όλο
βουνά που έχουν σκεπή
το
χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν
έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε
πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος
στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε
μπορέσαμε
να χτίσουμε
τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας.
τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια
και
τα δάχτυλα γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα
για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν, πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Πώς γεννήθηκαν, πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο
τόπος μας είναι κλειστός.
Τον
κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες.
Στα
λιμάνια την Κυριακή
σαν
κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.
Γεώργιος Σεφέρης
@
Ανατολή Αγιάς, η φωτογραφία είναι του Δ.Μ..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.