Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας…

Σκέφτομαι, αισθάνομαι, ελπίζω… Εύχομαι να ονειρευόμαστε με μάτια ανοιχτά, όνειρα με χρώματα του ουράνιου τόξου και με ατέλειωτα ευωδιαστά γιασεμιά. Ελεύθερη να ‘ναι η ψυχή μας… ό,τι ευχάριστο και αγαπημένο στη ζωή σας! Χαιρετώ σας… Αίγλη Μότσιου.

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Θέατρο: Αγαμέμνων του Αισχύλου από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης.

«…Μακρυά από μας το κακό το καλό ας νικήσει»
Ο Αγαμέμνων αποτελεί το πρώτο από τα τρία έργα της τριλογίας του Αισχύλου ΟΡΕΣΤΕΙΑ. Τα άλλα δύο είναι oι Χοηφόροι και oι Ευμενίδες. Πρώτη παρουσίαση της Τριλογίας ΟΡΕΣΤΕΙΑ στην Αθήνα το 458 π.χ. στα Μεγάλα Διονύσια. Την τριλογία συμπλήρωνε το σατιρικό Δράμα ΠΡΩΤΕΥΣ. Ο Αισχύλος τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο. Η Ορέστεια, η μοναδική τριλογία η οποία διασώθηκε ολόκληρη, λειτουργεί ως σημείο πολλαπλών αναφορών και συμβολισμών σε σχέση με την δύναμη και την αρτιότητα του ποιητικού της μεγαλείου.
Η ιστορία αρχίζει με το πρόλογο που εκφέρεται από τον φύλακα, που δέκα χρόνια περιμένει νύχτα μέρα στη στέγη του σπιτιού του Αγαμέμνονα  να δει το σημάδι της φωτιάς που θα σημάνει ότι έπεσε η Τροία. Όταν το μήνυμα φθάνει, η απροσποίητη χαρά του φύλακα σιάζεται από την ανησυχία για το μέλλον, η οποία τροφοδοτείται πιο πολύ από εκείνα που αποσιωπά ή υπαινίσσεται και όχι από εκείνα που λέει. «Αχ και το τι 'ναι ο άνθρωπος! στην ευτυχία του σα ζουγραφιά φαντάζει, πλην η δυστυχία μια σα σφουγγάρι υγρό της δίνει και τη σβύνει· κι αυτά από κείνα πιο πολύ ελεούμαι ακόμη. Η ευτυχία είναι πράμα που δε λένε ποτέ να χορτάσουν οι ανθρώποι και δεν τη βαρέθηκε τόσο κανένας ποτέ να της κλείση την πόρτα απ' έξω απ' τα πλούσια παλάτια, κράζοντάς της: μη μπαίνης. Και σ' αυτόν έχουν δώση οι θεοί να νικήση του Πριάμου την πόλη και μας γύρισε πίσω γιομάτος με δόξα. Μ' αν τώρα πλερώση το κρίμα των άλλων κι αν άλλων θανάτων το γαίμα ξεπλύνη αυτός με το φόνο του πάλι, ποιος γρικόντας αυτά θα μπορέση να πη πως με δίχως κακό εγεννήθη;»

Ο χορός, ο οποίος κατά τη απουσία του βασιλιά Αγαμέμνονα αποτελεί το συμβούλιο του κράτους (δώδεκα γέροντες) ανατρέχει στο ξεκίνημα της εκστρατείας, θυμάται ότι τους δύο γιούς του Ατρέα τους προέπεμπε ως εκδικητές ο ξένιος Ζεύς και μιλάει για τον οιωνό που φανερώθηκε τότε (δύο αετοί που σπάραζαν ετοιμόγεννη λαγίνα), για την εξήγηση που έδωσε ο μάντης Κάλχας (οι δύο Αετοί είναι οι δύο Ατρείδες, που θα πάρουν κάποια μέρα την Τροία), αλλά και το φόβο του μάντη για την ενδεχόμενη οργή της Άρτεμης για το σπαραγμό του ζώου. Ανήσυχος ο χορός, καθώς ξαναφέρνει στον νου του τα λόγια του μάντη, απευθύνει τον περίφημο ύμνο στον Δία, σ΄ αυτόν που θέσπισε τον νόμο πάθει μάθος. «…Που