνιτσας, τον Αώο ποταμό που φιδογυριστός στην άκρη του κάμπου, ενωνόταν με το άλλο ποτάμι που ερχόταν από τα Ζαγόρια τον Βοϊδομάτη και μετά λίγο πιο κάτω θα συναντούσε τον Σαραντάπορο. Ήξερε κάθε σπιθαμή γης απ’ αυτά τα μέρη. Άκουγε τις φωνές των κάθε είδους πουλιών και τα κρωξίματα των αρπακτικών. Έριξε και μια ματιά στο ρολόϊ του.
«Είναι πολλές οι ώρες μέχρι το βράδυ. Θα κάτσω λίγο εδώ και μετά θα πάω
στην Μολυβδοσκέπαστη. Κάπως να περάσουν οι ώρες.»
Η Γιαννούλα από την άλλη, αφού ετοίμασε τα ταγάρια για τους άντρες στο
βουνό, πήρε το πλέξιμό της. Είχε αρχίσει ένα εργόχειρο με χάντρες που είχε
μέτρημα. «Θα τρελαθώ μέχρι το βράδυ. Τουλάχιστον ας απασχολήσω το μυαλό μου με
το μέτρημα».
Καθόταν κάτω στην κληματαριά μαζί με την αδελφή της την Αλέξω που κεντούσε
και εκείνη κάτι υφαντές μαξιλαροθήκες.
- Εσύ τι κάθεσαι; Δε θα πας με τη μάνα στο βουνό;
- Τελικά θα πάει η Ευδοκία μαζί της.
- Μπα! Άλλαξαν τα σχέδια; Με σένα δε είπε το πρωί; Τί έγινε και παίρνει την
Ευδοκία μαζί της;
- Κάτσε να φύγουν και θα σου πω.
«Μυστήρια πράγματα, αλλά καλύτερα για μένα. Η Αλέξω είναι υπναρού και ούτε
που θα με πάρει χαμπάρι που θα βγω αλλά και να με πάρει, θα την κουμαντάρω.»
Παρ’ όλη την αμφιβολία της για τον Γιάννο, ένα χαμόγελο χαράς σχηματίστηκε
στα χείλη της.
- Εμείς φεύγουμε, τους είπε η μάνα τους. Να κλειδώσετε και να προσέχετε.
Και μόλις πέσει ο ήλιος να μπείτε μέσα. Αύριο πριν από το γιόμα θα είμαστε
σπίτι. Μαζέψτε κανένα φασολάκι να μαγειρέψετε.
- Καλό δρόμο και να προσέχετε και εσείς.
Μόλις οι δύο γυναίκες χάθηκαν από τα μάτια τους, η Γιαννούλα δεν άντεξε και
ρώτησε την Αλέξω:
- Γιατί πήγε η Ευδοκία μαζί της;
- Θα σου πω τί άκουσα. Ήταν στο μαγεριό οι δυό τους και άκουσα τη μάνα που
της έλεγε «θάρθεις εσύ μαζί μου. Αυτό που θα συζητήσω με τον πατέρα σου, σε
αφορά. Κάποιος από ένα διπλανό χωριό σε είδε και θέλει να στείλει προξενιά.
Θέλω να το κουβεντιάσω με τον πατέρα σου και τον αδελφό σου αλλά να το
κουβεντιάσουμε και μαζί σου.»
- Η Ευδοκία δε μίλησε; Δεν είπε τίποτε;
- Την ρώτησε ποιος είναι, αλλά η μάνα μας της είπε θα το μάθει πάνω στο
βουνό.
- Ποιος να είναι; Και που την είδε;
- Ε’ θα μάθουμε.
Με το μέτρημα των χαντρών και με το εργόχειρό της, απασχόλησε το μυαλό της
η Γιαννούλα αν και ενδόμυχα, γυρόφερνε στο μυαλό της ο Γιάννος και τα
παντρολογήματά του.
Όταν άρχισε να σουρουπώνει και πριν πέσει καλά – καλά το σκοτάδι, η Αλέξω
πήγε στο πίσω μέρος του σπιτιού να κλείσει τις κότες. Να μαζέψει και ό,τι
πράγματα ήταν έξω από τα μαγεριό και να τα βάλει μέσα.
