Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας…

Σκέφτομαι, αισθάνομαι, ελπίζω… Εύχομαι να ονειρευόμαστε με μάτια ανοιχτά, όνειρα με χρώματα του ουράνιου τόξου και με ατέλειωτα ευωδιαστά γιασεμιά. Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας… ό,τι ευχάριστο και αγαπημένο στη ζωή σας! Χαιρετώ σας… Αίγλη Μότσιου.

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

Νουβέλα: Η Γιαννούλα της Αρετής Γραμμόζη - Παπαδημάτου (Μέρος πρώτο)

 

Η ζέστη ήταν αφόρητη εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα. Η Γιαννούλα έριξε μια ματιά γύρω της να δει εάν ήταν η μάνα της κοντά. Σαν είδε ότι μάλλον ήταν έξω από το σπίτι, σήκωσε τα άσπρα μανίκια της κιμιάσας (πουκάμισο) και ξεκούμπωσε λίγο το γιλέκο της, να πάρει αέρα. Ήδη την κότσια (φανέλα) που έπρεπε να φορέσει κατάσαρκα, εκείνη την ημέρα δεν την φόρεσε, αγνοώντας το τυπικό της βλάχικης φορεσιάς του χωριού της. Και πως να τη φορέσει; Κόντευε να σκάσει. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι. Έπρεπε όμως να τελειώσει το μπάλωμα των ρούχων. Το απόγευμα θα ερχόταν ο αδελφός της για να πάρει τα χρειαζούμενα για τις στάνες τους στο βουνό και τις αλλαξιές των ρούχων τους.

- Καλά τί τσιτσιδώθηκες έτσι; Τί χάλια είναι αυτά; Έβγαλες τα μπράτσα σου και άνοιξες και το γιλέκο σου. Να σε δει η μάνα κακομοίρα μου, να δω τί θα της πεις;

- Και τί να κάνω; Έσκασα. Δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζέστη. Να τελειώσω και τι στον κόσμο. Μετά θα βουτήξω τη βαρέλα και θα πάω στη πηγή. Να ρίξω λίγο νερό επάνω μου. Να βρέξω τα ρούχα μου. Να δροσιστώ.

- Ναι να δροσιστείς και μετά με βρεγμένα ρούχα, να πάρεις τον ανήφορο να ιδρώσεις και να αρπάξεις καμιά πούντα. Αυτό μας χρειάζεται τώρα. Καλοκαιριάτικα να πουντιάσεις.

Με τη κουβέντα δε πήραν χαμπάρι την μάνα τους που μπήκε στο σπίτι.

- Τί καμώματα είναι αυτά Γιαννούλα. Μα δε σέβεσαι τον πατέρα σου, τον αδελφό σου και μας; Να σε δει κανένας και να μας κάνει βούκινο.

- Γιατί μάνα; Τί έκανα; Επειδή σήκωσα λίγο το μανίκι; Και ποιος θα με δει μέσα στο σπίτι μας;

- Μόνο το μανίκι; Ούτε την κότσια δε φοράς. Ξεμπρατσώθηκες τελείως! Μα πόσες φορές θα σας το πω. Οι τούρκοι καιροφυλακτούν. Ευκαιρία να αυγατίσουν τα χαρέμια τους. Να σε δει κανένα μάτι. Σε μπελάδες θα μας βάλεις. Κατέβασε γρήγορα τα μανίκια και κουμπώσου!

Η Σοφία γύρισε προς την Ανατολή (κατά τους Αγίους Τόπους) και έκανε τον σταυρό της.

- Δώστης Παναΐα μου φώτιση, να μη μας βάλει σε μπελάδες. Ετούτη τη μικρή με τίποτε δε μπορώ να τη συμμαζέψω. Θα μας κάψει και θα κάψει και τις αδελφές της.

Η μεγάλη η αδελφή η Ευδοκία, που λίγο πριν έκανε την παρατήρηση στην αδελφή της, της είπε.

- Τα βλέπεις, πάλι τη στενοχώρησες τη μάνα. Και έχει δίκιο. Δεν σκέφτεσαι τίποτε παρά μόνον τον εαυτούλη σου.

