![]() |
Ναύπλιο |
Η Χαρούλα ήταν μια νταρντανογυναίκα!
Όμορφα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο και με καμπύλες στο σώμα. Είχε
το σπίτι της στην πλατεία του χωριού, και σαν έβγαινε να κάνει τα ψώνια της,
ξεσήκωνε τους θαμώνες των καφενείων με το λίκνισμα των γοφών της.
Επίτηδες δεν το έκανε, μα και να αλλάξει το περπάτημά της δεν
μπορούσε. Ετούτο είχε, και με τούτο περπατούσε.
Διάβαινε από δίπλα τους, κι αναστενάζανε με πόθο οι χασομέρηδες
και κείνη σαν άκουγε τ' αναστενάγματά τους, τέντωνε τον λαιμό της, γύριζε αλλού
το βλέμμα της, και σήκωνε ψηλά το κεφάλι της. Ως και τα βραχιόλια που φορούσε,
βγάζανε έναν ήχο αποδοκιμασίας για τα μούτρα τους, καθώς κουνούσε το χέρι της
μαζί με το βήμα το βιαστικό, να ξεμακρύνει από κείνη την αποστροφή που ένιωθε
σαν έπεφτε στην αντίληψη της, να κοιτάνε τους λικνιζόμενους γοφούς.
Τι να κάνω έλεγε στην φιλενάδα της την Καλλιόπη. Να πάρω μια πλάνα
να τους πλανίσω;
Σώπα Χαρούλα μου. Τι είναι αυτά που λες; Να χαίρεσαι βρε που σε
κοιτάνε και σε ποθούν. Να χαίρεσαι. Δες εμένα που είμαι σαν σανίδα; Άντρας δεν
σηκώνει τα μάτια του να με δει. Να κόψω εγώ να σου δώσω φιλενάδα.
Από που θέλεις; Δεν θέλω ξένα κάλλη της έλεγε. Ακόμα κι αν είναι
τα δικά σου. Κι η Χαρούλα την αγκάλιαζε και γελούσανε.
Ανύπαντρες κι οι δυο. Τίμιες. Ηθικές γεμάτες χαρίσματα ψυχικά. Ε,η
Χαρούλα τα'χε και στο λίκνισμα λιγουλάκι...μα δεν την ζήλευε η φίλη της. Μόνο
αγάπη είχε για κείνη.
Μαζί ξεπεράσανε τα δύσκολα που είχε ένα διάστημα η Καλλιόπη. Μαζί
κλάψανε σαν έχασε τους δυο γονείς της η Χαρούλα. Μαζί σε όλα. Και στα άσχημα
και στις χαρές.
Ετούτες ήταν δεμένες ψυχικά και δεν θα τους χώριζαν δυο γοφοί που
λικνίζονται σαν περπατάνε και συγκεντρώνουν βλέμματα, ενώ η σανίδα περνάει απαρατήρητη.
Αυτές γελούσαν με όλα ετούτα και λυπόταν τις γυναίκες τους, που είχαν τέτοιους
άντρες. Να γιατί η Χαρούλα δεν παντρεύτηκε ακόμα.
Ποιον να πάρει; Άντρα που κοίταζε την γυναίκα στα γοφιά, δεν
ήθελε. Αυτή ήθελε να την κοιτάξει στα μάτια της.
Κι η φίλη της το ίδιο ήθελε. Άλλα να δούνε που είχε, κι όχι που
δεν είχε... Την έχασε την φίλη της. Έφυγε χωρίς να γευτεί εκείνα που ήθελε, κι
η Χαρά μαυροφορέθηκε για δυο χρόνια.
Από το σπίτι της δεν έβγαινε παρά μονάχα να πάει να της ανάψει το
καντηλάκι της στο μνήμα.
Να
αφήσει τα δάκρυά της πάνω στις γλάστρες με τα αγαπημένα ζουμπούλια της, που της
κάνανε παρέα και να γυρίσει πίσω. Αυτό έκανε για καιρό.
Φυράνανε
και λίγο τα γοφιά της...και να δεις που κι οι άντρες τον σεβάστηκαν τον πόνο
της και δεν αναστενάζαν πια στο πέρασμα της. Μόνο κοιτούσανε τον πόνο που' χε
ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Πέρασαν δυο χρόνια κι η Χαρά τα μαύρα φορούσε
ακόμα. Κι ήρθε στον ύπνο η Καλλιόπη και της λέει, να τα βγάλεις πια φιλενάδα.
Να τα βγάλεις.