Η Γιαννούλα άναψε μια λάμπα πετρελαίου μ’ όσο το δυνατόν μικρή φλόγα για
λόγους οικονομίας. Ίσα – ίσα για να βλέπουν τη μύτη τους. Από πριν που πήγε
τάχα στο μαγεριό για μια δουλειά, είχε ρίξει δυο – τρεις σταγόνες λάδι σ’ ένα
κομμάτι ύφασμα, το δίπλωσε και το έβαλε στη τσέπη της. Το έβγαλε και λάδωσε τον
σύρτη της πόρτας και τις σιδεριές. Λάβαινε τα μέτρα της. Ο παραμικρός
μεταλλικός θόρυβος μπορεί να ξύπναγε την αδελφή της.
- Τελείωσες με τις κότες;
- Όλα καλά Γιαννούλα μου. Άντε να πέσουμε για ύπνο. Τα μάτια μου δεν τα
ορίζω και αυτό το μέτρημα στο κέντημα σαν να με κούρασε.
- Και εγώ το ίδιο. Να μετρώ και να περνώ τις χάντρες στη κλωστή και μετά να
τις πλέκω.
Βγάλανε τα ρούχα τους και μείνανε με τις άσπρες πουκαμίσες τους. Ξέπλεξαν
και τα μαλλιά τους. Γύρισαν κατά την Ανατολή στα εικονίσματα του σπιτιού και
έκαναν τον σταυρό τους.
Η κάθε μια έπιασε τη μεριά της στο μπάσι. Σήμερα θα κοιμόντουσαν πιο άνετα
μια και η Ευδοκία δεν ήταν μαζί τους. Αντάλλαξαν και τις «Καληνύχτες» τους και
έσβησαν και τη λάμπα.
Το μάτια της Γιαννούλας ορθάνοιχτα και τα αυτιά της σε ετοιμότητα. Σιγά –
σιγά άρχιζε να ξεχωρίζει τα πράγματα μέσα στο σπίτι. Προσαρμοστήκανε τα μάτια
της στο σκοτάδι αλλά είχε και τη βοήθεια του φεγγαριού που το χλωμό φως του,
περνούσε ανάμεσα από τα σκεβρωμένα παραθυρόφυλλα.
Περίμενε – περίμενε, αλλά κουκουβάγια δεν άκουγε. «Να δεις που ο κερατάς με
κορόϊδεψε. Σιγά μη έρθει. Αυτός παντρολογιέται και εγώ η χαζή τον περιμένω.
Αλλά έννοια του, θα του κάνω τέτοιο χουνέρι που θα το φυσά και δε θα κρυώνει».
Σκεφτόταν διάφορα η Γιαννούλα. Η ανυπομονησία της, έκανε τα λεπτά να φαίνονται
ώρες γι’ αυτό και είχε αυτόν τον εκνευρισμό.
Ο Γιάννος από την άλλη, αφού έκανε τη βόλτα του στην Παναγιά τη
Μολυβδοσκέπαστη και στα γύρω χωριά, ήπιε και ένα τσιπουράκι εκεί κοντά σ’ ένα
χωριό. Μόλις άρχισε σουρουπώνει ανέβηκε στη φοράδα και ξεκίνησε για το χωριό
χωρίς καμία διακοπή στο δρόμο. Λαχταρούσε να δει τη Γιαννούλα. Και αφού είπε το
«ναι» και εκείνη, σίγουρα θα είχε και εκείνη την ίδια λαχτάρα.
Κοντά στην είσοδο του χωριού, άφησε τη φοράδα του. Δεν ήθελε ο καλπασμός
του ζώου, να δηλώσει την παρουσία του στο χωριό. Όλο και κάποιο παράθυρο από
περιέργεια θα άνοιγε, για να δούνε ποιος είναι ο νυχτερινός καβαλάρης.
Δεν άργησε να φτάσει στο σπίτι της Γιαννούλας. Έριξε μια ματιά γύρω – γύρω,
άνοιξε την μικρή αυλόπορτα και χώθηκε μέσα στην αυλή. Με γρήγορα βήματα
κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού και στάθηκε πίσω από το μαγεριό όπως
της είχε μηνύσει. Το σημείο ήταν σκοτεινό γιατί η μεγάλη βελανιδιά με τα πυκνά
κλαδιά της, έκρυβε το χλωμό φως του φεγγαριού. «Ούτε να το είχα παραγγελία»
σκέφτηκε ο Γιάννος.