Η Γιαννούλα, σηκώθηκε κατέβασε επιδεικτικά τα άσπρα φαρδιά μανίκια της και κούμπωσε το κεντημένο γιλέκο της και γυρίζοντας προς την μάνα της, της είπε.

- Ναι, μη συνεχίσεις, τα έμαθα όλα απ’ έξω. «Και να προσέχω όταν βγαίνω έξω να σκεπάζω το πρόσωπό μου με μαντήλι, μη με δει κανένας Τούρκος».

- Τί να κάνουμε, όσο τους έχουμε στο σβέρκο, θα προσέχουμε. Βλέπεις μέχρι την Άρτα έφθασαν τα σύνορα της Ελλάδας. Ήμασταν άτυχοι, είπε η Ευδοκία.

- Κοντεύω να τελειώσω το μπάλωμα. Μετά θα πάω μέχρι την πηγή να γεμίσω τη βαρέλα.

- Με ποιες θα πας, τη ρώτησε η μάνα της

Με κάμποσα κορίτσια του μαχαλά μας. Μη σκοτίζεσαι δε θα είμαι μόνη μου, της αντιγύρισε φουρκισμένη η Γιαννούλα. Και συμπλήρωσε:

- Και το τσιουπάρι μου (κεφαλόδεσμος) θα φορέσω και όσο μπορώ θα έχω κρυμμένα στο μαντήλι τα μούτρα μου και τα μάτια μου καταγής θα τα έχω και δε θα κρένουμε σε κανέναν που θα συναντούμε στο δρόμο είτε Ρωμιός είτε Τούρκος.

- Είτε μιλάω στη πέτρα είτε σε σένα το ίδιο είναι, της είπε η μάνα της και βγήκε έξω στην αυλή.

- Αμάν μωρέ Γιαννούλα μου, τί καταλαβαίνεις τώρα; Γιατί μια ζωή μας στενοχωράς;

- Εγώ; Ή η στενομυαλιά σας;

- Μα τι έγινε; Γιατί η μάνα είναι φουρκισμένη και παραμιλάει, τις ρώτησε η Αλεξάνδρα που μπήκε μέσα όλο περιέργεια.

- Για τα γνωστά της Γιαννούλας, της απάντησε η Ευδοκία.

Σ΄ όλο το δρόμο μέχρι τη πηγή, δεν σταμάτησε το στόμα των κοριτσιών. Αλλά ούτε και τα χέρια τους. Η κάθε μια έπλεκε τις κάλτσες για το χειμώνα. Φορτωμένες με τις άδειες βαρέλες, έλεγαν τα δικά τους κοριτσίστικα. Ποιος νέος ήταν όμορφος, ποιος κοίταζε λίγο διαφορετικά και ποια, στις τυχαίες συναντήσεις στους δρόμους του χωριού. Τί σχέδιο όμορφο υπάρχει για τα εργόχειρά τους. Για το τί είδαν οι τυχερές που έφυγαν έστω για λίγο για το μεγαλοχώρι της περιοχής τους. Για τα ωραία πέτρινα σπίτια, τα μεγάλα κτίρια και τα μεγάλα σχολεία.

Η Γιαννούλα τις περισσότερες φορές ούτε καν άκουγε τι έλεγαν. Άλλα σκεφτόταν εκείνη. Πώς θα τις ξεφορτωνόταν. Πώς θα γινόταν να χωνόταν λίγο στο νερό. Να δροσιστεί και να πετάξει την ιδρωτίλα από πάνω της. Της άρεσε η αίσθηση του νερού. Θυμόταν όταν πολλά χρόνια πριν, που ήταν στα χειμαδιά, κοριτσάκι μικρό τότε, είχε ξεφύγει από τα μάτια των αδελφών της και πήγε στη θάλασσα. Που μπήκε σιγά – σιγά μέχρι που το νερό έφτασε σχεδόν στη μέση της. Δε φοβήθηκε! Της άρεσε! Αν και το νερό ήταν πολύ κρύο, εκείνη το διασκέδαζε. Θυμήθηκε και το ξύλο που έφαγε από την μάνα της, όταν την πήρε είδηση ότι είχε μπει στη θάλασσα. Και δεν έφαγε μόνο εκείνη αλλά και οι αδελφές της που σαν μεγαλύτερες δεν την πρόσεχαν όπως έπρεπε.

