Η Αννιώ περνούσε τις σχολικές διακοπές, στο σπίτι της
γιαγιάς της, από την οποία πήρε και το όνομά της. Η γιαγιά της ήταν χήρα και
είχε δύο παιδιά. Στο σπίτι έμενε με τον άγαμο γιο της. Ομοίως, στην απέναντι μονοκατοικία
έμενε με τον άγαμο γιο της, η χήρα φίλη της γιαγιάς, η κυρία Φρόσω που είχε κι
εκείνη δύο παιδιά. Ο γιός της, ο Νικηφόρος, ήταν οικοδόμος, όπως ο θείος και ο
πατέρας της Αννιώς. Ήταν ένας εύρωστος, καλότροπος νέος με ευγενική, δοτική
ψυχή και έξω καρδιά. Ήταν τόσο ψηλός και γεροδεμένος που στα μάτια της μικρής Αννιώς
φάνταζε σαν γίγαντας με χρυσά μαλλιά και καθαρά φωτεινά γαλανά μάτια. Το
χαμόγελο του έφτανε έως το βάθος των ματιών του, γιατί χαμογελούσε πάντα από
μέσα του, μέσα από τα βάθη της ψυχής του.
Ο Νικηφόρος συνήθιζε τα κυριακάτικα
πρωινά να κάθεται κάτω από την κληματαριά, στην αυλή με τα δέντρα και τα φυτά της κυρά-Φρόσως,
να πίνει το καφέ του μόνος ή με τους φίλους του. Όσο μεγάλωνε η Αννιώ τόσο λαχταρούσε
να βλέπει, να παρατηρεί τον Νικηφόρο κι ως μικρή κατεργάρα επιδίωκε να τραβά τη
προσοχή του. Με το που σήκωνε το καθαρό γαλάζιο βλέμμα του από την εφημερίδα
που διάβαζε ή από το τάβλι που έπαιζε με τους φίλους του και την κοιτούσε… λες
και νεκρώνονταν ο χρόνος… ένιωθε χαρά μεγάλη… και με το γλυκό του χαμόγελο την
έπιανε ένα τρελό χτυποκάρδι…
Η έφηβη πια Αννιώ, πέρασε, όπως
κάθε χρόνο, τις χριστουγεννιάτικες
διακοπές της με τη γιαγιά της. Στην εκκλησία, η γιαγιά της, της έδειξε την μέλλουσα
αρραβωνιαστικιά του Νικηφόρου. Η αγαπημένη του Νικηφόρου, η Ασημούλα, ήταν πάρα πολύ όμορφη, ήταν γοητευτική και
ακτινοβολούσε από χαρά. Είχε μαύρα μακριά μαλλιά, μεγάλα μαύρα μάτια με πυκνές
βλεφαρίδες και κόκκινα χείλη, ήταν ψηλή και αδύνατη, και το ντύσιμό της ήταν
πάρα πολύ μοντέρνο. Η Ασημούλα θύμιζε πρωταγωνίστρια του ελληνικού κινηματογράφου
στα μάτια της Αννιώς. Οι συνομήλικες γυναίκες δίπλα της ωχριούσαν, έμοιαζαν
άχαρες, άχρωμες και αδιάφορες. Το ζευγάρι έλαμπε από χαρά και ευτυχία. Ήταν δύο
νέοι άνθρωποι που ζούσαν τον έρωτά τους όπως όλοι οι νέοι άνθρωποι κάθε εποχή.