Από τον θυμό και την απελπισία, η Γιαννούλα που την κορόϊδεψε ο Γιάννος
εκείνη την ώρα που άκουσε τη «κουκουβάγια» σκούπιζε με την ανάστροφη της
παλάμης της, τα πλημμυρισμένα μάτια της.
«Αχ Παναγία μου, ήρθε! Και τώρα τι θα κάνω;»
Από τη μια ανυπομονούσε να έρθει και τώρα που σίγουρα είχε έρθει και της
είχε στείλει το σινιάλο, τα πόδια της κόπηκαν και το σώμα της δεν την υπάκουγε.
Η «κουκουβάγια» επέμενε και ακούστηκε πάλι μέσα στη σιγαλιά της νύχτας.
Η Γιαννούλα, έριξε μια ματιά προς την αδελφή της που κοιμόταν του καλού
καιρού, βούτηξε το σάλι της που το είχε στην άκρη (τα είχε μελετήσει όλα από
πριν), το έριξε στις πλάτες της και όπως – όπως έκρυψε λίγο το μπούστο της
μπροστά. Φόρεσε τα πατίκια της με τη δερμάτινη σόλα και άνοιξε με προσοχή την
πόρτα του σπιτιού. Με την ίδια προσοχή την έκλεισε και έτρεξε γρήγορα στο πίσω
μέρος του σπιτιού.
Ο Γιάννος μόλις είδε την άσπρη οπτασία μπροστά του, φοβήθηκε. Όπως ήταν
λουσμένα στο φως του φεγγαριού τα ξέπλεκα μακριά μαλλιά της Γιαννούλας της
φάνηκε πως έβλεπε μια τζίντα (νεράϊδα). Και του είχε πει η ντάντω (γιαγιά) του,
«να προσέχεις τις τζίντες, σου παίρνουν τη μιλιά». Είχε μείνει όντως χωρίς μιλιά,
ώσπου τον πλησίασε και άκουσε τη φωνή της.
- Τι έπαθες; Γιατί δε μιλάς; Και τι να πεις; Από τη μια παντρολογιέσαι και
από την άλλη μου ζητάς να σε δω.
- Κάτσε ρε Γιαννούλα, με πήρες από τα μούτρα. Ποιος σου τα είπε αυτά;
- Δηλαδή είναι ψέματα;
- Και βέβαια είναι ψέματα. Από την ημέρα που σε είδα, έχω χάσει το μυαλό
μου. Μόνο εσένα σκέφτομαι. Δεν ξέρω τί μου έχεις κάνει. Με έχεις τρελάνει.
Και την τράβηξε γρήγορα στην αγκαλιά του και απεγνωσμένα ζήτησε τα χείλη
της.
Εκείνη ήταν που έλεγε και σκεφτόταν ότι δε θα του επιτρέψει ούτε το χέρι
της να αγγίξει; Εκείνη ήταν που έλεγε ότι δε θα του δώσει ποτέ τα χείλη της;
Όλα πήγαν περίπατο. Όχι μόνον αφέθηκε στα φιλιά του αλλά ανταποκρίθηκε. Της
άρεσαν και τα φιλιά και τα χάδια του Γιάννου. Παραδομένη στη έξαψη και στη
φλόγα του κορμιού της, ούτε που κατάλαβε πότε βρέθηκαν αγκαλιασμένοι κάτω από
τη βελανιδιά. Δεν τον σταμάτησε τον Γιάννο ούτε και τότε που πέταξε το σάλι από
πάνω της και τα πεινασμένα χείλη του κατέβηκαν πιο χαμηλά, στο μισανοιγμένο
μπούστο της. Ήταν εκείνος που αποτραβήχτηκε και είπε:
- Ω Θεέ μου, τι πάω να κάνω; Μ’ έχεις τρελάνει Γιαννούλα. Δε μπορώ χωρίς
εσένα. Από τη πρώτη στιγμή που σε είδα και μίλησα μαζί σου, ήξερα ότι εσύ θα
γίνεις δική μου. Θα γίνεις γυναίκα μου. Σ’ αγαπώ. Πες μου και εσύ πως μ’
αγαπάς. Πες μου ότι είσαι δική μου.
- Και εγώ σε σκέφτομαι Γιάννο μου. Και σε σκέφτομαι συνέχεια.
- Πες ότι θέλεις να γίνεις γυναίκα μου. Πες μου ότι μ’ αγαπάς.
- Σ’ αγαπώ Γιάννο μου.