«Μωρέ θα μπω στο νερό ο κόσμος να χαλάσει. Κάτι θα σκαρφιστώ».

- Μωρέ Γιαννούλα γιατί δε μιλάς; Τί σκέφτεσαι; Έχεις βάλει στο μάτι κανέναν μορφονιό και τον σκέπτεσαι; της είπε η Βασίλω που ήταν και δευτεροξαδέλφη της.

- Αν δεν πεις τις χαζομάρες σου, δε μπορείς; Της είπε κάπως απότομα και νευριασμένη η Γιαννούλα και συνέχισε:

- Το ότι έχω ακεφιά λόγω της ζέστης και όσο σκέφτομαι και την ανηφόρα όταν θα γυρίσουμε φορτωμένες, αυτό και μόνο μου φτάνει να είμαι άκεφη!

- Η πρώτη ή η τελευταία θα είναι;

- Έλα λίγο υπομονή και σε λίγο θα έχετε το δικό σας πηγάδι. Έτσι έμαθα! Ότι ο αδελφός σου θα σας ανοίξει ένα πηγάδι, για να μην πηγαινοέρχεστε, της είπε η Ασπασία.

- Και εγώ το έμαθα αυτό, πετάχτηκε η Αντιγόνη.

- Το ξέρω, τους απάντησε η Γιαννούλα αλλά ακόμη τίποτε δεν έχει γίνει. Το αφήνει για αργότερα. Όταν θα φύγουν οι αναθεματισμένοι Τούρκοι, γιατί θα φύγουν που θα πάει. Προς το παρόν δεν δίνει άδεια ο αγάς της περιοχής.

- Θα θέλει το μπαξίσι του. Χωρίς μπαξίσι δε γίνεται τίποτε!

Με τη κουβέντα έφθασαν στη πηγή. Με τη σειρά και ανάμεσα σε χαχανητά και γέλια οι κοπέλες γέμισαν τις βαρέλες τους. Άρχισαν να τις ζαλώνονται!

- Ού Στιμιρίε! (Παναγία μου), το πόδι μου, το πόδι μου ούρλιαξε η Γιαννούλα. Το πόδι μου το στραμπούληξα. θα κάνω η έρμη τώρα, πως θα ανέβω, για το χωριό; Τί κακό με βρήκε;

- Για κάτσε να σου το τρίψω λίγο, της είπε αλαφιασμένη η Βασίλω

- Όχι – όχι μη το αγγίζεις! Με πονάει πολύ. Μη σε παρακαλώ.

- Και τώρα τί θα κάνουμε

- Βοηθήστε με να πάω μέχρι εκείνο το βράχο να ξεζαλωθώ τη βαρέλα μου, σας παρακαλώ.

Πρόθυμα δυο τρία κορίτσια τη βοήθησαν κρατώντας την από τις μασχάλες της και την πήγαν μέχρι το βράχο. Τη βοήθησαν και να ξεζαλωθεί και την βαρέλα της.

- Άκου Βασίλω μου, πηγαίνετε εσείς. Εγώ θα κρυφτώ εδώ σ’ αυτά τα βούζια να μη με δει κανείς. Θα είναι στο σπίτι και ο αδελφός μου, θα κατέβει από του βουνό. Πείτε του να έρθει να με πάρει. Εάν δεν έχει κατέβει ο αδελφός μου, ας έρθει ο αδελφός σου. Μόνο μη με αφήσετε εδώ και νυχτώσει.

Και όσο τους ορμήνευε πως να έρθουν να τη μαζέψουν έριχνε και κανένα ωχ – ώχ και έκανε και τους ανάλογους μορφασμούς πόνου.

Την έχωσαν μέσα στα βούζια, έβαλαν και δίπλα τη βαρέλα της και άλλο που δεν της είπαν όλες εν χορώ:

- Μην τυχόν και κουνηθείς από εδώ κακομοίρα μου.