ωδήγησε τον άνθρωπο στη γνώση κ' έβαλε νόμο: πάθος μάθος, που ως και στον ύπνο, στην καρδιά μας στάζει τον πόνο, που θυμίζει με τρόμο τα παθήματά μας κι αθέλητα μας συνετίζει.» Εν συνεχεία ο χορός περιγράφει  με  ανατριχιαστική λεπτομέρεια τη στιγμή της θυσίας και τις αντιδράσεις της Ιφιγένειας,  και ανησυχεί για αυτά που θα έρθουν. «Και δεν λογάριασαν καθόλου οι φιλόμαχοι κυβερνήτες παρακάλια και φωνές ‘’πατέρα μου, πατέρα’’, ούτε και τα παρθενικά της νιάτα. Κι αφού έγιν΄ η ευχή, πρόσταξεν ο πατέρας τους δούλους να την πάρουν σαν ερίφι αψηλά πάνω απ΄ το βωμό, ολόκληρη ντυμένη μες στους πέπλους της ενώ αυτή μ΄ όλη της τη δύναμη κρατιότανε στη γη. Είπε να κλείσουν το ωραίο στόμα της με φίμωτρο γερό, που θάπνιγε κατάρες για το σπίτι. Κι ενώ έπεφτε στη γη ο κροκωτός χιτώνας της, σαΐτευε με ικετευτική ματιά καθέν’ απ’ τους θυσιαστάς της κι έμοιαζε σαν ζωγραφιά, που θέλει να μιλήσει. Κι όμως ήταν αυτή η αδάμαστη παρθένα, που τόσες φορές τραγούδησε στα πλούσια τραπέζια του πατέρας της, μες στους ανδρώνες, και με την καθαρή φωνή της ετιμούσε ολόψυχα τον καλορίζικο παιάνα του πατέρα της, όταν εγίνετο Τρίτη σπονδή. … Η Δίκη κατανεύει να διδάξει εκείνους που υπέφεραν· το τι θα γίνει θα τα’ ακούσεις, αφού γίνει·» Ο Χορός εκφράζει στην αρχή την ανησυχία του για την τελική έκβαση της Τρωικής εκστρατείας και φοβάται για την τύχη του Αγαμέμνονα, έχει προκαλέσει το φθόνο των θεών για την αχαλίνωτο φιλοδοξία του και την υπεράνθρωπο ευτυχία του.  «Η Δίκη τροχίζει στο ακόνι της Μοίρας το ξίφος, καινούρια ζητώντας εκδίκηση».
Ο Αγαμέμνων επιστρέφει νικητής στο Άργος πάνω στο άρμα έχοντας και εκθέτοντας στο πλευρό του την ερωμένη του, την πριγκίπισσα της Τροίας, μάντισσα Κασσάνδρα, βραβείο του στρατού για τη νίκη του, πατώντας στα πορφυρά χαλιά (έθιμο καθαρά βαρβαρικό). Ο Αγαμέμνων, λαμπρός και φημισμένος βασιλιάς, παρουσιάζεται αλαζόνας, επηρμένος και τιμωρείται όχι μόνο για τη  θυσία της κόρης του αλλά για την έπαρση, την αλαζονεία του, την αμετροέπεια του. Και η «ύβρις» τιμωρείται…

Η Κλυταιμνήστρα βασίλισσα, μητέρα και γυναίκα που πληγώνεται από την ανδρική αλαζονεία του άρχοντα συζύγου της, δυναμική, αποτελεσματική, ευφυή, αποφασιστική, αλύπητη, αγέρωχη, μοιχαλίδα και πολιτικά φιλόδοξη. Η υπερηφάνεια της συγκλονίζει. Δεν μετανιώνει στιγμή για την ανόσια πράξη της «Θήλυς, άρσενος φονεύς» γυναίκα να σκοτώσει άντρα και μάλιστα τον άντρα της, τον βασιλιά, αφού τον ξεγελά με χίλια τεχνάσματα τάχα μου πιστής, καρτερικής γυναίκας. Γιατί το έγκλημα είχε προαποφασισθεί και μελετηθεί καλά. Μόνη γυναίκα, κυβερνά αποφασιστικά, όσο λείπει ο άντρας της, εμπνέει σεβασμό, τα βάζει με τους άντρες του χορού μετά τον φόνο  και τελικά επιβάλλει την ίδια και τον εραστή της Αίγισθο  ως κυβερνήτες της πόλης.