Τα χείλη τους έσμιξαν πάλι. Η καυτή ανάσα του Γιάννου την αναστάτωνε, όπως
και η δική της τον Γιάννο.
Σαν να συνειδητοποίησε ξαφνικά η Γιαννούλα, ότι της χρωστά κάποιες
εξηγήσεις για τα παντρολογήματα, τραβήχτηκε από την αγκαλιά του, έστρωσε κάπως
την πουκαμίσα της και έριξε το σάλι της να κρύψει τις τσιτωμένες ρώγες της, που
έτοιμες να τρυπήσουν το λεπτό ύφασμα.
- Για πες μου Γιάννο, δεν παντρολογιέσαι; Γιατί εγώ έτσι έμαθα. Ότι σήμερα
το βράδυ θα ζητούσατε το χέρι της Σοφίας.
Ο Γιάννος στήριξε την πλάτη του στον κορμό της βελανιδιάς, την αγκάλιασε
τρυφερά και της είπε, ότι πράγματι ο πατέρας του είχε κανονίσει το προξενιό
χωρίς να τον ρωτήσει αλλά για τίποτε στον κόσμο δε θα άφηνε τη συνάντησή τους
και ότι αυτή η επίσκεψη δεν έγινε. Ότι πήρε των ομματιών του μέχρι να βραδιάσει
γιατί δεν ήθελε να ανάψει και άλλο ο καυγάς με τον πατέρα του.
- Μου λες αλήθεια;
- Εγώ δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να σε δω, να μάθω ότι με θέλεις και
εσύ και θα προξενευόμουν; Ησύχασε! Με σένα θα ανοίξω το σπιτικό μου.
Ξαφνικά, θυμήθηκε ότι είναι σκαστή από το σπίτι της και με αγωνία και ενδιαφέρον
τη ρώτησε.
- Μήπως πάρουν χαμπάρι οι δικοί σου ότι λείπεις! Δε θέλω να σου δημιουργήσω
προβλήματα αν και δε θέλω να αποχωριστούμε.
- Μη φοβάσαι, μόνο εγώ και η Αλέξω είμαστε στο σπίτι. Όλοι οι άλλοι είναι
επάνω στο βουνό και η Αλέξω κοιμάται, αλλά και να ξυπνήσει μπορώ να την
κουμαντάρω.
- Εσύ κουμαντάρισες όλες τις κοπέλες με το στραμπούληγμα του ποδιού σου και
δε θα κουμαντάρεις την αδελφή σου, της είπε γελώντας ο Γιάννος και συνέχισε.
- Γι’ αυτό σ’ ερωτεύτηκα. Το λέει η ψυχούλα σου. Μ’ αρέσει αυτή η τόλμη
σου, και έσκυψε και την αγκάλιασε και άρχισε να τη χαϊδεύει και να αποζητά τα
χείλη της.
- Τολμηρή μέχρι εκεί που πρέπει Γιάννο μου και δεν αναγνωρίζω τον εαυτό
μου. Με ξελογιάζεις. Πρέπει να φύγω.
- Σε παρακαλώ, μείνε λίγο ακόμη. Μείνε να μιλήσουμε. Σε παρακαλώ, μη
φοβάσαι. Αφού λείπουν οι δικοί σου!
- Θα κάτσω όμως τα χέρια σου, έτσι και τα απλώσεις άλλο στο κορμί μου θα
σου τα κόψω με τα δόντια μου.
Ο Γιάννος γέλασε και της είπε:
- Ικανή σε έχω, αλλά μη φοβάσαι, έχεις τον λόγο μου. Και εάν δε με
πιστεύεις πάρε αυτό το σουγιά και κάρφωσέ με.
Έβγαλε έναν σουγιά από την τσέπη του, της τον έδωσε και της είπε.
- Κράτα τον, δεν έχω κάτι άλλο να σου δώσω. Την άλλη φορά που θα έρθω από
την Ρουμανία και θα έρθω να σε ζητήσω από τους δικούς σου, θα σε γεμίσω δώρα.
- Θα στο καρφώσω στ’ αλήθεια! Έτσι και τα χέρια σου πάνε πιο κάτω από το
μπούστο μου.
- Πάλι καλά που είσαι τόσο καλή και με αφήνεις μέχρι το μπούστο, της είπε
γελώντας ο Γιάννος.
