Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας…

Σκέφτομαι, αισθάνομαι, ελπίζω… Εύχομαι να ονειρευόμαστε με μάτια ανοιχτά, όνειρα με χρώματα του ουράνιου τόξου και με ατέλειωτα ευωδιαστά γιασεμιά. Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας… ό,τι ευχάριστο και αγαπημένο στη ζωή σας! Χαιρετώ σας… Αίγλη Μότσιου.

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2025

Να μου την προσέχεις... Διήγημα της Ελευθερίας Λάππα

 

Βοβούσα Ιωαννίνων

Την παντρεύτηκε παρά την αντίρρηση των γονιών του. Την αγαπώ τους είπε, και θα την κάνω γυναίκα μου, με, η χωρίς την ευχή σας και το έκανε! Την παντρεύτηκε, κι έφυγε από το σπίτι των γονιών. Άλλο παιδί δεν είχαν, κι αντί να στηρίξουν την επιλογή του, και να δεχτούν αυτή που αγάπησε, τον ανάγκασαν να φύγει από το σπίτι τους, μα δεν το μετάνιωσε ποτέ.

Και κείνη τον αγάπησε! Πολύ! Όπου πας, θα έρθω του είπε, και μην κακιώνεις στους γονείς σου. Θα τους περάσει και θα με δεχτούν.

Μα σαν δεν γίνει, δεν πειράζει. Ας είναι καλά!

Στάθηκε δίπλα του, σε όλα τα δύσκολα η Μαριγώ. Σε όλα. Δεν παραπονέθηκε ποτέ της, κι ας έπεφτε να κοιμηθεί νηστική. Το μερτικό της από το φαί, σε κείνον το έδινε. Εκείνος δούλευε, εκείνος κουραζόταν, και κείνος έπρεπε να' ναι γερός. Έφαγα του έλεγε. Έφαγα. Αυτό είναι για σένα.

Κάνανε όνειρα για το μέλλον τους, και για το μέλλον των παιδιών που θα κάνανε. Αποκτήσανε δυο κόρες! Δυο όμορφες θυγατέρες!

Τέσσερα τα στόματα και το μεροκάματο δεν ήταν καθημερινό. Δεν έφτανε.. Οι θυγατέρες τους μεγαλώνανε και κείνος ήθελε να μην τους λείπει τίποτα.

Έναν φίλο είχε στην Γερμανία, και δούλευε στα ορυχεία. Έλα του έλεγε. Έλα. Το μεροκάματο είναι καλό, να μπορείς να στέλνεις στην οικογένειά σου. Έλα, κι οι κόρες σου θα τα' χουν όλα.

Όλα σκεφτόταν ο δόλιος, εκτός από μένα, και το στομάχι του δενόταν κόμπος στη σκέψη πως θα πάει και δεν θα τις βλέπει να μεγαλώνουν. Η ανάγκη όμως τον έκανε να το αποφασίσει και να φύγει. Η Μαριγώ του, σαν της το είπε, πάγωσε...

Όχι του είπε. Να μην πας. Θα τα βγάλουμε πέρα και με τα λίγα. Εμείς εσένα θέλουμε να είσαι εδώ. Κοντά μας. Δεν θέλουμε χρήματα. Μα κείνος έλεγε, χρέος μου είναι να σας φροντίσω και θα πάω. Κάθε χρόνο θα έρχομαι στην άδειά μου.

Και έφυγε. Βαριά η δουλειά στα ορυχεία. Δύσκολο να δουλεύεις κάτω από την γη, μα τα λεφτά πολλά, κι η χαρά του μεγάλη που οι γυναίκες του, θα είχαν τις ανέσεις τους. Ποιος λογάριαζε την κούραση σαν σκεφτόταν πως εκείνες δεν θα ζούσανε στην φτώχεια; Κάθε μήνα επιταγή. Ο ταχυδρόμος φώναζε την Μαριγώ να της την δώσει, μαζί με το γράμμα του.