Ο Αίγισθος, ξάδελφος και εραστής της γυναίκας του Αγαμέμνονα, σχεδιάζει τον φόνο, θέλοντας να πάρει εκδίκηση για προγονικές αμαρτίες του πατέρα του Αγαμέμνονα, Ατρέα, ενάντια στον δικό του πατέρα Θυέστη. Θεωρεί τον εαυτό του «δίκαιον εκτελεστή του φόνου». Σχεδιάζει μεν τον φόνο αλλά αφήνει στην Κλυταιμνήστρα την εκτέλεση. Ο ενδοοικογενειακός φόνος θεωρούνταν μια από τις πιο αξιόποινες πράξεις. Έτσι, το παρελθόν επιβαρύνει το παρόν, η κληρονομική αλυσίδα της αμαρτίας ξεκινά από τον πατέρα του Αγαμέμνονα,  Ατρέα και τον πατέρα του Αίγισθου, Θυέστη. Ο Θυέστης αποπλάνησε την γυναίκα του αδερφού του Ατρέα, Αερόπη και ο Ατρέας έστησε παγίδα στον Θυέστη αποκεφαλίζοντας τα παιδιά του και προσφέροντάς του ως δείπνο. Ο Αγαμέμνονας θυσιάζει την μονάκριβη κόρη του Ιφιγένεια, η Κλυταιμνήστρα δολοφονεί με τα ίδια της τα χέρια τον σύζυγό της και την ερωμένη του. Και η κατάρα του οίκου των Ατρείδων συνεχίζεται…
«Μα η Δίκη λάμπει στα φτωχά κι άραχλα σπίτια και του δικαίου το βίο τιμά, ενώ απ' τα χρυσοστόλιστα με αδικίες παλάτια φεύγει και δε γυρνάει τα μάτια και πάει στα τιμημένα, δίχως να ψηφά τη ψευτοφημισμένη δύναμη του πλούτου κι όλα σε δίκιο τέλος κυβερνά.»
Στο τέλος αιματοβαμμένη η Κλυταιμνήστρα με απερίγραπτη ψυχραιμία και άγρια χαρά καυχάται για την πράξη της, την οποία θεωρεί ως δικαιότατη εκδίκηση για την θυσία της κόρης της Ιφιγένειας και για τη συζυγή απιστία του αλαζόνα Αγαμέμνονα, ο οποίος φέρνει την ερωμένη του (ως σκλάβα – τρόπαιο) τη μάντισσα Κασσάνδρα μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Δέκα ολόκληρα χρόνια σχεδίαζε την εκδίκηση αναμασώντας την πίκρα του μίσους της και το δηλητήριο από την απώλεια της μοναχοκόρης της. «Απ' όλα πριν που από σκοπού έχω ειπωμένα δε θε να το ντραπώ να πω τα ενάντια τώρα. Γιατί και πώς αλλιώς κανείς, σαν ετοιμάζει τον όλεθρο του εχθρού του, που περνά για φίλος, να περιφράξη στέρεα του χαμού τα δίχτυα σε ύψος που να είναι αδύνατο να το πηδήση; Μα εμέ δε με ηύρε ανέτοιμη αυτός ο αγώνας της έχθρας τέλος της παλιάς, αν και με χρόνια. Και στέκω εδώ που χτύπησα, στο έργο μου επάνω. Κ' έτσι έκαμα, και δεν τ' αρνιούμαι, που απ' το χάρο να μην μπορέση να διαφεντευθή ή ξεφύγη. Γύρω του δίχτυ ατέλειωτο, σαν ψαριών δίχτυ, τυλίζω — πλουσιοπάροχη φορεσιά χάρου —  και δυο φορές τονέ χτυπώ· και με δυο βόγγους πέφτει παράλυτο κορμί και σωριασμένος τρίτη αποπάνω του χτυπώ, ταμμένη χάρη του Δία σωτήρα των νεκρών κάτω στον Άδη. Έτσι ξερνάει πεσμένος χάμω τη ψυχή του και το αίμα του σαν ψιλή σφήνα ξεπετόντας με μαύρες στάλες φονικής δροσιάς με ραίνει κ' εύφρανε τη ψυχή μου όχι πιο λίγο απ' ό,τι του θεού η βροχούλα τα σπαρτά στο πλούμισμά τους. Τέτοια λοιπόν, πρόκριτοι σεβαστοί του Άργους, κι αν σας βολή χαρήτε· καύχημα εγώ τόχω·  κι αν είταν πρέπον σε νεκρούς σπονδές να κάνουν, δίκαια σ' αυτόν θα ταίριαζε και παραδίκαια. Μόνος του το ποτήρι γιόμισε με τόσες στο σπίτι συμφορές κ' ήλθε και τόπιε ο ίδιος.»