Αφέθηκαν για λίγο στα χάδια και στα φιλιά!
- Πότε θα σε ξαναδώ; της είπε ο Γιάννος.
- Μεθαύριο τη Κυριακή στην Εκκλησία!
- Εννοώ πότε θα σε ξαναδώ μόνη σου και μη κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις.
- Δεν ξέρω είναι δύσκολο. Μη κοιτάς που σήμερα έτυχε να είμαστε τυχεροί.
Ξέρεις με την μάνα μου και την Ευδοκία, είναι δύσκολο να ξεπορτίσω.
- Εγώ πάντως σε τρεις τέσσερεις ημέρες θα έρθω. Το σύνθημά μας το ίδιο.
- Δεν ξέρω εάν θα τα καταφέρω.
- Θα τα καταφέρεις!
Σηκώθηκαν και οι δύο. Ο Γιάννος της τίναξε τα μαλλιά και την πουκαμίσα της
και όπως την τίναζε της έριξε ένα φιλί στο σβέρκο.
Μια γλυκιά ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της. Γύρισε και γύρεψε το στόμα
του.
- Φύγε Γιαννούλα, φύγε γιατί θα αναγκαστείς να μου καρφώσεις τον σουγιά
έτσι και κάτσεις και άλλο.
Περίμενε μέχρι που χάθηκε η τζίντα του. Σηκώθηκε τίναξε τα ρούχα του και όπως ήρθε έτσι και χάθηκε στα έρημα σοκάκια του χωριού του. Με την αγωνία ήρθε, πλημμυρισμένος από ευτυχία έφυγε!
Το πρωί κάτω από την κληματαριά πίνοντας το φρεσκοκομμένο καφέ που του έψησε η
μάνα του, ο Γιάννος δεν έκρυβε τη χαρά του, που ο έρωτάς του είχε ανταπόκριση.
Που να το φανταζόταν ότι αυτή τη φορά που γύρισε στο χωριό του θα εύρισκε και
την κοπέλα που θα του έπαιρνε το μυαλό. Ναι η Γιαννούλα του πήρε το μυαλό. Σε
σύγκριση μ’ άλλες κοπέλες που ήξερε και που είδε στα ξένα που πήγαινε, δεν ήταν
δα και η καλλονή. Ότι ήταν όμορφη, ήταν. Εκείνο όμως που ερωτεύτηκε επάνω της
ήταν το θάρρος της, η τόλμη της. Ίσως κάποιος άλλος να την χαρακτήριζε
«εύκολη». Για τον Γιάννο όμως ήταν ειλικρινής, αγαπούσε και δεν το έκρυβε!
Εκδήλωνε την αγάπη της. Τί πιο φυσικό;
Η μάνα του τον πλησίασε και του είπε.
- Να είσαι καλά παιδί μου. Να είσαι καλά και να μας ξαναφέρεις. Που να
πιούμε τέτοιον καφέ εμείς. Όταν βρούμε και εάν, τον ανακατεύομαι και με ρεβύθι.
Άφησε τον καφέ και για τον άντρα της.
- Να τον πιείτε παρέα γιόκα μου και σε παρακαλώ μην τσακωθείτε. Ό,τι και να
σου πει μην τον εξαγριώσεις.
- Πού είναι; Πώς και δε βγήκε για τον καφέ του;
- Είχε τα νεύρα του. Είδα και έπαθα να τον καλμάρω και να τον πείσω να πιει
μαζί σου τον καφέ.
- Ρε μάνα ο Γιώργης, πότε θα ξανακατέβει; Δεν τον είδα και πολύ.
- Ε’ έκατσε μόνος του όλο αυτό τον καιρό για να τελειώσουμε το προξενιό
σου, αλλά τώρα μια που το αναβάλαμε φαντάζομαι ότι θα πάει ο πατέρας σου για
κάνα δυο μέρες και θα κατέβει ο Γιώργης.
- Θα του πω να πάμε μαζί, πεθύμισα το βουνό.
- Να πας παιδί μου αλλά στο ξαναλέω, μην τσακωθείτε.
- Αφού το ακυρώσατε χθες, όλα καλά. Θα τα βρούμε με τον πατέρα μου. Εάν και
σας το λέω! Δεν πρόκειται να δεχθώ κανένα προξενιό.
- Εντάξει γιε μου, ήρεμα!
Φάνηκε ο πατέρας του, ήταν ακόμη συνοφρυωμένος. Τον κοίταξε καλά – καλά και
τον ρώτησε.