Η Γιαννούλα, όταν πια σκαπέτισαν οι κοπέλες της παρέας της και έπαψαν να ακούγονται οι φωνές τους, δρασκέλισε προς τον καλαμιώνα, πέταξε γρήγορα από πάνω της τα ρούχα της και έμεινε με το πουκάμισο. Έριξε μια γρήγορη ματιά προς όλες τις κατευθύνσεις και όταν σιγουρεύτηκε ότι ήταν τελείως μόνη της, μπήκε γρήγορα στο νερό.

Το τρεχούμενο νερό της πηγής, που αδιάκοπα ερχόταν από τα έγκατα της γης, είχε σχηματίσει μια λιμνούλα καλά προφυλαγμένη μια και γύρω – γύρω είχαν φυτρώσει καλαμιές και βούρλα. Εκεί κοντά στον καλαμιώνα έκατσε η Γιαννούλα και άρχισε με τις χούφτες της να ρίχνει νερό σ’ όλο της το σώμα και στο πρόσωπο. Δεν της έκανε η καρδιά να βγει. Έπρεπε όμως. Όχι τόσο μη τυχόν και ερχόταν ο αδελφός της ή ο ξάδελφός της, γιατί ακόμη ήταν νωρίς, αλλά μη τυχόν και φανεί κανένας.

Βγήκε και με προφύλαξη και πάντα μέσα στον καλαμιώνα, έβγαλε την βρεγμένη μακριά πουκαμίσα της, σκουπίστηκε στα γρήγορα με ένα καθαρό πανί και φόρεσε τη στεγνή πουκαμίσα που είχε φέρει από το σπίτι της. Άρχισε να φορά γρήγορα – γρήγορα και τ’ άλλα της τα ρούχα. Φόρεσε και το τσιουπάρι της και γρήγορα δρασκέλισε κατά τα βούζια που ήταν κρυμμένη και η βαρέλα της.

Στο σημείο που ήταν κρυμμένη φαινόταν η λιμνούλα πιάτο μπροστά της. Έκανε χάζι κάτι πουλιά που βουτούσαν στο νερό με ορμή. Παρακολουθούσε τα αραιά σύννεφα στον ουρανό. Έκανε χάζι και με μια χελώνα που έκανε τον περίπατό της. Έριξε μια ματιά στον ήλιο. Ακόμη ήταν ψηλά. Σίγουρα κάποιος θα ερχόταν να την πάρει πολύ πριν νυχτώσει. Γέλασε. Και το μπάνιο της έκανε και γλύτωσε τον ποδαρόδρομο στην ανηφόρα με τη φορτωμένη βαρέλα.

🌹🌹🌹

Ο Γιάννος μόλις είχε παραδώσει το γράμμα σ’ ένα αρχοντόσπιτο σ’ ένα μεγαλοχώρι της περιοχής του. Δεν ήταν ο δρόμος του από εκεί αλλά ήταν ό μόνος που έμενε σε κοντινό χωριό και έτσι το ανέλαβε εκείνος. Είχαν ξεκινήσει από τα Γιάννενα πέντε – έξι νοματαίοι αλλά στο τέλος κατέληξε μόνος του, μια και οι προηγούμενοι σύντροφοί του, ένας – ένας έφθαναν στο χωριό τους. Ευτυχώς που δεν ήταν μακριά το δικό του χωριό γιατί όσο νάναι ήταν και επικίνδυνο να κυκλοφορεί με δυο φορτωμένα μουλάρια, μόνος του.

- Αφού το χωριό σου είναι κοντά, πάρε να παραδώσεις και αυτό το γράμμα, του είπε το αφεντικό του.

Μόλις είχαν επιστρέψει μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι από το Βουκουρέστι της Ρουμανίας. Ο Γιάννος καβάλα στο μουλάρι, ήταν ντυμένος με ευρωπαϊκά ρούχα και με το φέσι του, που υποδήλωνε ότι ήταν Ρωμιός. Στη μέση του είχε μια δερμάτινη φαρδιά ζώνη και είχε περασμένη μια πιστόλα και ένα πουγκί με την πληρωμή του, σε χρυσές λίρες. Από πίσω ακολουθούσε, ακόμη ένα μουλάρι που ήταν φορτωμένο με δύο μπαούλα τα οποία τα είχε σκεπασμένα με μια σκουρόχρωμη μπατανία. Ανυπομονούσε να φτάσει στο χωριό του. Να πέσει στις αγκαλιές των γονιών του, της αδελφής του και του αδελφού του. Του είχαν λείψει τόσο πολύ! Του είχε λείψει το σπίτι του. Του είχε λείψει το χωριό του!