Εξαιρετική παράσταση!
Η παράσταση «Αγαμέμνων» του Αισχύλου παρουσιάστηκε στο κατάμεστο Κηποθέατρο Λάρισας την Τρίτη 27 Αυγούστου 2013. Η παράσταση ήταν μαγευτική, ήταν συγκλονιστική! Το κοινό παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα, δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Στο τέλος της παράστασης το θεατρόφιλο κοινό της Λάρισας καταχειροκρότησε τους ηθοποιούς. Δεν ήθελε να φύγει, δεν ήθελε να χάσει τη μαγεία που έζησε! Η παράσταση ξεκινά με τον ήχο ενός κλαρινέτου (κλαρινετίστας ο Χρήστος Καλκάνης). Κατά τη διάρκεια της παράστασης ο ήχος του κλαρινέτου ακούγεται πότε ανάμεσα στο κόσμο πότε κοντά στους πρωταγωνιστές δίνοντας τη δική του νότα και χάρη στην ιστορία που εξελίσσεται. Επιβλητική στο ρόλο της Βασίλισσας Κλυταιμνήστρας και συγκλονιστική, σπαρακτική στο ρόλο της μάνας η σπουδαία ηθοποιός Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, στο ρόλο του Βασιλιά Αγαμέμνονα ο επίσης σπουδαίος ηθοποιός Μηνάς Χατζησάββας,  στο ρόλο του κήρυκα ο  βραβευμένος ηθοποιός Θέμης Πάνου (απέσπασε, χθες Σάββατο βράδυ,  το Βραβείο Α' Ανδρικής Ερμηνείας  στην ελληνική ταινία Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά που θριάμβευσε στο 70ο διεθνές Φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας), στο ρόλο του Φύλακα ο πολύ καλός ηθοποιός Βασίλης Χαλακατεβάκης, ο οποίος παλιότερα μας τίμησε πρωταγωνιστώντας σε θεατρική παράσταση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Λάρισας, δυνατή η ερμηνεία της Θεοδώρας Τζήμου στο ρόλο της Κασσάνδρας και στο ρόλο του Αίγησθου ο Βασίλης Μπισμπίκης. Ο χορός, άφησε το δικό του στίγμα με τους κορυφαίους Θύμιο Κούκιο, Βασίλη Πουλάκο, Kρις Ραντάνοφ, Κώστα Φαλελάκη (γνωστός από τηλεοπτικές παραγωγές) και  Μενέλαο Χαζαράκη, στήριξαν τον κεντρικό άξονα της παράστασης λειτουργώντας παραπληρωματικά στην περαιτέρω αποσαφήνιση των, τυχόν, δυσνόητων σημείων του έργου. Επίσης ο Χορός στη συγκεκριμένη τραγωδία συμπυκνώνει τη φιλοσοφική διάθεση του ποιητή. Ο λόγος του, βαρύς και προφητικός, αποτελεί τη φωνή της ηθικής. «Μακάριος, όποιος τελειώνει τη ζωή του ήσυχα και ήρεμα.», «Αυτόν, που πέφτει, οι άλλοι τον κλωτσάνε περισσότερο», «Τον άνθρωπο που δε φθονούν, μην τον ζηλεύης», «Βαριά η φωνή του λαού, η οργή του θα γίνει κατάρα. Απαιτεί πληρωμή», «Η ασέβεια είναι που γεννάει τα πιο πολλά παιδιά και όλα της μοιάζουν». Σκηνοθετικά ο Χορός κρατά φωσφορούχες δάδες, ενίοτε κινείται και ανάμεσα στο κόσμο. Οι δάδες δημιούργησαν τη δικιά τους αίσθηση, παίζοντας παιχνίδια ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, σε αυτά που βλέπουμε και στα άλλα που κρύβονται στις σκιές. Λειτουργικό και έξυπνο το σκηνικό μια μεταλλική κατασκευή  μετατρέπονταν σύμφωνα με τις ανάγκες του έργου από παρατηρητήριο σε παλάτι, από παραλία σε βασιλικό άρμα,  σε καταπακτές κι ύστερα σε «σφαγείο».