- Λοιπόν πως πήγε η δουλειά σου στην Κόνιτσα, όλα καλά;
- Μια χαρά πατέρα. Λυπάμαι για χθες, αλλά δε γινόταν διαφορετικά.
- Καλά – καλά! Τα μπαλώσαμε. Να δούμε τώρα τι θα κάνουμε.
- Τι θα πει, πατέρα «τι θα κάνουμε». Δεν κάναμε και αρραβώνα. Καλά – καλά
δεν την ξέρω την κοπέλα. Προξενιό είναι. Όλα τα προξενιά δεν καταλήγουν σε
γάμο.
Ο μπάρμπα Νικόλας φανερά ενοχλημένος και σκεφτικός έστριβε το τσιγκελωτό
μουστάκι του.
- Είναι που δώσαμε τα χέρια με τον μπάρμπα Θύμιο. Αλλά ποιος ξέρει, μπορεί
να αλλάξεις μυαλά άμα τη δεις. Όμορφη είναι, καλή κοπέλα, σεβαστική, μοναχοκόρη
και καλοπροικισμένη.
- Μη κάνεις όνειρα πατέρα……..
Η φωνή της μάνας του, που ήρθε φουριόζα σταμάτησε τον διάλογό τους.
- Από το παραθύρι του μαγεριού, είδα ότι έρχεται ο μπάρμπα Θύμιος. Άντε να
πέσεις στο κρεββάτι. Του μηνύσαμε ότι είσαι άρρωστος μη σε βρει κάτω από την
κληματαριά.
Ο μπάρμπα Νικόλας μπήκε γρήγορα στο σπίτι και η γυναίκα του άρπαξε το
φλυτζάνι του και τρύπωσε στο μαγεριό.
Ο Γιάννος δε μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Ρε τι έπαθε ο φουκαράς ο πατέρας
μου με την απερισκεψία του. Μα να νομίζει ότι θα με κουμαντάρει.»
- Καλημέρα Γιάννο μου. Καλώς ήρθες!
- Καλημέρα μπάρμπα Θύμιο. Καλώς σας βρήκα. Κάτσε.
- Όχι δε θα κάτσω, ήρθα να δω τον πατέρα σου. Πως είναι;
Θέλοντας και μη, μπήκε στο παιχνίδι και ο Γιάννος.
- Λίγο καλύτερα είναι. Ξάπλα στο κρεββάτι.
Φάνηκε και η μάνα του.
- Καλώς τον κυρ Θύμιο. Τι κάνεις.
- Ήρθα να δω τον άντρα σου. Πως είναι;
Επειδή είχε ακούσει την απάντηση του Γιάννου, είπε και εκείνη το «λίγο
καλύτερα».
- Θέλω να του μιλήσω, και εάν γίνεται θέλω να του μιλήσω μόνος μου.
- Και βέβαια! Να σε περάσω μέσα και να σε πάω στην κάμαρά του.
Η μάνα του πέρασε τον μπάρμπα Θύμιο μέσα στο σπίτι και βγαίνοντας πήγε στον
Γιάννο.
- Σκασμένος φαίνεται. Άχ Παναΐα μου, βάλε το χέρι σου.
Ο Γιάννος δε μίλησε αμέσως. Η αλήθεια ήταν, ότι όντως ήταν πολύ
στενοχωρημένος. Αλλά δεν άντεξε και της είπε:
- Και δηλαδή, τι πρέπει να γίνει ρε μάνα, να χαντακωθώ εγώ και να κάνω έναν
γάμο που δε θέλω; Τί είναι ο γάμος;
- Το ξέρω παιδί μου αλλά βλέπεις έτσι συνηθίζεται. Έτσι παντρευτήκαμε και
εμείς και δόξα τω Θεώ, καλά πορευτήκαμε.
- Ό,τι και να σου πω μάνα δε θα με καταλάβεις, γιατί έτσι έχεις μάθει. Έτσι
παντρεύτηκαν και οι γονείς σου. Έ είναι καιρός να σταματήσει αυτό.
- Καλά – καλά μην υψώνεις τη φωνή. Θα μας ακούσει.
Και για να μη δώσει συνέχεια στην κουβέντα τους έφυγε για το μαγεριό.