Σας αγαπώ της έγραφε! Σας αγαπώ και μου λείπετε. Μετρώ τις μέρες που θα έρθω. Ποτέ δεν είδε, τα δάκρυα της Μαριγώς που μουσκεύανε το γράμμα. Ούτε τα χαμόγελα των θυγατέρων του σαν ακούγανε την μάνα να λέει κείνο το, σας αγαπώ! Ούτε και κείνες τον είδανε ποτέ με την κούραση να βαραίνει τους ώμους του. Και σαν ήθελε να την πετάξει από πάνω του, τις έφερνε στην θύμηση και κείνη έφευγε από τους ώμους του, να ανέβουν οι θυγατέρες του πάνω, να τις χορεύει στους ώμους του, όπως και τότε που ήταν μικρές.

Ετούτο σαν έφερνε στη θύμηση, η κούραση έφευγε κι άδειαζε τον ώμο του, και κείνες του λέγανε πάλι μπαμπά, πάλι. Κι έτσι όπως τις χόρευε τον έπαιρνε ο ύπνος.

Δεν θα μπορέσω να έρθω της έγραψε. Δεν θα μου δώσουν άδεια. Και δεν ήρθε να τις δει. Δυο κούκλες είχε το δέμα που πήρε η Μαριγώ. Δυο κούκλες κι ένα σταυρό. Ήταν οι κούκλες που θα τους πήγαινε στην άδειά του, όπως τους είχε πει. Και επειδή δεν πήγε, τις έστειλε με δέμα. Στον λαιμό της τον φόρεσε τον σταυρό και του μιλούσε κάθε που της έλειπε.

Κάθε μέρα του μιλούσε. Κάθε μέρα της έλειπε. Και το βράδυ τον ακουμπούσε στα χείλια της, λέγοντας, καληνύχτα Στέφο μου. Έρχομαι της έγραψε. Έρχομαι το καλοκαίρι!

Ήρθε και δεν τις χόρταινε. Οι θυγατέρες του μεγάλωσαν κι ομόρφυναν. Κι η Μαριγώ του, έλαμπε που τον είχε κοντά της. Τους γονείς του θέλησε να δει, μα κείνοι δεν τον δέχτηκαν. Δεν πειράζει είπε, μα δεν θα μου χαλάσουν τις μέρες μου.

Εγώ θα χαρώ τα παιδιά μου και την γυναίκα μου. Οι μέρες πέρασαν κι έπρεπε να γυρίσει στην στοά του. Να χωθεί ξανά κάτω από την γη, με κείνες να του κρατάνε παρέα. Να προσέχεις του είπανε. Να προσέχεις.

Δεν πήρε ποτέ το γράμμα της Μαριγώς, που έλεγε για τους γονείς του που φύγανε, και πως τους είχε κοντά της σαν αρρωστήσανε να τους προσέχει. Δεν έμαθε πως συγχώρεση γυρέψανε και κείνη τους συγχώρησε και για τους δυο τους.

Και πρόσεχε ο δόλιος. Πρόσεχε. Μα το λάθος δεν ήταν δικό του, που η στοά του έπεσε και τους σκέπασε το χώμα. Δεν ήταν δικό του το λάθος. Εκείνη την μέρα του κακού, στα αυτιά του είχε μονίμως το, να προσέχεις. Εκείνο τον έκανε να θελήσει να βγει λίγο έξω από την στοά και σαν κόντευε να δει το φως της μέρας, έπεσε. Νέα του, δεν είχαν για πολύ καιρό.

Απάντηση στα γράμματά τους δεν έπαιρναν. Ώσπου μια μέρα, με ένα συλλυπητήρια και μια αποζημίωση μάθανε για τον χαμό του.

Έμεινε μέσα στην στοά μαζί με τις κόρες του, στους ώμους του. Με την Μαριγώ του, να του φωνάζει σ αγαπώ!

Τα μαύρα δεν τα έβγαλε η Μαριγώ του. Μόνο στο γάμο της μεγάλης τους το έκανε, και τα ξανάβαλε. Το χείλι της, δεν γέλασε παρά μονάχα κείνη την μέρα, που την έδωσε στον άντρα της και του είπε να την προσέχει.