Δεν πρόλαβαν όμως να χαρούν… δεν
πρόλαβαν να αρραβωνιαστούν. Αμέσως μετά
την Πρωτοχρονιά ο Νικηφόρος ασθένησε. Μετά από μία σειρά εξετάσεων, διαγνώστηκε
με καρκίνο στο αίμα. Λευχαιμία. Τα άσχημα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα. Η γειτονιά
πάγωσε. Στις συζητήσεις οι μεγάλοι θρηνούσαν τον νέο άνθρωπο που τον κτύπησε η
μοίρα με την «κακιά αρρώστια»…
Ο άτυχος νέος νοσηλεύτηκε για
μεγάλο χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο Θεαγένειο στη Θεσσαλονίκη. Η Ασημούλα δεν
τον ακολούθησε. Ούτε τις επόμενες
ημέρες πήγε κοντά στον Νικηφόρο ούτε τηλεφώνησε στο Νοσοκομείο για να μιλήσει
μαζί του. Η σιωπή της αγαπημένης του πλήγωσε τον Νικηφόρο που έδινε μάχη για να
κρατηθεί στη ζωή. Η μητέρα του και η αδελφή του τού έλεγαν ψέματα ότι η
Ασημούλα τον αγαπά, τον νοιάζεται αλλά δεν είναι κοντά του επειδή αρρώστησε η
μητέρα της και δεν μπορεί να την αφήσει.
Η γυναίκα που ερωτεύτηκε, ο Νικηφόρος, που επέλεξε να ζήσει μαζί της
για να δημιουργήσουν οικογένεια τον
χώρισε πριν κλείσει μήνα νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο. Η Ασημούλα ήθελε να
ζήσει τη ζωή της τώρα που ήταν νέα και όχι να «θαφτεί» σε ένα νοσοκομείο
κάνοντας τη νοσοκόμα…
Η σιωπή και η απόρριψη της Ασημούλας κατέβαλε τον ήδη καταβεβλημένο
οργανισμό του Νικηφόρου και του «γέννησε» πληγές στην ψυχή και στην καρδιά.
Μήνες μετά, ένα πρωινό αποκαλόκαιρο,
ο Νικηφόρος καθόταν στην αυλή του μόνος. Κουρασμένος από τις χημειοθεραπείες,
καταβεβλημένος σωματικά, καταρρακωμένος ψυχικά,
υπερβολικά αδύνατος… αποστεωμένος. Αν κι έσκαγε ο τζίτζικας από τη ζέστη
ήταν τυλιγμένος με μια μάλλινη κουβέρτα. Η Αννιώ που είχε να τον δει από τα
Χριστούγεννα δεν τον αναγνώρισε. Τον παρατηρούσε από την αυλή της γιαγιάς της
και δεν της θύμιζε τίποτα. Βλέποντας την κυρά-Φρόσω η Αννιώ έτρεξε να της μιλήσει. Ο Νικηφόρος
ακούγοντας το κελάιδισμα της μικρής φίλης του σήκωσε το κεφάλι του και της
χαμογέλασε. Η Αννιώ ήταν σα να έβλεπε ένα άσχημο όνειρο, αντίκρισε τα άψυχα και σχεδόν άχρωμα μάτια ενός
σκελετωμένου Νικηφόρο χωρίς τα χρυσά μαλλιά… Τρόμαξε πολύ, έβαλε τα κλάματα και
έφυγε τρέχοντας για να κρυφτεί στο σπίτι της γιαγιά της. Από τότε και για τα
επόμενα δύο χρόνια περίπου η Αννιώ δεν ξαναπήγε στη γιαγιά της.