Τρισευτυχισμένη η Γιαννούλα και απαλλαγμένη από τις αμφιβολίες της, περί
του παντρολογήματος του Γιάννου, δεν έκλεισε μάτι. Ή μάλλον έκλεινε τα μάτια
της και έφερνε το Γιάννο μπροστά της. Ξαναζούσε τις όμορφες στιγμές που έζησε
πριν από λίγο κάτω από τη βελανιδιά. Που και που, έβαζε χέρι της κάτω από το
μαξιλάρι και έπιανε το σουγιά που της χάρισε ο Γιάννος.
Την χαραυγή λίγο μετά που άκουσε το λάλημα του πετεινού και μη έχοντας
ύπνο, σηκώθηκε σιγά – σιγά, φόρεσε τα ρούχα της πήρε την πετσέτα και βγήκε έξω
στην αυλή. Νίφτηκε και έκατσε στο πεζουλάκι της κληματαριάς και άρχισε να
χτενίζεται. Με τα επιδέξια χέρια της έφτιαξε τις κοτσίδες. Θέλοντας και μη
θυμήθηκε τα τρυφερά αγγίγματα του Γιάννου στα μακριά πλούσια μαλλιά της. Την
έπιασε αυτή η γλυκιά ανατριχίλα. Γύρισε κατά την Ανατολή και έκανε τον σταυρό
της. Για πρώτη φορά παρακάλεσε την Παναγία να βρεθούν γαμπροί για τις αδελφές
της. Ήθελε να πάρει και εκείνη την σειρά της. Ήξερε ότι εάν δεν παντρευόντουσαν
πρώτα οι αδελφές της, θα ήταν δύσκολο έως ακατόρθωτο για εκείνη. Εκτός και εάν
κλεβόντουσαν. «Αχ Παναγία μου, τι σκέφτομαι». Ντράπηκε για τις σκέψεις της.
Φόρεσε το μαντήλι της και πήγε στο μαγερειό. Άναψε φωτιά στη βάτρα του τζακιού
και άρχισε τις ετοιμασίες για να φτιάξει λίγο τραχανά για πρωϊνό. «Μέχρι να
ξυπνήσει η Αλέξω, θα έχει κρυώσει. Με τέτοια ζέστη δεν τρώγεται και ζεστός».
Θυμήθηκε τον σουγιά που της έδωσε ο Γιάννος. Κατέβασε γρήγορα το τηγάνι από
τη φωτιά και μπήκε μέσα στο σπίτι να τον πάρει. Τι δικαιολογία θα έλεγε στην
αδελφή της, έτσι και ξυπνούσε και μάζευε τα στρωσίδια, που θα έβλεπε τον σουγιά
κάτω από το μαξιλάρι της; Η αδελφή της μόλις είχε σηκωθεί.
- Τι έπαθες και σηκώθηκες χαράματα. Δε σε καταλαβαίνω; Όταν πρέπει να
σηκωθείς, δε σηκώνεσαι και τώρα που μπορούσαμε να κοιμηθούμε λίγο περισσότερο
σηκώθηκες από τα χαράματα, της είπε η αδελφή της.
- Τι να κάνω, δεν είχα ύπνο. Ξύπνησα κάποια στιγμή και μετά δε μου κόλλαγε
ύπνος. Ετοιμάστηκα και πήγα στο μαγεριό να φτιάξω τραχανά.
- Καλοκαιριάτικα;
- Μην τον φας εσύ αδελφούλα μου. Φάε ότι θες. Εγώ θα φάω.
- Θα φάω γιατί πεινάω!
Η Αλέξω αφού τελείωσε το ντύσιμο, βγήκε έξω να νιφτεί.
Στα γρήγορα η Γιαννούλα πήγε στη γωνιά της, πήρε το σουγιά και τον έχωσε
στην τσέπη της δερμάτινης ζώνης που φορούσε.
Δεν πρόλαβε να τον κοιτάξει καλά, αλλά στο φως της ημέρας της φάνηκε πως η
λαβή του ήταν σκαλιστή και πανέμορφη.
Βγήκε έξω και είπε στην αδελφή της:
- Πάω να τελειώσω τον τραχανά και μετά θα πάω να μεζέψω φασολάκια και
άνθούλια. (άνθη κολοκυθιάς).
- Έχεις όρεξη για γεμιστά; Ας κάνουμε φασολάκια όπως μας είπε η μάνα. Άλλη
φορά μαζεύουμε ανθούλια. Θα πας εσύ για νερό ή εγώ;
- Εσύ αποφασίζεις. Ό,τι μου πεις, θα κάνω.