Αυτή τη φορά είχαν αργήσει να γυρίσουν. Κόντευε να τελειώσει το καλοκαίρι. Ίσια – ίσια που θα προλάβαινε να ξεκουραστεί πριν μαζευτούν όλοι οι κυρατζήδες για το επόμενο ταξίδι προς το Βουκουρέστι.

Ήταν η δεύτερη φορά που είχε πάει. Και όπως την πρώτη φορά έτσι τα έχασε και τη δεύτερη φορά. Άλλος κόσμος εκεί, άλλος κόσμος εδώ. Δεν ήταν μόνο τα χωριά και οι πόλεις που περνούσαν μέχρι να φθάσουν στον προορισμό τους, ήταν και οι άνθρωποι. Άλλον αέρα είχαν. Κόσμος πολύς. Απ’ όλων των ειδών. Εβραίοι, Έλληνες, Ρώσοι. Όλες οι φυλές του Ισραήλ που λέει και το Ευαγγέλιο. Άμ και αυτές οι γυναίκες! Πω – πω με τα καπελίνα τους, το βάψιμό τους, τα σφιχτά ρούχα τους με τα τσιτωμένα βυζιά.

- Πρόσεχε κακομοίρη μου, πρόσεχε τα μάτια σου δεκατέσσερα, του είχε πει το αφεντικό του, την πρώτη φορά. Δεν είναι αυτές για εμάς. Αυτές δεν είναι για οικογένεια. Και πρόσεχε μη σε ξεζουμίσουν. Γι’ αυτό και με μέτρο θα σου δίνω τα λεφτά σου. Εξ΄ άλλου σ’ εμένα σε εμπιστεύτηκε ο πατέρας σου και εσένα και τα μουλάρια σας. Έχω ευθύνη!

Του το είπε το αφεντικό του, αλλά το έβλεπε και εκείνος. Έκοβε το μάτι του. Έβλεπε με πόση μαεστρία γέμιζαν το ποτήρι του άνδρα και άδειαζαν το δικό τους στα διάφορα καπηλειά που πήγαιναν! Σιγά, μη του την έφερναν! Με μαεστρία και αυτός άδειαζε το δικό του στο πάτωμα. Σιγά μη τον μεθούσαν για να τον ξεζουμίσουν οι κοκότες της Ευρώπης. Χαμογέλασε στη σκέψη για τα πόσα θα έλεγε στον αδελφό του γι’ αυτές τις γυναίκες που δεν έκρυβαν τίποτε. Που νόμιζαν, ότι είχαν να κάνουν με κάποιο χαϊβάνι από την Ελλάδα.

«Κοντεύω στη πηγή, να ποτίσω τα μουλάρια και να κάνω και εγώ μια βουτιά. Να βγάλω και αυτά τα ρούχα και να φορέσω τα δικά μας. Όχι τίποτε άλλο, αλλά δε θα με γνωρίσει και η μάνα μου με τούτα».

Η Γιαννούλα κρυμμένη μέσα στις φυλλωσιές από τα βούζια, άκουσε χλιμίντρισμα. Κρύος ιδρώτας την έλουσε. «Αχ Παναΐα μου, έτσι και είναι κανένας τούρκος και με πάρει χαμπάρι, κάηκα. Να ήρθε τόσο γρήγορα ο αδελφός μου ή ο Κώστας αποκλείεται». Λούφαξε και καλά – καλά ούτε ανάσα δεν έπαιρνε. Και τότε τον είδε.

«Δικός μας δεν είναι! Για Τούρκος πάλι δε μου φαίνεται. Από το φέσι του για γκραίκο (μη βλαχόφωνος Έλληνας) τον κάνω, αλλά πάλι δεν είμαι και σίγουρη με αυτά που φοράει. Τί είναι τελικά; » Ερώτηση που δε μπορούσε να την απαντήσει, μια και πρώτη φορά έβλεπε άνδρα με τέτοια περιβολή. Στο δικό της χωριό οι περισσότεροι νέοι άνδρες φορούσαν άσπρη φουστανέλα και περίτεχνα κεντημένα όμορφα γιλέκα και οι μεγαλύτεροι τις μπουραζάνες τους.