Μα
εγώ δεν γυρνάω πίσω. Αύριο που θα έρθεις να τα πούμε, θέλω να βάλεις κείνο το
φουστάνι το κλαρωτό με τα λουλούδια. Να ανοίξει λίγο η ψυχή μου εδώ κάτω που'
μαι.
Μα
η Χαρά δεν το' κανε. Δεν της πήγαινε η καρδιά της να το κάνει. Θα τα βγάλω της
είπε. Σιγά σιγά. Να, έτσι όπως αγαπηθήκαμε οι δυο μας. Σιγά σιγά ήρθε κι έκατσε
μέσα μας η αγάπη, και τώρα πονάω που έφυγες. Μα θα τα βγάλω.
Θα
σου κάνω το χατίρι.
Και
τα' βγαλε σιγά σιγά. Κι άρχισε να φοράει ανοιχτά φουστάνια. Κι έβαλε και τα
βραχιόλια στο χέρι της, κι άρχισαν πάλι να βγάζουν τον ήχο της αποδοκιμασίας.
Κακομοίρες
γυναίκες, μονολογούσε σαν διάβαινε την πλατεία. Πλύντε τους, μαγειρέψτε τους,
φροντίστε τους, κι αυτοί;
Αυτοί
να μπεκροπίνουν στα καφενεία και να χλιμιντρίζουν σαν ξιπασμένα γομάρια.
Ένας
καινούργιος ταχυδρόμος ήρθε μια μέρα να μοιράσει τα γράμματα. Άνοιξε την τσάντα
του κι άρχισε να φωνάζει τα ονόματα. Κάθε που έδινε το γράμμα σε κοίταζε στα
μάτια. Χαρά Φουσέκη, φώναξε και κείνη άπλωσε το χέρι να πάρει το γράμμα της.
Στα μάτια την κοίταξε, κι είχε το βλέμμα που καρτερούσε σ' ολη της την ζωή.
Να
μωρέ. Ένα τέτοιο βλέμμα καρτέραγε. Σαν και τούτο, που την κοίταξε, της έδωσε το
γράμμα και δεν κατέβηκε παρακάτω..
Από
μακρινούς συγγενείς ήταν.
Έρχονται
λέγανε στο χωριό το καλοκαίρι, και της ζήτησαν να ανοίξει το σπίτι τους. Να το
αερίσει λίγο, να το καθαρίσει να το βρουν όπως πρέπει σαν θα φτάσουν.
Κι
ετοίμασε την απάντηση μα το νου της τον είχε στον ταχυδρόμο. Για να δω,
σκεφτόταν. Που θα με κοιτάξει άμα θα' ρθει. Μια φορά την εβδομάδα έρχονταν, κι
όλοι μαζεύονταν γύρω του, να ακούσουν το όνομά τους.
Του
έδωσε το γράμμα, αφού του ζήτησε τα γραμματόσημα να τα κολλήσει πάνω του. Κείνο
τον καιρό, αυτός τα έδινε.
Τα
πήρε, τα πλήρωσε, τα κόλλησε, μα τα μάτια του δεν την κοιτάξανε. Και τα' βαλε
με τους γοφούς της η Χαρούλα. Μια φορά θέλησα και εγώ να με κοιτάξουν, κι ας
ήταν και σε σας μα τίποτα.
Την
άλλη όμως φορά που θα έρθει θα γίνει. Θα με κοιτάξει.
Που
να φανταστεί πως αυτός τους είδε τους γοφούς από την πρώτη την φορά, μα κείνη
δεν το ήξερε, αφού δικαίωμα δεν της έδωσε.
Στο
πεντάμηνο πάνω βρέθηκε η Χαρούλα να τους λικνίζει στο μπράτσο του στηριγμένη.
Μεγάλος
έρωτας! Μεγάλη αγάπη, και πολλά τα όνειρα που κάνανε οι δυο τους. Στα μάτια την
κοιτούσε ο ταχυδρόμος της.
Στα
μάτια. Μα σαν μένανε οι δυο τους, μακριά από τους άλλους μέσα στο σπίτι της που
ήρθε να μείνει μαζί της, αφού αρραβωνιάστηκαν, ναρντάνα μου της έλεγε και την
χούφτωνε με πόθο. Κι έλιωνε η Χαρούλα μέσα στις χούφτες του.