Κείνη την μέρα, και σαν ήρθε στην ζωή ο μικρός της γιος. Ο εγγονός τους, ο Στέφανος! Ο Στέφος της!

Και σαν έλεγε το όνομά του, νόμιζε πως μίλαγε σε κείνον. Ο σταυρός έγινε ένα με το σώμα της. Δεν τον έβγαλε λεπτό από πάνω της, και να δεις που ήταν εκείνος που της έλεγε καληνύχτα Μαριγώ μου. Καληνύχτα.

Μόνο στο γάμο της μεγάλης τους κόρης, και σήμερα που παντρεύεται η μικρή τους. Η μικρή που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον χαμό του. Πολλές ήταν οι φορές που έπαιρνε αγκαλιά την κούκλα της, και της τραγούδαγε κείνο που της έλεγε ο πατέρας της. Για την κάθε του κόρη, είχε κι άλλο τραγούδι.

Έτσι και σήμερα λίγο πριν βάλει το νυφικό, κλείστηκε στο δωμάτιο ,με την κούκλα αγκαλιά να της τραγουδάει το τραγούδι τους.

Σαν τα κοιτώ τα μάτια σου

φωτίζεται ο κόσμος

στη ρούγα σου μοσχοβολά

βασιλικός και δυόσμος

Πως να διαβώ, με θάμπωσες

πως να διαβώ να κόψω

ένα κλωνί βασιλικό

που μ' άφησες απ' όξω

Τούτο της έλεγε σαν ήταν μικρή. Τούτο της είπε και κείνο το καλοκαίρι που ήρθε, και δεν της το ξανά είπε.

Και σήμερα παντρεύεται κι αυτός δεν είναι εδώ. Να την δει, να θαμπωθεί ξανά. Δεν είναι δω, να δει τον μικρό τον Στέφο που του μοιάζει. Να δει και κείνο το χαμόγελο στα χείλια της Μαριγώς, που δεν διαβαίνει πια. Κι αν θα διαβεί, θα μείνει λίγο. Ίσα να του πει του γαμπρού, όπως είπε και για την μεγάλη της.

Να μου την προσέχεις. Τόσο θα κρατήσει, και θα φύγει. Θα χαθεί πάλι μέσα σε μια στοά. Δεν είσαι εδώ μπαμπά μου, να με δεις πως θα χορέψω. Εσύ με έμαθες να χορεύω. Εσύ!

Να χορεύεις σαν να είσαι μόνη σου μου έλεγες. Να μην σκέφτεσαι πως σε βλέπουν. Γιατί δεν χορεύεις για τους άλλους. Χορεύεις για σένα. Έτσι μου έλεγες, κι έτσι χορεύω. Μόνο που εσύ δεν με βλέπεις. Δεν με βλέπεις μπαμπά μου.

Ένα κορμί, χωρίς πόδια, με δυο δεκανίκια προσπαθεί να ανεβεί σε ένα δρόμο με ανηφόρα. Ένα κορμί χωρίς πόδια και με πρόσωπο αλλοιωμένο. Τίποτα δεν υπάρχει να θυμίζει κάτι, από κάποιον πριν τον σκεπάσει το χώμα μιας στοάς.

Κανείς δεν τον γνώρισε κι ούτε τον ρωτήσανε ποιος είναι και που πάει. Είχε μάθει στο διπλανό χωριό πως γίνεται ένας γάμος σήμερα. Μια Μαριγώ παντρεύει την κόρη της, και κείνος ανεβαίνει την ανηφόρα να προλάβει να την δώσει στον γαμπρό.

Έφτασε στο σπίτι τους. Σε κείνο το σπίτι, που ήταν γεμάτο από τα όνειρα που κάνανε οι δυο τους με την Μαριγώ και που τα σέρνει μαζί με τα δεκανίκια του.