Ο Γιάννης πήγε το μουλάρια μέχρι τη πηγή και τα έβαλε να πιουν από την σγούρνα που έπιναν τα ζωντανά. Μετά τα έδεσε σ’ ένα δένδρο εκεί κοντά. Πήρε και ένα τράστο (σάκκος υφαντός) μεγάλο που ήταν φορτωμένο σ’ ένα μουλάρι και πήγε κατά τη λιμνούλα. Έβγαλε από τον τράστο κάτι ρούχα και τα απίθωσε κάτω. Κάτω από τα ρούχα έβαλε ένα πουγκί που ξεκρέμασε από τη μέση του και μια πιστόλα. Έριξε μια ματιά γύρω – τριγύρω μη είναι κανείς και με γρήγορες κινήσεις ξεντύθηκε και έμεινε ολόγυμνος, όπως τον γέννησε η μάνα του.

Η Γιαννούλα, τα έχασε! Σκέπασε το πρόσωπό της γρήγορα – γρήγορα με τις παλάμες της. Αμέσως όμως κατάλαβε ότι αυτό που έκανε ήταν χαζό, την έτρωγε κιόλας και η περιέργεια και μόλις άκουσε το θόρυβο από τη βουτιά του στο νερό, παραμέρισε λίγο τα βούζια και παρακολουθούσε το πήγαινα – έλα του αγνώστου μέσα στη λίμνη.

«Μα πως πλέει, έτσι; Τα πόδια του δεν ακουμπούν κάτω!». Σταυροκοπήθηκε η Γιαννούλα που δεν μπορούσε να καταλάβει. Πρώτη φορά έβλεπε άνθρωπο να πλέει στο νερό λες και είναι βατράχι. Τον είδε που σιγά – σιγά έβγαινε έξω. Κέρωσε αλλά αυτή τη φορά δεν σκέπασε το πρόσωπό της. «Ομορφάντρας, λεβεντάνθρωπος» σκέφτηκε και τον παρατηρούσε όσο μπορούσε ανάμεσα από τα φυλλώματα που είχε χωθεί και εκείνος, και ντυνόταν. Ένοιωσε μια φλόγωση στο πρόσωπο αλλά και μια ανατριχίλα σ’ όλο της το κορμί.

Άλλα ρούχα φορούσε όταν ήρθε, με άλλα ρούχα τον έβλεπε να ντύνεται τώρα μπροστά της.

«Δικός μας είναι! Βλάχος! Αλλά ποιος;»

Σαν τελείωσε το ντύσιμο, ζώστηκε και τη ζώνη του και έχωσε το πουγκί και την πιστόλα του. Πήγε κατά το μουλάρι και ετοιμάστηκε να το καβαλλικέψει.

- Θα με πάρεις και εμένα. Στο ίδιο χωριό πάμε!

Ούτε που κατάλαβε η Γιαννούλα που βρήκε τη δύναμη και φανερώθηκε μπροστά του!

- Πώς βρέθηκες μπροστά μου; πού ήσουν; Τη ρώτησε ξαφνιασμένος ο Γιάννος.

- Μέσα στα βούζια!

- Και γιατί δε φανερώθηκες παρά με έκανες χάζι;

- Να φανερωθώ; Και που ήξερα ότι είσαι δικός μας. Σάματις έχω ξαναδεί άντρα με αυτά τα ρούχα που φορούσες; Τώρα που σιγουρεύτηκα ότι είσαι δικός μας, φανερώθηκα.

Ο Γιάννος την κοίταξε καλά – καλά!

- Ένα δίκιο το έχεις! Και τι κάνεις μόνη σου στις ερημιές; Μόνη σου ήρθες στη πηγή!

- Στραμπούληξα το ποδάρι μου. Είπα στις φιλενάδες μου να ειδοποιήσουν στο χωριό να έρθουν να με πάρουν. Αλλά αφού και εσύ εκεί πας, είπα μήπως μπορέσεις να με πάρεις!