Ήρθε
η Καλλιόπη στον ύπνο της, και της είπε. Το φουστάνι το κλαρωτό, γιατί δεν το
φόρεσες ακόμα;
Θα
το βάλω φιλενάδα μου της είπε. Θα το βάλω παραμονή του γάμου. Κι άρχισαν οι
ετοιμασίες. Σε τρεις μήνες θα γινόταν ο γάμος. Εκείνη του έλεγε, μα εμείς τις
ψυχές τις ενώσαμε Πάνο μου. Τις παντρέψαμε.
Τι
τα θέλουμε τα υπόλοιπα. Θα σε πάω στην εκκλησιά της έλεγε. Νύφη θέλουν να σε
καμαρώσουν τα πεθερικά σου από ψηλά. Θα μου ντυθείς στα άσπρα, και εγώ θα είμαι
ο πιο ευτυχισμένος άντρας στην γη επάνω.
Ακούς
φιλενάδα; Ο πιο ευτυχισμένος άντρας θα είναι ο Πάνος μου! Και εγώ τον βρήκα
επιτέλους αυτόν που κοίταξε τα μάτια μου, τόσο βαθιά που κλείστηκε μέσα τους.
Ακούς;
Παραμονή
του γάμου κι η Χαρούλα έβγαλε το κλαρωτό φουστάνι να το φορέσει. Το' χε πει,
και θα το κάνει σήμερα.
Από
το πρωί το φορούσε και πηγαίνανε οι γοφοί της πέρα δώθε μες την γλύκα των
τελευταίων ετοιμασιών.
Ο
Πάνος δεν ήταν εκεί σήμερα. Στου κουμπάρου το σπίτι είχε πάει. Από κει θα
έβγαινε γαμπρός, να την καρτερεί στην εκκλησιά.
Αύριο
τα ξαδέρφια της τα μακρινά θα την συνοδεύανε, κι η μέρα τελειωμό δεν είχε, να
ξημερώσει η άλλη.
Σαν
τέλειωσε κι έπεσε το σκοτάδι, η πόρτα χτύπησε, και κείνη φαντάστηκε πως ήταν ο
Πάνος της. Πως θέλησε να της δώσει το φιλί της καληνύχτας τους.
Ο
κουμπάρος ήταν. Δεν θα γίνει ο γάμος της είπε. Ο Πάνος μας άφησε χρόνους.
Άπλωσε τα χέρια του να την αγκαλιάσει να μη σωριαστεί χάμω. Μα δεν πρόλαβε.
Σωριάστηκε
δίχως να πει μια λέξη. Δίχως να βγάλει ένα δάκρυ, μια κραυγή. Που τρύπωσε τόσος
πόνος και που χώρεσε και δεν τον έβγαλε, μόνο εκείνη ξέρει.
Μα
ούτε και κείνη. Όχι. Μαζί με τον Πάνο που τους άφησε, που έφυγε χωρίς εκείνη,
έφυγε και το μυαλό της.
Έμεινε
άδεια από δαύτο ώρες πολλές εκεί σωριασμένη, κι όταν σηκώθηκε, ο κουμπάρος ήταν
ακόμα εκεί να την κοιτάει και να πονάει η ψυχή του με τούτο που έβλεπε.
Πήγε
στην κάμαρά της με άδειο το βλέμμα. Πήρε το βέλο του νυφικού της, το' βαλε πάνω
από το κλαρωτό το φόρεμα, φόρεσε όλα της τα βραχιόλια στα δυο της χέρια και
βγήκε από το σπίτι.
Η
αυλή της ήταν γεμάτη από τον κόσμο που έμαθε το χαμπέρι και μαζευτήκανε να της
συμπαρασταθούνε.
Εκείνη
τους έσπρωχνε να περάσει και τα έρμα τα βραχιόλια σκούζανε τούτη την φορά.
Βγήκε
στον δρόμο με το πέπλο να ανεμίζει, και οι γοφοί της, μέσα από το κλαρωτό
φουστάνι να λικνίζονται προς άγνωστη κατεύθυνση.
Κανείς
δεν την ξανάδε, ούτε άκουσε για κείνη κάτι. Μόνο η Καλλιόπη κάθε βράδυ άπλωνε
τα χέρια της κι έσφιγγε το βέλο της. Το είχε ακουμπήσει πάνω στα ζουμπούλια, κι
είχε φύγει.
Χωρίς
μυαλό, και χωρίς τον Πάνο.
Μόνο
οι γοφοί είχαν απομείνει, να λικνίζονται στο χαμένο της βλέμμα και βήμα.
Ελευθερία
Λάππα
*Το κείμενο και η φωτογραφία αλιεύθηκαν από το διαδίκτυο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.