Ο κόσμος έκανε στην άκρη να περάσει ο ανάπηρος, που κανείς δεν τον γνώρισε. Ούτε η Μαριγώ του τον γνώρισε. Ούτε και κείνη. Μα πως να τον γνωρίσει; Τίποτα δεν είχε μείνει από τον Στέφο της. Μόνο η λαχτάρα να προλάβει..

Άσε που τον είχε για πεθαμένο. Λες και τώρα ήταν ζωντανός; Ας είναι...Εκείνος πρόλαβε. Στηρίχτηκε στα δεκανίκια του, πήγε στην νύφη, την πήρε από το χέρι κι άρχισε να της τραγουδάει:

Σαν τα κοιτώ τα μάτια σου

φωτίζεται ο κόσμος

στη ρούγα σου μοσχοβολά

βασιλικός και δυόσμος

Εκείνης η καρδιά πετάχτηκε από τα στήθια της. Ετούτη η φωνή του σακάτη, που ήρθε και την έπιασε από το χέρι, ήταν η φωνή του πατέρα της. Δεν είπε πατέρα μου. Δεν έπεσε στην αγκαλιά του. Δεν φώναξε από χαρά, όπως ήθελε να κάνει. Αυτή τον πατέρα της, δεν τον έχασε ποτέ. Κάθε μέρα τραγουδούσανε το τραγούδι τους. Κάθε μέρα. Μα είπε συνεχίζοντας:

Πως να διαβώ, με θάμπωσες

πως να διαβώ να κόψω

ένα κλωνί βασιλικό

που μ' άφησες απ' όξω

Κι η Μαριγώ πήγε δίπλα του, συγχώρα με του είπε. Συγχώρα με που δεν σε γνώρισα. Του πήρε το ένα δεκανίκι και τ' άφησε στην άκρη. Κοίταξε τον Στέφο της στα μάτια, λέγοντάς του, ένα σου φτάνει. Το άλλο σου, θα είμαι εγώ.

Μα τον Στέφο δεν τον πείραξε που δεν τον γνώρισε. Σάμπως εκείνος όταν είδε τον εαυτό του, στον καθρέφτη όταν μπόρεσε και στάθηκε όρθιος στα δεκανίκια του, στο νοσοκομείο τον γνώρισε;

Η όταν σακατεμένος και αλλοιωμένος πήγε στην εταιρία του και τους τα' κανε λίμπα όλα με τα δεκανίκια. Και κείνοι μ' ένα συγνώμη νόμισαν πως ήταν εντάξει.

Όχι γιατί σακατεύτηκε, μα για τον πόνο που προκαλέσανε στην οικογένειά του, πριν σιγουρευτούνε πως ήταν νεκρός. Για τα μαύρα που έβαλε η Μαριγώ του, και για το γέλιο που χάθηκε από τα χείλια της.

Εκείνος έπρεπε να της ζητήσει να τον συγχωρήσει. Εκείνος, που δείλιασε να πάει κοντά τους έτσι σακάτης που ήταν και τις άφησε να νομίζουν πως είναι νεκρός.

Μα τούτο το βάρος, δεν μπορούσαν να το σηκώσουν τα δεκανίκια του, κι αποφάσισε εκείνο που δεν έκανε τόσα χρόνια.

Δεν είναι ώρα τώρα για τέτοιες σκέψεις είπε και:

Σαν τα κοιτώ τα μάτια σου

φωτίζεται ο κόσμος

στη ρούγα σου μοσχοβολά

βασιλικός και δυόσμος

Πως να διαβώ, με θάμπωσες

πως να διαβώ να κόψω

ένα κλωνί βασιλικό

που μ' άφησες απ' όξω

Να μου την προσέχεις είπε στον γαμπρό. Να μου την προσέχεις και του την έδωσε.

Πήγε κι η μεγάλη του κοντά, τον κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα σου μπαμπά μου δεν άλλαξε. Ίδιο είναι σαν και τότε που με κοιτούσες και μου έλεγες, πως που και που, γίνονται και θαύματα!

Όπως και σήμερα...

Διήγημα της Ελευθερίας Λάππα


*Κείμενο και φωτογραφία αλιεύθηκαν από το διαδίκτυο.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.