- Άσε, θα πάω εγώ. Πάω να μαζέψω τα στρωσίδια μας από το μπάσι.
«Καλύτερα, να δω τον σουγιά με την ησυχία μου και να τον περιεργαστώ. Άσε
που δεν έχω και καμιά όρεξη να γυρίσω φορτωμένη όλον αυτόν τον ανήφορο.»
Πήγε άνοιξε και τις κότες. Με κέφι και χαρά έκανε όλες τις πρωϊνές
δουλειές.
- Μα τι χαρές είναι αυτές που έχεις;
- Κάτι μου λέει ότι τα πράγματα για την Ευδοκία μας θα είναι ευχάριστα!
Η Αλέξω την κοίταξε καλά – καλά, αλλά δεν είπε τίποτε.
Μόλις έφυγε η Αλέξω ζαλωμένη με την βαρέλα της, η Γιαννούλα έβγαλε τον
σουγιά από την τσέπη της ζώνης της.
Έβγαλε τη λάμα από τη δερμάτινη θήκη. Το μέταλλο άστραψε στο φως του ήλιου. Της φάνηκε πολύ κοφτερό. Εκείνο όμως που της άρεσε πολύ ήταν η σκαλιστή λαβή του με ωραία περίτεχνα σχέδια και μ’ ένα υλικό που δεν το είχε ματαδεί, σαν κόκκαλο της φάνηκε. Έβαλε τη λάμα πάλι στη θήκη του και τον έχωσε στην εσωτερική τσέπη της ζώνης της. Χαμογέλασε, όταν θυμήθηκε την κουβέντα του. «Εάν δε με πιστεύεις πάρε αυτό το σουγιά και κάρφωσέ με.»
«Μα τι λένε τόση ώρα» σκεφτόταν ο Γιάννος όσο έβλεπε ότι ο μπάρμπα Θύμιος
ήταν ακόμη μέσα. Η αλήθεια είναι ότι δεν άκουσε δυνατές φωνές, άρα δεν έπρεπε
να γινόταν κάποια έντονη συζήτηση. Σκεφτόταν τη δύσκολη θέση του πατέρα του.
«Μα τι νοοτροπία και αυτή σ’ αυτό το χωριό; Να ορίζουν οι γονείς τις τύχες των
παιδιών τους. Τί θέλουν δηλαδή να έχουν τα παιδιά τους την τύχη της Μαρίνας;
Δεν έβαλαν μυαλό, που νέα κοπέλα προτίμησε το θάνατο παρά να παντρευτεί αυτόν
που της δίνανε;».
Λυπόταν και τη μάνα του, που από την αγωνία της πήγαινε και ερχόταν μέσα
στην αυλή.
Κάποια στιγμή που τον πλησίασε με ολοφάνερη αγωνία στο πρόσωπό της, της
είπε:
- Ησύχασε μάνα. Δεν φαίνεται να λογομαχούν. Ήσυχη κουβέντα έχουν.
- Μακάρι γιέ μου, να είναι έτσι όπως τα λες.
Θα ήταν πάνω από μισή ώρα ο μπάρμπα Θύμιος που ήταν μέσα στον πατέρα του. Ο
Γιάννος με το πρόσχημα ότι έπρεπε να τον κεράσουν κάτι, μπήκε μέσα (τον έτρωγε
και η περιέργεια) και του είπε:
- Συγγνώμη που σας διακόπτω. Μπάρμπα Θύμιο, έφερα ωραίο καφέ από το Βουκουρέστι,
να πω στη μάνα μου να σας ψήσει να τον πιείτε παρέα;
- Ευχαριστώ παλληκάρι μου. Θα έρθω άλλη φορά. Θα μου τον χρωστάς, δεν θα
τον αποφύγεις. Πρέπει να φύγω. Θα στα πει ο πατέρας σου. Συγγνώμη παλληκάρι μου
αλλά δε γίνεται διαφορετικά.
- Ο Γιάννος τον ξεπροβόδισε μέχρι την αυλόπορτα και του έκανε εντύπωση που
ήρθε συνοφρυωμένος και σκεφτικός και έφευγε χαμογελαστός και αναρωτήθηκε εκείνο
το «συγγνώμη» τι νόημα είχε;
Συνεχίζεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.