Απόσπασμα από το σημείωμα της σκηνοθέτη Νικαίτη Κοντούρη:
«…Στον Αγαμέμνονα, ο Αισχύλος σε σχέση με το μυθικό πλαίσιο, όπως αυτό παρουσιάζεται στο Ομηρικά Έπη, χτίζει το δραματικό άξονα της τραγωδίας του, πάνω σε δύο ισχυρές επιλογές. Η πρώτη έχει να κάνει με τον χαρακτήρα της Κλυταιμήστρας ως αρχετυπική μητριαρχική persona, και η δεύτερη με τη θυσία της Ιφιγένειας. Για τον Αισχύλο, η θυσία της κόρης του Ιφιγένειας από τον Αγαμέμνονα για να εξευμενίσει τους θεούς και να οδηγήσουν αυτόν και το Ελληνικό στράτευμα στην Τροία, είναι και ο ισχυρότερος λόγος για την βασίλισσα Κλυταιμήστρα και μητέρα της Ιφιγένειας, να κρατήσει άσβεστο το μίσος ενάντια στον Αγαμέμνονα και να κατακρεουργήσει, αυτόν και την ερωμένη του Κασσάνδρα, ιέρεια του Απόλλωνα, τη νύχτα που επιστρέφει θριαμβευτής στο Άργος έπειτα από τον δεκαετή Τρωικό πόλεμο. Η Κλυταιμήστρα, μια γυναίκα «που σκέφτεται σαν άνδρας» αναλαμβάνει την ευθύνη για την εκτέλεση του φόνου του συζύγου της. Συμπαραστάτης της πιστός ο Αίγισθος, ο οποίος με το θάνατο του Αγαμέμνονα, εκδικείται το «αποτρόπαιο κέρασμα» στον πατέρα του Θυέστη από τον πατέρα του Αγαμέμνονα Ατρέα (Θυέστεια Δείπνα).  Όμως η κατάρα, η Ερινύα της Εκδίκησης και η απόδοση της Δικαιοσύνης στον Αγαμέμνονα δε θα «χορτάσουν» ποτέ.. Ο σκοτεινός Δαίμων του Οίκου των Ατρειδών, ο Αλάστωρ, δεν θα ησυχάσει αν ο Ορέστης δεν εκδικηθεί για το φόνο του πατέρα του Αγαμέμνονα και δεν τιμωρήσει και την ίδια του τη Μάνα, την Κλυταιμήστρα... Στον Αγαμέμνονα, η ιστορία των προσώπων είναι γνωστή κι αυτό κάνει την Τραγωδία εξαιρετικά οικεία. Στην Αισχύλεια Τραγωδία η συλλογική συνείδηση του ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από Θεοσέβεια, Θεοφοβία, συνεχή αγωνία, και σημάδια Ακατανίκητου Τρόμου βρίσκει τον εκφραστή της στο σώμα του Χορού. Μέσα από το ποιητικό σύμπαν του, αναγνωρίζουμε την τάξη των παλαιών Αρχών και Θεών του κόσμου, που ορίζουν και τιμωρούν την Ύβριν, και μέσα από την εξέλιξη της ίδιας της τραγωδίας την Ευθύνη και την Αδυναμία της ανθρώπινης φύσης να ξεπεράσει το πεπρωμένο της».
Διανομή
Κλυταιμνήστρα: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Αγαμέμνων: Μηνάς Χατζησάββας
Κασσάνδρα: Θεοδώρα Τζήμου
Αίγισθος: Βασίλης Μπισμπίκης
Κήρυκας: Θέμης Πάνου
Φύλακας: Βασίλης Χαλακατεβάκης
Κορυφαίοι (Με αλφαβητική σειρά):
Θύμιος Κούκιος
Βασίλης Πουλάκος
Kρις Ραντάνοφ
Κώστας Φαλελάκης
Μενέλαος Χαζαράκης
Κλαρινέτο:
Xρήστος Καλκάνης
Συντελεστές
Μετάφραση: Νικολέττα Φριντζήλα
Σκηνοθεσία: Νικαίτη Κοντούρη
Σκηνικά - Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Μουσική σύνθεση και διδασκαλία: Σοφία Καμαγιάννη
Χορογραφία: Ερμής Μαλκότσης
Φωτισμοί: Ελευθερία Ντεκώ
Δραματουργική ανάλυση - Βοηθός σκηνοθέτη: Λεωνίδας Παπαδόπουλος
Βοηθός σκηνογράφου: Δώρα Γαζή
Μακιγιάζ φωτογράφησης και παράστασης: Αχιλλέας Χαρίτος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.