- Για να δω το ποδάρι σου!

- Γιατί; Τί είσαι γιατρός;

- Έ κάτι ξέρω από ποδάρια. Τόσα στραβοπατήματα κάνουν τα μουλάρια μας. Έχω και κάτι αλοιφές από βότανα. Κάτι θα σου βάλω να μην πονάς.

Η Γιαννούλα κατακόκκινη και περικυκλωμένη στο ψέμα της, δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Έβγαλε το τσαρούχι της και την ωραία πολύχρωμη πλεγμένη κάλτσα της και έδειξε τον αστράγαλό της στον Γιάννο.

Ο Γιάννος το πήρε στο χέρι του, της το γύρισε ελαφριά κανά δυό φορές και της είπε:

- Δε βλέπω κανένα στραμπούληγμα στο πόδι σου. Μια χαρά είναι. Αλλά παρ’ όλα αυτά θα σου βάλω λίγη αλοιφή.

Έχωσε το χέρι του σ’ ένα μικρό σακούλι που ήταν κρεμασμένο στο μουλάρι του και πήρε ένα μικρό σκουρόχρωμο γιάλινο βαζάκι. Το άνοιξε και πήρε λίγο από το φάρμακο και της το πέρασε στον αστράγαλο.

Αναστατωμένη η Γιαννούλα, γιατί δε μπορούσε να ελέγξει την ανατριχίλα και το αναψοκοκκίνισμα του προσώπου της, του είπε κάπως απότομα.

- Άστο θα το κάνω μόνη μου.

- Όπως θες!

Ήδη και εκείνος ήταν αναστατωμένος. Είχε θαμπωθεί με την ομορφιά της, με τον αυθορμητισμό της μα πάνω απ’ όλα με την τόλμη της. Το έλεγε η καρδούλα της. Του άρεσε αυτό!

Την κοίταζε καλά – καλά και την περιεργαζόταν όσο εκείνη, έκανε πως έτριβε τον αστράγαλό της. Την είδε που φόρεσε γρήγορα – γρήγορα την κάλτσα της και το τσαρούχι της.

- Θα με πάρεις ή να περιμένω να έρθουν να με πάρουν.

- Και βέβαια θα σε πάρω, εδώ θα σε αφήσω; Δεν μου είπες όμως, πως σε λένε και ποιανού κόρη είσαι.

- Γιαννούλα και είμαι κόρη του Βαγγέλη Μ……

- Και εμένα με λένε Γιάννο και είμαι γιος του Νικόλα Γ. και όπως βλέπεις έχουμε το ίδιο όνομα!

Ο Γιάννος χωρίς δυσκολία σήκωσε τη γεμάτη βαρέλα της και τη φόρτωσε στο μουλάρι που καβαλλίκευε. Πήρε και τον τράστο της και τον κρέμασε και αυτόν στο πλάϊ του μουλαριού. Γύρισε προς τη Γιαννούλα, για να τη βοηθήσει να ανέβει και εκείνη.

Η Γιαννούλα αναστατωμένη γι’ αυτό το πρωτόγνωρο που ένοιωθε, αρνήθηκε λέγοντάς του:

- Θα τα καταφέρω μόνη μου.

- Είναι που σε πονάει το ποδάρι σου, της είπε ο Γιάννος με ένα χαμόγελο που έλεγε πολλά.

Η Γιαννούλα κατάλαβε την γκάφα της και δε μίλησε.

- Μη φοβάσαι κανείς δε θα το μάθει. Θα είναι το μυστικό μας. Όπως μυστικό θα κρατήσουμε ότι και οι δύο απολαύσαμε το μπάνιο μας στη λίμνη.

- Εσύ ναι; Εγώ όχι, πως το λες αυτό;

- Χαχα! Και γιατί ο τράστος σου είναι βρεγμένος! Τί έχεις μέσα;

«Μα πως μπουρδουκλώθηκα έτσι στα ψέματά μου; ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που φανερώθηκα».

- Δε μιλάς; Άκου Γιαννούλα και το λέω σοβαρά! Κανείς δε θα μάθει τίποτε. Θα είναι το μυστικό μας!

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.