Τις Απόκριες του 1981, ο Νικηφόρος
υγιής πια, απαλλαγμένος από την κακιά αρρώστια κι ελεύθερος να γευτεί τη ζωή, ντύθηκε
καρναβάλι μαζί με τον γείτονα και θείο της Αννιώς . Αυτοσχεδίασαν με σεντόνια
άσπρα και παρουσιάστηκαν στο σπίτι της Αννιώς σαν άραβες. Η μητέρα της Αννιώς
κατάλαβε αμέσως τον αδελφό της. Η Αννιώ αντικρίζοντας τα γαλάζια μάτια που την
κοιτούσαν έντονα, περιπαικτικά πίσω από την μάσκα σκίρτησε η καρδιά της και
κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν. Δεν τολμούσε να πιστέψει στη Θεία τύχη που την
έφερε κοντά της τον παλιό καλό της φίλο, τον αγαπημένο της Νικηφόρο. Όταν
ανακαλύφτηκαν ποιοί ήταν οι άραβες καρναβαλιστές, οι γονείς της Αννιώς έστρωσαν
το τραπέζι και, όλοι μαζί μοιράστηκαν με χαρά κι αγάπη το απλό φαγητό της
οικογένειας. Για μήνες η Αννιώ ξυπνούσε και κοιμόταν με αυτή τη γλυκιά ανάμνηση
αυτής της βραδιάς. Ο αγαπημένος της φίλος επέστρεψε υγιής, χαρούμενος με τα
χρυσά του μαλλιά και το ζεστό χαμόγελο που φώτιζε τα γαλανά του μάτια.
Εκείνο το βράδυ, ο Νικηφόρος
εκμυστηρεύτηκε στους φίλους του ότι κατά τη νοσηλεία του στο Νοσοκομείο, η
Μεγαλόχαρη η Αγία Μητέρα του έστειλε μία νοσηλεύτρια που τον εμψύχωνε και τον
φρόντιζε, τη Λεμονιά. Η Λεμονιά ήταν μία απλή εργαζόμενη γυναίκα που αγαπούσε
το επάγγελμά της και προσπαθούσε να απαλύνει το πόνο των ασθενών. Ήταν
κοινωνική με ανοιχτή καρδιά, μετρίου αναστήματος και αναλογιών. Είχε κοντά ίσια
καστανά μαλλιά, γλυκά χαρακτηριστικά και όμορφο χαμόγελο που φώτιζε τα καστανά
της μάτια. Η επίδραση της Λεμονιάς στον Νικηφόρο ήταν όπως η επίδραση των εσπεριδοειδών
στον ανθρώπινο οργανισμό. «Σκότωσε» τα μικρόβια που δηλητηρίαζαν την ψυχή και
την καρδιά του Νικηφόρου κι αφύπνισε τη θέληση του να ζήσει διώχνοντας τα
έντονα αρνητικά συναισθήματα θλίψης και μελαγχολίας. Οι δύο νέοι αγαπήθηκαν στο
νοσοκομείο και δημιούργησαν μία υγιή σχέση, η οποία στηρίζονταν στην αγάπη, στο
σεβασμό, στην αφοσίωση και στο νοιάξιμο.
Η αγάπη τους, σύντομα, τούς
οδήγησε στην ένωση ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Η Αννιώ με τη γιαγιά της και σχεδόν όλη η γειτονιά, σε
κατάσταση ευφορίας, βοήθησαν στις ετοιμασίες του γάμου. Τα πρόσωπα μικρών και
μεγάλων ακτινοβολούσαν από χαρά και χαίρονταν με τη χαρά του Νικηφόρου και της
Λεμονιάς. Τρία χρόνια μετά το
ζευγάρι απέκτησε ένα όμορφο κοριτσάκι.
Σήμερα ο Νικηφόρος και η Λεμονιά
συνεχίζουν να ζούνε αγαπημένοι, με τρυφερότητα, με αλληλοπαρηγοριά. Το άλμπουμ
της κοινής ζωή τους συνεχίζει να γεμίζει με ευτυχισμένες, χαρούμενες και
γλυκόπικρες αναμνήσεις για τα χρόνια του Χειμώνα.
Τύχη αγαθή είναι να είμαστε Υγιείς,
ευλογία είναι να συναντήσουμε έναν Νικηφόρο ή μια Λεμονιά στη ζωή μας και να
τον ή την καλωσορίσουμε με Αγάπη.
*Εις
μνήμην της μητέρας μου, που «έφυγε» πέρυσι, «χτυπημένη» από τον καρκίνο.
@Το
παρόν κείμενο, Τύχη αγαθή από την Αίγλη Μότσιου,
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ την Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.